Η Ρωσική κατοχή στο Διδυμότειχο, το 1878
Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1878 είναι γνωστό και γενικώς αποδεκτό, ότι έθαψε όλες τις ελπίδες, που μπορούσαν να έχουν οι υπόδουλοι Έλληνες για την απελευθέρωση από τους Ρώσους. Αντίθετα μάλιστα, όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν τη Θράκη, η κατάσταση εκτραχύνθηκε γιατί άρχισαν να στηρίζουν απροκάλυπτα τη βουλγαρική κυριαρχία με κάθε μέσον θεμιτό και αθέμιτο.
Η ρωσική κατοχή, γνωστή στους παλαιούς ως “Δεύτερη Ρωσία” γιατί υπήρξε ρωσική κατοχή και το 1829, είχε τις συνέπειές της και στο Διδυμότειχο, όπου οι Βούλγαροι προσπαθούσαν να αποσπάσουν χωριά της περιοχής και να τα εντάξουν στην δική τους σχισματική εκκλησία.
Το Διδυμότειχο κατελήφθη από τους Ρώσους τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου 1878 και φαίνεται πώς αποτέλεσε έδρα σημαντική στρατιωτικής δύναμης. Οι Ρώσοι μπήκαν στο Διδυμότειχο ημέρα Πέμπτη, στις 8 το βράδυ. Σύμφωνα μάλιστα με δημοσίευμα της εφημερίδας της Κωνσταντινούπολης “Βυζαντίς” (27 Ιανουαρίου 1878) ένα απόσπασμα Ρώσων εκστράτευσε στη συνέχεια εναντίον του Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) όπου κατέσχεσε 140 σιδηροδρομικά βαγόνια και τρεις ατμάμαξες. Κατά τον “Νεολόγο” φαίνεται πώς η κάθοδος των ρωσικών στρατευμάτων γίνονταν παράλληλα προς το Διδυμότειχο και το Λουλέ Μπουργκάς και προ της υπογραφής της προκαταρκτικής συμφωνίας ανακωχής.
Μητροπολίτης Διδυμοτείχου ήταν τότε ο Σωφρόνιος Γ΄, ο οποίος έφυγε από το Διδυμότειχο στις 23 Ιανουαρίου 1878, γιατί τοποθετήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο μέλος της ιεράς συνόδου, αντικαθιστώντας τον αποχωρήσαντα από την σύνοδο μητροπολίτη Χαλδείας Γερβάσιο.
Ο Σωφρόνιος (κατά κόσμον Χρηστίδης) είχε γεννηθεί στο Κουσκουντζούκι Κωνσταντινουπόλεως. Το 1853 προήχθη σε Μέγα Αρχιμανδρίτη του Πατριαρχικού Ναού. Στις 12 Ιανουαρίου 1865 χειροτονήθηκε στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως Μητροπολίτης Ικονίου. Τον χειροτόνησε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Σωφρόνιος ο Γ΄, μαζί με άλλους δέκα αρχιερείς. Την 1η Μαΐου 1873 εξελέγη Μητροπολίτης Διδυμοτείχου και αυτή ήταν η πρώτη ποιμαντορία του εκεί ( Βλέπε σχετικά στο https://sitalkisking.blogspot.com/2012/06/1873.html). Στις 23 Νοεμβρίου 1874 εξελέγη Μητροπολίτης Κρήτης. Στις 6 Ιουνίου 1877 παύθηκε. Στις 9 Ιουνίου 1877 αποκαταστάθηκε για δεύτερη φορά στη Μητρόπολη Διδυμοτείχου. Στις 12 Μαΐου 1878 εξελέγη Μητροπολίτης Νικαίας. Τον Νοέμβριο του 1880 παραιτήθηκε. Στις 23 Ιανουαρίου 1886 αποκαταστάθηκε στη Μητρόπολη Νικαίας. Εκοιμήθη στην Κωνσταντινούπολη στις 8 Ιανουαρίου 1890 προσβληθείς από οξεία πνευμονία.
Ο Σωφρόνιος Γ΄ στην Κωνσταντινούπολη εργάσθηκε εντατικά σε επιτροπές περίθαλψης των χριστιανών προσφύγων του ρωσοτουρκικού πολέμου, που κατέκλυζαν την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Ρωσική κατοχή στο Διδυμότειχο
Στο Διδυμότειχο, οι Ρώσοι διόρισαν Βούλγαρο τοπικό διοικητή. Στα τέλη Μαρτίου του 1878, εκρατούντο ακόμα στην πόλη 57 Μουσουλμάνοι στρατιώτες αιχμάλωτοι, οι οποίοι κάθε μέρα υποχρεώνονταν να εργάζονται σε καταναγκαστικά έργα. Κατασκεύαζαν λιθόστρωτο δρόμο μπροστά από μια εκκλησία, η οποία δεν κατονομάζεται σε σχετικό δημοσίευμα του “Νεολόγου”. Πρόκειται μάλλον για τον εκτός κάστρου ιερό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που έσπευσαν να καταλάβουν οι Βούλγαροι και να εγκαταστήσουν Βούλγαρο ιερέα.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο ρωσικός στρατός στο Διδυμότειχο και στο Κούλελι Μπουργκάς (Πύθιο) ήταν υπό την διοίκηση του στρατηγού Νικολάι Μαντόυφελ.
Για τη ζωή στο Διδυμότειχο κατά τη διάρκεια της “Δεύτερης Ρωσίας” δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε και κυρίως στη συλλογική μνήμη έμειναν σε γενικές γραμμές οι δυσάρεστες αναμνήσεις από τη συμπεριφορά των Βουλγάρων. Αλλά και οι Ρώσοι δεν φαίνεται να είχαν καλύτερη συμπεριφορά.
Στη Βιβλιοθήκη της Βουλής υπάρχει ένα φάκελος με ενδιαφέροντα έγγραφα για τη Θράκη, κυρίως περί το 1880. Ανάμεσα στα άλλα, υπάρχει και μια αναφορά για την Παιδεία στο Διδυμότειχο και το Σουφλί. Πρόκειται για μια χειρόγραφη, πολύπτυχη, ανυπόγραφη και χωρίς ημερομηνία κατάσταση των σχολείων, με τίτλο “Επαρχία Διδυμοτείχου”‘. Είναι πρωτοκολλημένη με αριθμό 120 και χωρίς άλλα στοιχεία για τον συντάκτη και τον αποδέκτη της έκθεσης. Προφανώς όμως και αυτή, έχει υποβληθεί στην Εκπαιδευτική και Φιλανθρωπική Αδελφότητα της Κωνσταντινούπολης, που τότε βοηθούσε τα σχολεία του αλύτρωτου Ελληνισμού. Από τα κείμενα που περιλαμβάνει γίνεται σαφές πώς καταρτίσθηκε αμέσως μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο κατά τη διάρκεια του οποίου αποκαλύπτεται ότι έγιναν μεγάλες διαρπαγές των εκκλησιών, σε άμφια και ιερά σκεύη. Συγκεκριμένα σ’ αυτό το έγγραφο αναφέρεται:
“Αι εκκλησίαι εισίν πενιχραί, έχουσαι ανάγκην ιερών αμφίων σκευών, αρπαγέντων κατά τον Ρωσοτουρκικόν πόλεμον. Πατριαρχική επινεύσει αποστέλλονται όσον ούπω δύο παίδες είς εκ Διδυμοτείχου και έτερος εκ Σουφλίου δια να εκπαιδευθώσιν εις την εν Χάλκη ιερατικήν σχολήν. Μόνον εν Διδυμοτείχω οικούσιν οθωμανικαί οικογένειαι περί τας 400, αρμενικαί 30 και άλλαι τόσαι Ιουδαϊκαί”.
Οι ιερείς του Διδυμοτείχου
Ένα αξιόλογο αλλά άγνωστο γεγονός, που το γνωρίζουμε σήμερα εδώ- και μας δίνει κάποιες ελάχιστες πληροφορίες για τη Ρωσική κατοχή, είναι η επιστολή των ιερέων της πόλης με επιθετική διάψευση δημοσιεύματος της εφημερίδας “Θράκη” της Κωνσταντινούπολης.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Φαίνεται πως κατά την απουσία του Σωφρόνιου Γ΄ στην ιερά σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είχε ορισθεί ως επίτροπος του απόντος μητροπολίτη, ο μητροπολίτης της Βράτσας Νεόφυτος. Δεν γνωρίζουμε αν ήταν Έλληνας ή Βούλγαρος, σχισματικός ή πατριαρχικός.
Η Βράτσα (στα βουλγαρικά: Враца) είναι πόλη της βορειοδυτικής Βουλγαρίας. Βρίσκεται στους πρόποδες του Αίμου και είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας.
Η εφημερίδα “Θράκη” λοιπόν είχε γράψει ότι στο Διδυμότειχο γίνονται με άδεια του Νεόφυτου δύο λειτουργίες σε μια μόνο αγία τράπεζα, κάτι που δεν επιτρέπουν οι ιεροί κανόνες και ότι σε κάποια λειτουργία αντί για μνημόνευση του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ και του χωρικού μητροπολίτη, μνημονεύθηκε το όνομα του Ρώσου αυτοκράτορα Αλέξανδρου. Όλα αυτά συνέβησαν στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου, που την είχαν ζητήσει οι Ρώσοι για να γίνονται οι λειτουργίες στη ρωσική γλώσσα.
Οι ιερείς του Διδυμοτείχου έσπευσαν να στείλουν στην εφημερίδα “Ανατολικός Αστήρ” την ακόλουθη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επιστολή, που μας δίνει κάποιες ιστορικές πληροφορίες για τη Ρωσική κατοχή στο Διδυμότειχο, αλλά και τα ονόματα των ιερέων εκείνης της εποχής:
“Αξιότιμε συντάκτα του “Ανατολικού Αστέρος”
Ευαρεστηθήτε να καταχωρήσετε εν ταις στήλαις του αξιολόγου υμών φύλλου την κατωτέρω διατριβήν.
Εν τινι φύλλω της “Θράκης” της παρελθούσης Τρίτης μετά μεγίστης ημών λύπης είδομεν διασυρόμενον και κατηγορούμενον το σεβαστόν άτομο του νυν επιτροπικώς μεν, αλλά λίαν επαξίως διευθύνοντος την επαρχίαν Διδυμοτείχου αγ. Βράτσης κ. Νεοφύτου, ως δόντως δήθεν άδειαν προς επιτέλεσιν δύο λειτουργιών εν μια και τη αυτή ιερά τραπέζη και ως μνημονεύσαντος εν τινι λειτουργία αυτού το όνομα του αυτοκράτορος της Ρωσσίας Αλεξάνδρου.
Οι Ρώσοι ελθόντες εις Διδυμότειχον κατά μήνα Ιανουάριον και ζητήσαντες παρά των πολιτών εκκλησίαν τινα, όπως επιτελώσιν την λειτουργίαν αυτών ρωσιστί, έλαβον την εκκλησίαν του αγίου Αθανασίου. Προκειμένου δε να τελεσθώσιν δύο λειτουργίαι, οι μεν εντόπιοι προηγουμένως ετέλουν την λειτουργίαν αυτών εις το παρεκκλήσιον, οι δε Ρώσσοι ακολούθως επί της ιεράς τραπέζης. Ουδέποτε δε ετελέσθησαν δύο λειτουργίαι εν μία και τη αυτή ιερά τραπέζη, ως ο αναίσχυντος λιβελλογράφος έγραψεν εν τη “Θράκη”, διότι δε έτυχέ ποτε ιερουργών ο αγ. Βράτσηςνα μνημονεύση, κατόπιν του κανονικού ονόματος του πατριάρχου ή του κυριάρχου της επαρχίας και το όνομα του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου μετά της βασιλικής αυτού οικογενείας, όπως προσελκύση την εύνοιαν των Ρώσσων, επ’ ωφελεία της εκκλησίας και της πόλεως, προσέκρουσεν εις την Εκκλησίαν ή εκαινοτόμησεν; Ουχί βεβαίως, ουχί!!!
Ημείς, τον άγιον Βράτσης εκ του σύνεγγυς σπουδάσαντες και βλέποντες, αφ΄ενός μεν, την τιμιότητα και ευθύτητα του χαρακτήρος αυτού, αφ’ ετέρου δε, τον διάπυρον ζήλον, μεθ’ ού εργάζεται υπέρ των κοινωνικών πραγμάτων, διαμαρτυρόμεθα εναντίον του λιβελλογραφήματος εκείνης και διακηρρύτομεν αυτήν ως πλαστήν και προελθούσαν εξ ατομικής αντιπαθείας. Ο άγ. Βράτσης επέδειξε τίμιον και ιεροπρεπή χαρακτήρα ουχί μόνον εν Διδυμοτείχω, αλλά και εν τη επαρχία Δράμας, ήν επαξίως επί τριετίαν πνευματικώς διώκησεν. Ας ερωτήση η αγία και ιερά σύνοδος τους κατοίκους Νευροκοπίου,και ας μη δώση ακρόασιν εις ψευδείς κατηγορίας φαυλοβλίου και καταχραστού ανδρός, τολμήσαντος να εξακοντίση τοιαύτας κατηγορίας κατά του αγ. Βράτσης του επισπασαμένου δια της γλυκύτητος και της ικανότητος αυτού την γενικήν αγάπην και το σέβας των κατοίκων Διδυμότείχου.
Εν Διδυμοτείχω της 19 7βρίου 1878
Οι ιερείς της πόλεως
Πρωτόπαπας Σταυρής, παπα Αποστόλης, εφημέριοςτου αγίου Αθανασίου και του Χριστού, Παπά Ζήσης, εφημέριος του αγίου Αθανασίου, παπά Σταύρος, εφημέριος του αγίου Αθανασίου, παπά Δημητρός παπά Σταύρου, εφημέριος του Αγίου Αθανασίου και Χριστού, παπά Δημήτριος παπα Μόσχου, εφημέριος της Παναγίας, παπά Κωνσταντίνος Εμμανουήλ, εφημέριος της Παναγίας”.
Το ιστορικά υπομνήματα των Διδυμοτειχιτών
Η ρωσική κατοχή του 1878, η συμπεριφορά των Ρώσων υπέρ των Βουλγάρων, η διάψευση των ελπίδων των άλλων αλύτρωτων εθνοτήτων, έκαναν κυρίως τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουν ότι η μόνη βοήθεια στην οποία μπορούσαν να ελπίζουν θα έρχονταν από την Ελλάδα, παρά τις αδυναμίες της και την αδιάφορη στασή της όταν εξερράγη ο πόλεμος αυτός.
Οι κάτοικοι του Έβρου, με ένα συγκινητικό ζήλο, όταν επήλθε η Ρωσική κατοχή το 1878, με τα αποτελέσματά της υπέρ των Βουλγάρων, (ζήτησαν με υπογραφές των προκρίτων, να μην υπαχθούν υπό Βουλγαρική διοίκηση όταν διαπίστωσαν ότι οι Ρώσοι μετά τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, επιχείρησαν να αποκαταστήσουν τους Βουλγάρους ως επικυρίαρχους της περιοχής. Οι εκκλήσεις τους έφτασαν έως και το Συνέδριο του Βερολίνου, έστω και αν δεν είχαν άμεσα και απτά αποτελέσματα.
Η Καλλιόπη Παπαθανάση- Μουσιοπούλου έχει δημοσιεύσει έγγραφο εκπροσώπων 18 πόλεων (σ.σ. υπονοούνται το Διδυμότειχο και το Σουφλί) , χωριών και κωμοπόλεων της περιοχής Διδυμοτείχου, οι οποίοι υπογράμμιζαν:
“Ημείς οι κάτωθι υπογεγραμμένοι κάτοικοι των πόλεων, κωμοπόλεων και χωρίων της Επαρχίας Διδυμοτείχου εκδηλούμεν δια της παρούσης ημών αναφοράς, ότι καθ’ ήν περίπτωσιν η χώρα αύτη εν ή οικούμεν ήθελεν υπαχθεί εις άλλην τινα διοίκησιν, ημείς καθ’ ό Έλληνες εις ουδεμίαν άλλην διοίκησιν επιθυμούμεν να υπαχθώμεν ή την Ελληνικήν. Ο Κύριος Πρόξενος παρακαλείται όπως διαβιβάση την πάγκοινον ταύτην εθνικήν ημών αίτησιν όπου δει”.
Το έγγραφο αυτό, που έχει ως τόπο προέλευσης το Διδυμότειχο έχει ημερομηνία 10 Μαΐου 1878. Δυστυχώς η αείμνηστη Παπαθανάση δεν παραθέτει άλλα στοιχεία για το φάκελο του Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών, στον οποίο περιέχεται αυτό το έγγραφο και εγώ παρά τις έρευνές μου δεν κατόρθωσα να το εντοπίσω ώστε να έχουμε τα ονόματα των γενναίων εκείνων Διδυμοτειχιτών, οι οποίοι με απροκάλυπτη πολιτική δήλωσή τους, ζητούσαν ευθέως να γίνει η Θράκη Ελληνική από τότε.
Ωστόσο η ύπαρξη της ιστορικής αυτής αναφοράς, πιστοποιείται από άλλα δύο διπλωματικά έγγραφα, που διασώζονται στο Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών.
Το πρώτο είναι το έγγραφο της 14ης Μαΐου 1878 του Έλληνα προξένου στην Αδριανούπολη Ν. Γεννάδη προσωπικά προς τον υπουργό Εξωτερικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Με το έγγραφο αυτό όπως έλεγε, έστελνε αναφορά των κατοίκων διαφόρων χωριών της επαρχίας Διδυμοτείχου “δι ής δηλούσιν ότι Έλληνες όντες δεν στέργουν να υπαχθώσιν εις την μέλλουσαν Βουλγαρικήν ηγεμονίαν”.
Το ότι είναι η πρώτη γενναία και υποδειγματική αναφορά αυτή η συγκεκριμένη, φαίνεται από όσα γράφει στην ίδια έκθεσή του ο Γεννάδης: “Τοιαύτης φύσεως αναφοράς και εξ άλλων μερών της Θράκης ελπίζω ότι θα δυνηθώ να υποβάλω προσεχώς”.
Στον ίδιο φάκελλο του Ιστορικού Αρχείου, υπάρχει και ένα άλλο έγγραφο του Γενικού Προξενείου της Θεσσαλονίκης με ημερομηνία 25 Απρίλιου 1878, στο οποίο αναφέρεται ότι υπήρξαν αναφορές από το Διδυμότειχο και τη Βάρνα, που συντάχθηκαν από Έλληνες υπηκόους της Υψηλής Πύλης, με τις οποίες διαμαρτύρονταν “κατά πάσης μεταβολής της καταστάσεως αυτών”.
Έφυγαν οι Ρώσοι, ήρθαν οι Τούρκοι. Έφεραν τον τρόμο
Η διάψευση των ελπίδων του ελληνικού στοιχείου της Θράκης από την παρουσία των Ρώσων, υπήρξε τραγική. Όταν όμως έφυγαν οι Ρώσοι και επανήλθαν ως κυρίαρχοι οι Τούρκοι, τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν. Όπως ήταν τραγικά και πριν φτάσουν οι Ρώσοι.
Στο Πατριαρχείο είχαν φτάσει τηλεγραφήματα από τη Ραιδεστό, την Καλλίπολη, το Διδυμότειχο και από άλλες περιοχές, που μιλούσαν για καταναγκασμούς των κατοίκων από τον ηττημένο τουρκικό στρατό, πριν καν εισέλθει το νέο έτος 1878. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης διαμήνυε τα καθέκαστα στην Υψηλή Πύλη και ζητούσε να σταματήσουν οι βιαιότητες.
Πάντως από τότε που άρχισε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος το 1877, τα τουρκικά στρατοδικεία δεν έπαψαν να εκδίδουν αποφάσεις για θανατικές ποινές σε Βουλγάρους, που πολεμούσαν υπέρ των Ρώσων και συνελαμβάνοντο αιχμάλωτοι. Τον Οκτώβριο του 1877 στο Διδυμότειχο εκτελέσθηκαν με απαγχονισμό, τέσσερις Βούλγαροι που καταδικάσθηκαν ως αντάρτες, άλλοι έξι καταδικάσθηκαν και εκτελέσθηκαν στην Αδριανούπολη, πέντε στο Μουσταφά πασά (σήμερα Σβίλεγκραντ) και άλλοι σε άλλα μέρη.
Όταν έφυγαν οι Ρώσοι, το φθινόπωρο του 1878, η εφημερίδα “Θράκη” της Κωνσταντινούπολης είχε γράψει ότι “πολλά χριστιανικά χωρία κείμενα εν τη επαρχία Διδυμοτείχου και τοις πέριξ, ολοτελώς κατεστράφησαν υπό των Μουσουλμάνων, εκ δε των κατοίκων αυτών οι μεν εφονεύθησαν, οι δε υπολειφθέντες μετηνάστευσαν. Φόνοι και σφαγαί, ληστεία και ατιμώσεις, βεβηλώσεις των εκκλησιών και η έκρηξις του σφοδροτέρου δαφατισμού εισίν εις την ημερησίας διάταξιν”.
Εν τω μεταξύ υπήρξαν εξελίξεις στα εκκλησιαστικά πράγματα του Διδυμοτείχου. Όπως είπαμε ήδη ο Σωφρόνιος Γ’ στις 12 Μαΐου 1878 εξελέγη Μητροπολίτης Νικαίας. Η ιερά σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέλεξε νέο μητροπολίτη Διδυμοτείχου τον Μεθόδιο (κατά κόσμον Αρώνη) καταγόμενο από τη Σμύρνη.
Εξ αιτίας των γεγονότων αυτών ο νέος Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Μεθόδιος, που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, επέστρεψε επειγόντως στην επαρχία του. Η παρουσία του συνετέλεσε να μετριασθούν οι βιαιοπραγίες που διαπράττονταν στην επαρχία Διδυμοτείχου.
Ο Μεθόδιος Αρώνης παρέμεινε μητροπολίτης Διδυμοτείχου από το 1878 έως τις 30 Απριλίου 1893. Επέδειξε σημαντικό έργο στον τομέα της Παιδείας. Ειδικότερα στη σελίδα 411 του Κώδικα της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, των ετών 1880-1892, είναι καταχωρημένο, ότι ο Μεθόδιος «ανήγειρε εκ του μηδενός και εν μέσω απεριγράπτου απαιδευσίας τα εξής Διδακτήρια και ισάριθμα Σχολεία, όπου δεν υπήρχαν ποτέ: 1) Νέο διδακτήριο στην αυλή της Παναγίας (Διδυμότειχο) κατόπιν πυρπολήσεως του προϋπάρχοντος επί Βησσαρίωνος, 2) το διδακτήριον Τοκμάκ (Μεταξάδων) το 1880, 3) τα σχολεία και διδακτήρια του Ιμπλεδίν (Λάδης) 1880, 4) Καρλή (Χιονάδων) 1880, 5) Κιουπλή (έναντι Σουφλίου) 1881, 6) Ασβεστάδων 1883, 7) Πετράδων 1884, 8) Σαλτίκ (Λαβάρων) 1887, 9) Σκουρτοχωρίου 1888, 10) Παλιουρίου 1889».
Η ζωή στη Θράκη με κάθε κατακτητή που πέρασε από εκεί, είχε πάντα μια άγρια καθημερινότητα, για τους αλύτρωτους…