1913: Όταν οι Βούλγαροι πήραν την Αδριανούπολη. Μαρτυρίες αυτοπτών

736

Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913 υπήρξαν μέγιστο πολιτικοστρατιωτικό γεγονός, που οδήγησε σε μεγάλες γεωστρατηγικές ανακατατάξεις στη Χερσόνησο του Αίμου. Η σημασία έγκειται στο γεγονός ότι Χριστιανικά νεόκοπα κράτη συνασπίσθηκαν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και απέσπασαν εδάφη της. Η Θράκη και η Μακεδονία βρέθηκαν τότε στο επίκεντρο των πολεμικών γεγονότων.

               Μια από τις σημαντικότερες μάχες, έγινε για την κατάληψη της Αδριανούπολης μετά από πολιορκία πέντε μηνών και έθρεψε τα όνειρα των Βουλγάρων ότι μπορεί να μπούνε και στην Κωνσταντινούπολη!!!

Οι Βούλγαροι κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις 4 Οκτωβρίου 1912. Σύμμαχοί τους ήταν οι Έλληνες, οι Σέρβοι και οι Μαυροβούνιοι. Η πρώτη εύκολη επιτυχία για τα βουλγαρικά στρατεύματα, ήταν η κατάληψη του Μουσταφά Πασά (σήμερα Σβίλεγκραντ), γιατί οι Τούρκοι το εγκατέλειψαν, μετά από μάχη, υποχωρώντας.

            Στην περιοχή των Σαράντα Εκκλησιών έγιναν πολύνεκρες μάχες. Επικεφαλής των Βουλγαρικών δυνάμεων ήταν ο στρατηγός Δημήτριεφ. Οι Σαράντα Εκκλησίες καταλήφθηκαν μετά από πείσμονες μάχες στις 11 Οκτωβρίου 1912, ενώ ο τουρκικός στρατός υποχωρούσε προς τη Βιζύη. Οι Βούλγαροι απωθώντας τους Τούρκους, προέλασαν κατά μήκος των δύο οχθών του Έβρου και μαχόμενοι ακόμα και σώμα με σώμα με τις εφ’ όπλου λόγχες τους έφτασαν  μπροστά στις πρώτες οχυρώσεις της Αδριανούπολης. Από τις πρώτες περιμετρικές οχυρές τοποθεσίες, που κατέλαβαν οι Βούλγαροι, ήταν το Τσιρμέν (σήμερα Ορμένιο) και έτσι προωθήθηκαν ως τις όχθες του ποταμού Άρδα. Μαζί τους πολεμούσαν και συμμαχικά Σερβικά στρατεύματα υπό τον στρατηγό Στεπάν Στεπάνοβιτς. Οι Βούλγαροι προωθούσαν τις θέσεις τους πιέζοντας προς την κατεύθυνση της Αδριανούπολης. Έτσι κατόρθωσαν να καταλάβουν και τα υψώματα των Μαρασίων. Σύντομα μπόρεσαν να καταλάβουν και το Καραγάτς. Απέβλεπαν να απομονώσουν την Αδριανούπολη.

Στα πρόθυρα της Αδριανούπολης γίνονταν σφοδρές μάχες από τα μέσα του Οκτωβρίου. Η συνολική εξωτερική οχύρωση της Αδριανούπολης είχε κυκλικό σχήμα.

*Βουλγαρικό πυρολόγο βομβαρδίζει την Αδριανούπολη

Ο σφοδρός βομβαρδισμός της Αδριανούπολης άρχισε από τις 12 Οκτωβρίου. Τελικά η Αδριανούπολη έπεσε στα χέρια των Βουλγάρων στις 13 Μαρτίου του 1913 με το παλαιό ημερολόγιο, μετά από πολιορκία σχεδόν πέντε μηνών. Η τύχη της όμως κρίθηκε σ’ εκείνη την μεγάλη διήμερη Βουλγαρική αντεπίθεση. Την ιστορική πόλη ανακατέλαβαν οι Τούρκοι λίγους μήνες αργότερα, κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού πολέμου.

Οι εφημερίδες έγραψαν τότε ότι στην Αδριανούπολη αιχμαλωτίσθηκαν 51.000 Τούρκοι. Μεταξύ τους υπήρχαν 17 πασάδες, 12 ταξίαρχοι και 1220 αξιωματικοί. Οι Βούλγαροι πήραν ως λάφυρα 54.000 όπλα και 620 τηλεβόλα. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους υπήρχαν 64 Γερμανοί αξιωματικοί, 18 Ρουμάνοι και 6 Βέλγοι.

Μια πτυχή εκείνης της μεγάλης πολιορκίας είναι η αφηγήσεις αυτοπτών, που έχουν  διασωθεί. Η μία είναι από Έλληνα επιστρατευμένο  από τους Τούρκους και η άλλη είναι από Τούρκο αξιωματικό, που αιχμαλωτίσθηκε από τους Βουλγάρους.

*Έτσι καταλήφθηκε η Αδριανούπολη κατά τον Ευάγγελο Ντόκα

Η μαρτυρία του Ευάγγελου Ντόκα

               Ένας Έλληνας, με καταγωγή από την Ήπειρο, ο Ευάγγελος Ντόκας, που είχε επιστρατευθεί και υπηρετούσε στον Οθωμανικό στρατό, έζησε από πρώτο χέρι τη φοβερή πολιορκία της Αδριανούπολης. Όταν την κατέλαβαν οι Βούλγαροι το 1913 και διέλυσαν τις Τουρκικές δυνάμεις, κατόρθωσε να ταξιδέψει και να φτάσει στην Αθήνα, όπου αφηγήθηκε τις αναμνήσεις του. Ο λόγος του αναλυτικός και αφηγηματικός, μας δίνει μια ανάγλυφη εικόνα των τραγικών στιγμών που έζησε η μεγάλη Θρακική πόλη.

               Η γενική εικόνα ήταν ότι οι περιμετρικές οχυρώσεις δεν προστάτευαν επαρκώς τη μεγάλη πόλη και την περιφέρειά της. Πολλά τηλεβόλα των Τούρκων ήταν προφυλαγμένα σε πρόχειρες οχυρώσεις. Το Πυροβολικό των Βουλγάρων είχε σημαντική αποτελεσματικότητα και προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στις πόλη και στα οχυρωματικά έργα. Οι Βούλγαροι είχαν στην υπηρεσία τους και ένα νέο όπλο. Αεροπλάνα που κατόπτευαν την περιοχή και έκαναν επιτυχή κατάδειξη στόχων επί των εδάφους, που τους έπλητταν αποτελεσματικά τα πυροβόλα.

               Η πολιορκία, είχα σαν αποτέλεσμα να πέσει μεγάλη πείνα στην πόλη, αφού είχαν  κοπεί όλοι οι δρόμοι του ανεφοδιασμού. Κατά την αφήγηση του Ντόκα, τους δύο τελευταίους μήνες, οι στρατιώτες έτρωγαν 50 δράμια ψωμί και ελάχιστο τυρί για το πρόγευμά τους και λίγο αλογίσιο κρέας για το γεύμα. Η ποιότητα του ψωμιού δεν ήταν καθόλου καλή. Επειδή δεν είχαν μείνει άλευρα, έκαναν αλεύρι, από… φουκαλόσπορο, δηλαδή από τους σπόρους του σκουπόχορτου, που αφθονούσε στην περιοχή!!! Στην αγορά δεν εύρισκες ζάχαρη και αλάτι και… καπνό για τους καπνιστές!!!

               Οι πολιορκητές Βούλγαροι, κατόρθωσαν να διακόψουν την ύδρευση της πόλης  και οι Αδριανουπολίτες έπαιρναν νερό από τα τρία ποτάμια της περιοχής.

               Για τους Χριστιανούς κατοίκους της πόλης οι Οθωμανοί στρατιώτες και οι ανώτεροί τους, συνέχισαν τους ποικίλους εξευτελισμούς.

               Σε ό,τι αφορά τη διοίκηση των στρατιωτικών δυνάμεων, οι ανώτεροι άφηναν να κυκλοφορούν μεταξύ των στρατιωτών τους διάφορες φήμες για να τονώνεται τη ηθικό τους, μετά τις αλλεπάλληλες ήττες σε όλα τα μέτωπα. Έτσι- κατά τον Ντόκα- οι Οθωμανοί στρατιώτες πίστευαν ότι στην άμυνα της Αδριανούπολης είχαν διατεθεί 380 τηλεβόλα. 60.000 Τούρκοι και 30.000 Χριστιανοί στρατιώτες και ότι υπάρχουν διαθέσιμες τροφές για μια διετία!!! Μια άλλη φήμη που είχε τεθεί σε κυκλοφορία ήταν πως ο Ισραηλίτης Αρχιρραβίνος θα έθετε στη διάθεση του Τούρκου στρατιωτικού διοικητή Σουκρή Πασά 4 εκ. Τουρκικές λίρες (ισότιμες τότε με 50 εκ. δρχ.) εκ μέρους της Εβραϊκής παροικίας, αν κατόρθωνε να κρατήσει την Αδριανούπολη ώστε να μην πέσει στα χέρια των Βουλγάρων.

               Τελικά όμως η Αδριανούπολη έπεσε στα χέρια των Βουλγάρων. Ο Ντόκας αφηγήθηκε όταν έφτασε στην Αθήνα, ότι πρώτοι κατόρθωσαν να εισέλθουν στη Θρακική μεγαλούπολη οι Σέρβοι στρατιώτες, στις 6 το πρωί, παρά τις μεγάλες απώλειες  που είχαν από τα τουρκικά μυδραλιοβόλα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Εισήλθαν από την πλευρά των Μαρασίων. Η τοποθεσία εκείνη δεν καλύπτονταν καλά από τις οχυρώσεις που υπήρχαν. Οι Σέρβοι με το Πεζικό τους προέλασαν με ταχύτητα. Οι στρατιώτες τους κρατούσαν μεγάλα ψαλίδια φτυάρια και σκαπάνες  για να διανοίγουν τα συρματοπλέγματα. Οι απώλειές τους από τους αμυνόμενους Τούρκους ήταν μεγάλες, αλλά κατόρθωσαν να εισχωρήσουν στην Αδριανούπολη.

 

               Ο Σουκρή πασάς βρίσκονταν στην οχυρωμένη θέση στη Κιγίκιο. Ειδοποιήθηκε αμέσως ότι μπήκαν οι Σέρβοι και αμέσως διέταξε τηλεφωνικά να πυρποληθούν οι στρατώνες και οι αποθήκες υλικού, πράγμα που έγινε και γέμισε η περιοχή καπνούς. Η αναστάτωση που προκλήθηκε στην Αδριανούπολη ήταν μεγάλη.

               Οι Τούρκοι όταν είδαν τους Σέρβους να εισέρχονται στην Αδριανούπολη θέλησαν να τους καθυστερήσουν υψώνοντας κάποιες λευκές σημαίες. Οι Σέρβοι έχοντας πικρή πείρα από τις παρασπονδίες που έκαναν συνήθως οι Τούρκοι, αδιαφόρησαν και προχώρησαν έως ότου κατέλαβαν τις Τουρκικές θέσεις. Τότε οι Τούρκοι στρατιώτες άρχισαν να πετούν τα όπλα τους και να σπεύδουν προς το Κιγίκιο, όπου ήταν το αρχηγείο του Σουκρή Πασά. Οι Χριστιανοί στρατιώτες, Έλληνες και Αρμένιοι έμεινα στις θέσεις τους και απλώς δήλωναν την εθνικότητά τους.

               Μισή ώρα αργότερα, δηλαδή στις 6,30 π.μ. άρχισε να εισέρχεται στην Αδριανούπολη και ο Βουλγαρικός στρατός. Ο Σουκρή πασάς, τύλιξε στα χέρια του  μια λευκή σημαία, όπως αφηγήθηκε ο Ντόκας, επιβιβάσθηκε στην αυτοκίνητό του και πήγε να παραδώσει στους νικητές, τα κλειδιά της πόλης. Οι Βούλγαροι αρνήθηκα να δεχθούν την παράδοση και έστειλαν τον Σουκρή πασά πίσω στο Αρχηγείο του. Αργότερα πήγαν οι ίδιοι και τον παρέλαβαν ως αιχμάλωτο.

Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, μετά την πτώση των ανατολικών φρουρίων ο Σουκρή πασάς ζήτησε να παύσει το πυρ και να παραδώσει την πόλη. Με αυτό το σκοπό, έστειλε τον υπασπιστή του στο 20ο Σερβικό σύνταγμα και στον διοικητή του Στεπάν Στεπάνοβιτς, αλλά αυτός δηλώνοντας ότι δεν είναι αρμόδιος, παρέπεμψε του Σουκρή πασά, στον στρατηγό Ιβανώφ. Ο Στεπάνοβιτς με τις δυνάμεις του είχε καταλάβει το Τουρκικά οχυρώματα του Καραγάτς.

               Οι Βούλγαροι απέλυσαν τους αιχμαλώτους τους Έλληνες, Αρμένιους και Ισραηλίτες και έτσι μπόρεσε ο Ντόκας να ταξιδέψει στην Αθήνα. Κράτησαν μόνο τους Τούρκους. Οι Σέρβοι στρατιώτες δεν πείραξαν τίποτε, ούτε ανθρώπους ούτε πράγματα. Οι Βούλγαροι σιγά- σιγά άρχισαν λεηλασίες.

Η Τουρκική ματιά

 

Εν τω μεταξύ, λίγες μέρες αργότερα, Τούρκος αξιωματικός, που δεν κατονομάζονταν, συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Βουλγάρους και μεταφέρθηκε στη Σόφια. Προφανώς ανήκε στο επιτελείο του Σουκρή Πασά. Εκεί έδωσε συνέντευξη σε ξένο δημοσιογράφο, όπου διηγήθηκε λεπτομέρειες της πολιορκίας και της πτώσης της Αδριανούπολης. Οι διηγήσεις του επιχειρούν να δικαιολογήσουν τις τουρκικές απόψεις και να περιορίσουν την εικόνα των απωλειών.

Ο Τούρκος αξιωματικός θεωρούσε ότι η Αδριανούπολη υπέστη ασήμαντες ζημίες από τις εχθροπραξίες. Μόνο-έλεγε- το τζαμί Ουτς Σερεφελί και ένα μέρος από το τζαμί του Σουλτάν Σελήμ καταστράφηκαν. Μερικές από τις βουλγαρικές οβίδες  προκάλεσαν πυρκαγιά σε σπίτια με ξύλινες επενδύσεις.

-Μια οβίδα– ισχυρίζονταν- σκότωσε δύο Ελληνίδες, που βρέθηκε σε δρόμο και μια άλλη σκότωσε δύο Εβραίους και ένα παιδί. Ο ολικός αριθμός των νεκρών από οβίδες στην πόλη δεν υπερβαίνει τους 30-40.

Κατά τον ίδιο Τούρκο αξιωματικό, η πόλη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της δεν υπέφερε από στερήσεις. Υπήρχε πληθώρα τροφίμων και ο Βουλγαρικός στρατός βρήκε 5.000 σακιά αλεύρων και τις στρατιωτικές αποθήκες γεμάτες από σιτάρι, τυρί και παστά ψάρια. Ούτε όμως και οι πολίτες της Αδριανούπολης υπέφεραν από πείνα. Ο στρατός μοίραζε καθημερινά συσσίτιο σε φτωχούς όπως και στους στρατιώτες. Η υγεία στην πόλη ήταν σε καλή κατάσταση και δεν παρατηρήθηκε καμιά επιδημία.

Και επιχειρώντας να δικαιολογήσει τη στάση των Τούρκων προς τις μειονότητες ισχυρίσθηκε:

-Η δυστυχία μας έδωσε δύναμη να διατηρήσουμε το θάρρος και την ελπίδα μας και η ομόνοια μεταξύ πολιτών υπήρξε παραδειγματική. Λησμονήσαμε ποιοι ήσαν Τούρκοι και ποιοι Χριστιανοί. Οι ανησυχίες μας ένωναν και αν ζούσαμε κατ’ αυτό  το τρόπο προ πολλού, σας βεβαιώνω ότι ο σημερινός πόλεμος δεν θα γίνονταν ή τουλάχιστον θα είχε διαφορετικά αποτελέσματα.

*Εικόνα από τις περιμετρικές οχυρώσεις της Αδριανούπολης

Συνεχίζοντας την αφήγησή του ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας έπαιρναν πληροφορίες μέσω ασυρμάτου από την Κωνσταντινούπολη και από τις ενέργειες των πολιορκητών είχαν φτάσει στο συμπέρασμα, ότι οι Βούλγαροι δεν θα επιχειρούσαν έφοδο κατά του φρουρίου της Αδριανούπολης και ότι η πόλη αυτή θα μπορούσε να σώσει την τιμή της Τουρκίας. Η Αδριανούπολη ήταν καλά οχυρωμένη και ουδέποτε είχαν φαντασθεί οι Τούρκοι υπερασπιστές της ότι ήταν δυνατόν να κυριευθεί με μια επίθεση, που κράτησε δυο μέρες. Και όμως οι Βούλγαροι- κατά τον Τούρκο αφηγητή- κυρίευσαν την Αδριανούπολη, τόσο γρήγορα.

-Θλιβόμαστε για τα παθήματά μας- συνέχισε ο Τούρκος αξιωματικός- αλλά θαυμάζουμε και τον ηρωισμό των Βουλγάρων. Είμαστε πολεμικό έθνος και οφείλαμε να αναγνωρίσουμε την ανδρεία. Την Κυριακή, παραμονή της πτώσης της Αδριανούπολης, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και μελαγχολική. Δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε ελεύθερα. Αισθανόμασταν μεγάλη κούραση. Ήμασταν καταβεβλημένοι. Είχαμε την προαίσθηση ότι κάτι σπουδαίο και αποφασιστικό επρόκειτο να συμβεί.

Στις 11 Μαρτίου (π.η.) έγινε γενικός βομβαρδισμός από όλες τις κατευθύνσεις. Ήταν εντονότερος στο ανατολικό μέτωπο. Ο Σουκρή πασάς έδωσε τις πρώτες διαταγές για ενίσχυση της άμυνας των ανατολικών περιοχών. Το πρωί της 12ης Μαρτίου, ύστερα από νυκτερινή πεισματώδη επίθεση- συνέχισε ο αιχμάλωτος Τούρκος αξιωματικός- χάσαμε τις εξωτερικές θέσεις και οχυρώσεις και αναγκασθήκαμε να αποσυρθούμε πίσω στο φρούριο. Ο βομβαρδισμός συνεχίσθηκε αν και χαλαρότερος. Οι Βούλγαροι προχώρησαν από την κοιλάδα προς τα υψώματα του Αρναούτ Τάπια και του Κιγίκιου. Οι Βούλγαροι προχωρούσαν με ανδρεία και θάρρος, είπε ο Τούρκος αξιωματικός. Εγώ ήμουνα στο Κιγίκιο. Χρησιμοποιήσαμε πυροβόλα και είδα ότι θερίζαμε τις γραμμές τους, αλλά νέα προθυμότερα συντάγματα εμφανίζονταν και αντικαθιστούσαν τις απώλειες. Ζητωκραύγαζαν και προχωρούσαν μέσα στη νύχτα. Αλλά κατόρθωσαν να περάσουν από τη γραμμή του πυρός. Άφησαν όμως τέσσερις παράλληλες γραμμές πτωμάτων!!!

-Στις 13 Μαρτίου, πρωί Τετάρτης, αναγγείλαμε στον Σουκρή πασά ότι τα φρούρια Αρναούτ και Κιγίκιο περιήλθαν στα χέρια του εχθρού και οι υπερασπιστές τους πέθαναν μέχρι ενός. Στις 3 τα ξημερώματα, είχαμε μια ελάχιστη ελπίδα και πήγα να δώσω αναφορά στο στρατηγείο του Σουκρή πασά. Ήταν σηκωμένος ο ίδιος και είχε μεταβεί να επιθεωρήσει για τελευταία φορά τα διάφορα οχυρώματα. Όταν έμαθε ότι τα ανατολικά οχυρά έπεσαν, δάκρυσε. Συντετριμμένος από την είδηση αυτή είπε στους αξιωματικούς «Απωλέσθη το παν»! Στις 8 το πρωί έστειλε την τελευταία αναφορά του στην Κωνσταντινούπολη, αναγγέλλοντας ότι δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει να αντιστέκεται. Διέταξε να καταστρέψουν τον ασύρματο, τις αποθήκες και τα πυρομαχικά. Ταυτόχρονα διέταξε τα δυτικά φρούρια να παύσουν πυρ. Στις 10 περίπου ο Σουκρή πασάς ειδοποιήθηκε ότι ο Βουλγαρικός στρατός άνοιξε δίοδο και προχώρησε μέσα στην πόλη. Η είσοδος του Βουλγαρικού στρατού αύξησε τον πανικό του πληθυσμού που φοβόταν ότι θα γίνουν σφαγές. Αλλά ευτυχώς δεν έγιναν.

Στις 2 το μεσημέρι πλέον ο Σουκρή πασάς παραδόθηκε στον στρατηγό Ιβανώφ και μαζί με 7 στρατηγούς του και το επιτελείο του, οδηγήθηκαν με έκτακτο τρένο στη Βουλγαρία, όπου παρέμειναν αιχμάλωτοι μέχρι και τη λήξη του πολέμου. Το πυροβόλα των φρουρίων σίγησαν. Ο Βουλγαρικός στρατός με σημαίες και φιλαρμονικές έμπαινε στην Αδριανούπολη. Ο αιχμάλωτος Σουκρή πασάς μεταφέρθηκε στη Σόφια, όπου του έγινε σχετική υποδοχή. Ο φρούραρχος της Σόφιας συνταγματάρχης Κάντσεφ τον καλωσόρισε μιλώντας Γαλλικά.

Για τη Βουλγαρία ήταν μια νίκη. Μια νίκη, που έτρεφε μεγάλα όνειρα ακόμα και της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης!!! Χαρακτηριστικά ο στρατηγός Χετζαπτσήεφ, διοικητής της φιλοξενούμενης στην απελευθερωμένη από τους Έλληνες Θεσσαλονίκη στρατιωτικής βουλγαρικής δύναμης, μετά την κατάληψη της Αδριανούπολης, δήλωσε στον ανταποκριτή του «Αιώνα» του Μιλάνου:

-Έχουμε ήδη διαθέσιμο στρατιωτικό σώμα με 200 πυροβόλα. Που μπορούμε να το οδηγήσουμε στη γραμμή της Τσατάλτζας και να εισέλθουμε στην Κωνσταντινούπολη. Γνωρίζουμε καλά ότι η Ευρώπη δεν θα συγκατανεύσει να προσαρτήσουμε την Κωνσταντινούπολη, αλλά προς το παρόν μπορεί να εμποδίσει την προέλασή μας και την κατάληψη της πόλης την οποία από παλιά ονειρευόμαστε. Γνωρίζουμε ότι η Κωνσταντινούπολη είναι «κομμάτι» πάρα πολύ μεγάλο για μας. Γι’ αυτό θα αρκεσθούμε σε προσωρινή κατοχή της πόλης. Είναι ζήτημα φιλοτιμία και ευνόητης φιλοδοξίας. Θα μείνουμε στην Κωνσταντινούπολη  μόνο δεκαπέντε μέρες ή ένα μήνα; Αδιάφορο! Από κανέναν δεν διαφεύγει η ηθική σημασία του ιστορικού γεγονότος της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τα Βουλγαρικά στρατεύματα.

Για την Τουρκία άρχιζε μια νέα προσπάθεια ανακατάληψης της σημαντικής πόλης, της Αδριανούπολης.

Την πόλη την ανακατέλαβαν οι Οθωμανοί λίγους μήνες μετά, στον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, όταν η Βουλγαρία έχανε σε όλα τα μέτωπα, ηττημένη από τους πρώην συμμάχους της, Έλληνες και Σέρβους.