Τα «Κόλιαντα» των παιδιών…. – Τα έθιμα του δωδεκαημέρου, του Θεόφιλου Γουδουσάκη

1501
Τα «Κόλιαντα» των παιδιών….
Το υπέροχο κείμενο, του αείμνηστου Θεόφιλου Γουδουσάκη με καταγωγή από τα Βρυσικά Διδυμοτείχου μας ταξιδεύει σε εκείνα τα χρόνια…
Χριστούγεννα πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου..
Πλά τα έτ΄…….”
Στα Βρυσικά, ο Πολύκαρπος ντύθηκε χοντρά και έβαλε από πάνω κι’ένα χοντρό κοντογούνι, μια πατατούκα που είχαν στο σπίτι και το χρησιμοποιούσαν όλοι, δωρεά μέσω ΤΕΑ της Αμερικάνικης βοήθειας «ΟΥΝΤΡΑ» .
Ήταν μεγάλη γι’αυτόν, μέχρι τον αστράγαλο τον έφτανε αλλά ποιος κοίταζε τέτοια πράματα ειδικά απόψε, πήρε και τον «κόλιαντο» στο χέρι και ξεκίνησε για το σπίτι του Θεοφάνη. Απόψε θα κοιμόταν εκεί, στου Θεοφάνη, θα έλεγαν και τη γιαγιά να τους ξυπνήσει τα χαράματα για να βγούνε πρώτοι-πρώτοι, για να τραγουδήσουν τα κάλαντα στο χωριό.
«Κόλιαντα» λοιπόν απόψε και ο Πολύκαρπος με το Θεοφάνη κοιμήθηκαν νωρίς με τους “κόλιαντους” παραδίπλα τους, πάνω σε ένα σκαμνί με τα μακριά σχοινιά τους δεμένα στην αυλακιά που έκαναν στη μέση. (Ο κόλιαντος ήταν ένα κομματάκι ξύλου, κρανιάς ή κυδωνιάς, ίσα με δέκα πόντους μακρύ.
Στη μέση του έκαναν με τον σουγιά τους μια χαρακιά και εκεί έδεναν τη μια άκρη του σπάγκου ενώ την άλλη άκρη την έδεναν από την βρακοζώνα του παντελονιού τους. Το ξυλάκι αυτό, ο κόλιαντος, ήταν πελεκημένο και τετραγωνισμένο, σε όλες δε τις πλευρές του κεντούσαν με το μαχαίρι περίτεχνα σχέδια και με το γράμμα Χ (Χριστός) να δεσπόζει παντού.)
Αν είχαν ρολόι θα έδειχνε τέσσερις ξημερώματα όταν η γιαγιά τους πλησίασε στον καναπέ που κοιμόταν και τους σκούντηξε απαλά με τη ,μαγκούρα της για να ξυπνήσουν. Τα παιδιά πετάχτηκαν όρθια, έδεσαν τους κόλιαντους τους στις βρακοζώνες, φόρεσαν τα κοντογούνια τους και βγήκαν έξω. Πήραν από την αυλή και από μια τζουμάκα χοντρή για τα σκυλιά αλλά και για να στηρίζονται στα παγωμένα χιόνια και ξεχύθηκαν στους δρόμους τους χωριού σιγοτραγουδώντας τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. “Χριστούγεννα πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου,
για δέστακούστε μάθετε πως ο Χριστός γεννάται, γεννάται για να θρέφεται με μέλι και με γάλα, το μέλι το τρων οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες………” Οι νοικοκυρές αυτή τη νύχτα έμειναν ξάγρυπνες συντηρώντας τη φωτιά στο τζάκι ή στην ξυλόσομπα για να βρει ζεστασιά ο Νεογέννητος Χριστός και ψήνοντας πάνω σε μια γρανιτένια στρόγγυλη πλάκα, «το σάτσι» μικρά κουλουράκια με μια μεγάλη τρύπα στη μέση φτιαγμένα από «λειψό» ζυμάρι (άζυμο).
Αυτά τα κουλουράκια έδιναν στα παιδιά δώρο για τα κάλαντα, ήταν λίγα τα σπίτια που οι νοικοκυρές τους έδιναν καρύδια, αμύγδαλα και καμιά φορά δεκάρες ή ακόμα και εικοσάρες. Οι νοικοκυρές, εκτός από τα κουλουράκια, έφτιαχναν στο τηγάνι με λάδι, λίγο μεγαλύτερες κουλούρες τις οποίες πασπάλιζαν με ζάχαρη ή τις βουτούσαν στο μέλι. Αυτές δωρίζονταν στα παιδιά των στενών συγγενών.
Τις κουλούρες αυτές τις έλεγαν «μεγίλια».Τα μεγίλια δεν τα περνούσαν στον κόλιαντο σαν τα κουλουράκια, τα έτρωγαν ζεστά την ώρα που τους τα πρόσφεραν ενώ τα κουλουράκια δεν τρώγονταν με τίποτα,τα πήγαιναν στο σπίτι και την άλλη μέρα, παραμονή των Χριστουγέννων, τάϊζαν τις κότες για να μη ψοφούν και να γεννούν πολλά αβγά.}
Τα Κάλαντα των μεγάλων…
Από τα Βρυσικά των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1960….θυμάμαι κάποια “κάλαντα” που λέγαμε σαν έφηβοι διαφορετικά από τα παιδικά κάλαντα.. Ήταν περισσότερο “περιπαιχτικά” και σατυρικά και ελάχιστα Χριστουγεννιάτικα. Από μέρες πριν, σταμπάραμε οικογένειες με ιδιαιτερότητες και ιδίως “τσιγκούνικες” και τις βάζαμε στο σημάδι με αυτοσχέδιους στίχους μας….που τους τραγουδούσαμε στις αυλόπορτες τους ξημερώματα, χαραή πριν χτυπήσει η καμπάνα για την εκκλησιά…“Μάνα κι κόρη νακριβή, κι κόρη καλπαζάνα μέχρι να δέσει του βρακίτς τα κόλιαντα τα είπαν κι ώσπου να δέσει του ζνάρι της απόλκει κι ακκλησιά μας κι΄ ώσπου στη θύρα της να βγει κρασί να μας φιλέψει μπήτσαν κι τα Χριστούγεννα κι ήρθι Αϊ Βασίλης. Πλά τα έτ΄…….”