Ζουν στα σύνορα. Το βράδυ βλέπουν τα φώτα της Αδριανούπολης κι ακούν τους ήχους της πόλης, που άφησαν πίσω οι γιαγιάδες και οι παππούδες τους για να ριζώσουν στην άλλη πλευρά του Έβρου, ξεριζωμένοι και κυνηγημένοι από τον τόπο τους. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε η Νέα Βύσσα , αλλά κι άλλα χωριά και πόλεις της περιοχής.
Τα χρόνια κύλησαν και τα εγγόνια εκείνων των παιδιών πατούν τους ίδιους τόπους, καλλιεργούν την ίδια γη κι όταν ανταμώνουν με τον ξένο, τον άλλο, στέκονται αντάξιοι των προγόνων τους. Ο Γιώργος Σαββίδης, είναι κάτοικος της Νέας Βύσσας, στον Βόρειο Έβρο, «γεννήθηκα εδώ, εδώ εργάζομαι, εδώ μένω» δηλώνει ξεκάθαρα και σημειώνει πως κι εκείνος και οι άλλοι κάτοικοι βλέπουν συνέχεια μετανάστες. «Βγαίνουμε να πάμε στα χωράφια μας και τους συναντάμε. Έρχονται πάρα πολλοί μαζί. Το πρωί είναι πάρα πολλοί. Τώρα έρχονται και μερικοί Τούρκοι. Μέχρι στιγμής δεν έχουν δημιουργήσει προβλήματα. Είναι ήρεμοι, μορφωμένοι άνθρωποι. Μας χαιρετάνε, τους χαιρετάμε και μετά τους παίρνει η Αστυνομία, οι Συνοριακοί Φύλακες. Έχουν προορισμό την Αθήνα.»
Ήσυχοι άνθρωποι, ζεστοί, φιλόξενοι. Έτοιμοι να καλωσορίσουν τον επισκέπτη. Έτοιμοι να πουν τη δική τους ιστορία. « Ζούμε καλά, οι περισσότεροι νέοι φεύγουν στην Αθήνα, αυτοί που μένουμε είμαστε μεγάλοι. Έχουμε τους μετανάστες, δεν μας κλέβουν. Περνάνε από εδώ, τους κερνάμε καφέ, νερό και φεύγουν, λένε ότι θέλουν να πάνε στην Αθήνα για δουλειά.» δηλώνει ο Αθηνόδωρος Τσουκνίδης και θυμάται, γυρίζοντας το χρόνο πίσω, ότι κάποτε είχανε σχολεία γεμάτα με παιδιά και τώρα έρχονται τρία χωριά σε ένα σχολείο, μαθητές από την Στέρνα, την Καβύλη και τη Βύσσα. «Εγώ όταν πήγαινα σχολείο είχαμε τρία σχολεία, τώρα τρία χωριά στέλνουν τους μαθητές τους σε ένα σχολείο» σημειώνει με πίκρα. Με καμάρι, όμως, μιλά για την εύφορη γη, όπου μπορεί κανείς να καλλιεργήσει τα πάντα «Οι κάτοικοι εδώ καλλιεργούν τη γη για να ζήσουν, πιο πολλοί σπαράγγια και σκόρδα.» Το καλοκαίρι σ’ αυτές τις αγροτικές ασχολίες απασχολούνται 1000 και πλέον Βούλγαροι.
Ο Ιωάννης Τακίδης πίνει πάντα τον καφέ του στο καφενείο του «Κάρτερ». Κάθε μέρα βλέπει, όπως λέει, Βούλγαρους, Τούρκους, μετανάστες κι από άλλες χώρες να έρχονται στην περιοχή. «Ζημιές δεν κάνουν. Αν χρειαστούν βοήθεια, τους βοηθάμε».
Με τον κ. Αθηνόδωρο Τσουκνίδη πήγαμε στην όχθη του ποταμού Έβρου. Εκεί στέκονται οι μετανάστες άλλοτε για να στεγνώσουν τα ρούχα τους, άλλοτε για να πάρουν μια ανάσα κι άλλοτε για να κλάψουν κάποιον που χάθηκε στην προσπάθεια διαφυγής. « Κάθε μέρα περνούν από τον Έβρο άντρες, γυναίκες, παιδιά, αγόρια, κορίτσια, μεγάλοι και μικροί. Ιρακινοί, Πακιστανοί, Τούρκοι, αλλά και από πολλά κράτη . Έρχονται στο χωριό, κάθονται λίγο και μετά συνεχίζουν για Αθήνα. Δεν πειράζουν τους ντόπιους. Είναι πάρα πολύ καλοί άνθρωποι. Έρχονται, συζητάνε, μερικοί ξέρουν κι Ελληνικά.» δηλώνει ο κος Τσουκνίδης. Κι εκείνος γνωρίζει για τους λαθροδιακινητές, που είναι έτοιμοι να εμπορευθούν τον ανθρώπινο πόνο. «Μερικοί τα οικονομάνε, τους δίνουν χρήματα οι Τούρκοι διακινητές και τους διευκολύνουν στην είσοδο τους στη χώρα. Τους δείχνουν τους «διαδρόμους», για παράδειγμα από το Φυλάκιο 8 στο χωριό και όλοι ξέρουν και παίρνουν αυτόν τον δρόμο.»
Πάρα πολλές φορές μετανάστες, όπως Τούρκοι, Αφγανοί , Παλαιστίνιοι και άλλοι, που στάθηκαν για λίγο στο χωριό, ήθελαν να πληρώσουν ό,τι πήραν, ψωμί, καφέ κ.α.. «Σε μια ομάδα Τούρκων δώσαμε πέντε κουλούρια, δυο ψωμιά κι επειδή έκανε πολύ κρύο τους δώσαμε και καθίσματα να καθίσουν , εεε κι αυτοί επέμεναν να πληρώσουν, άφησαν 10 ευρώ με το ζόρι. Τους δίνουμε συχνά φαγητό.» δηλώνει ο Βασίλης Κασδαγλής, πρώην αρτοποιός . Κάθε πρωί, στις 4-5 τα ξημερώματα στην πλατεία του χωριού, απέναντι από την Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, υπήρχαν μετανάστες, κυρίως Τούρκοι. «Ζημιές δεν έχουν αναφερθεί, αλλά ο κόσμος έχει φόβο πάντα με τον ξένο. Εκτός αν πεινάνε, οπότε ίσως να πάρουν κάτι. Οι Τούρκοι έρχονται με θάρρος και γνώση ότι η Ελλάδα είναι μια δημοκρατική χώρα και ότι δεν πρόκειται να τους πειράξει κανείς» δηλώνει και σημειώνει «Όλοι όσοι έρχονται από την Τουρκία είναι αντικαθεστωτικοί, φοβούνται. Έρχονται οικογένειες με μικρά παιδιά. Δεν λείπουν και τα άσχημα περιστατικά. Όταν το ποτάμι έχει πολύ νερό, πολλοί πνίγονται. Η Ελλάδα δέχεται τους μετανάστες και δεν προωθούνται σε άλλες χώρες. Είναι δύσκολο να το σηκώσει μόνη της όλο αυτό. Όμως, κι αυτοί είναι άνθρωποι, πρέπει κι εμείς να συμπεριφερόμαστε σαν ίσος προς ίσος. Πρέπει να συμπεριφερόμαστε ως άνθρωπος προς άνθρωπος.»
Όταν μεσημεριάσει ένας μετά τον άλλον οι θαμώνες του καφενείου του «Κάρτερ» αποχωρούν για το σπίτι. Το μεσημεριανό, φρέσκο-μαγειρεμένο από τα χεράκια των γυναικών τους, τους περιμένει. Λίγη ώρα ξεκούρασης και μετά θα βγουν πάλι στους δρόμους, στο καφενείο, στις κουβέντες, στις μετρημένες, ντόμπρες λέξεις τους, που με την βοήθεια του αέρα περνούν απέναντι και μοιάζουν με ψιθύρους, με ιστορίες των παππούδων και των γιαγιάδων, των δικών τους προσφύγων…
ert.gr