Πυρκαγιές: Δεν σώζονται τα δάση με μελέτες του ’65

2033
Παρέμβαση του Σπύρου Γαλατσίδα, Καθηγητής Δασικής Διαχειριστικής, στο τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ:
«Για να έχουμε μια σωστή διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων χρειαζόμαστε διαχειριστικές μελέτες. Όμως οι προδιαγραφές για τις μελέτες αυτές καταρτίστηκαν το 1965».
Γιώργος Λιάλιος

Σύγχρονες λύσεις στο πρόβλημα της εγκατάλειψής τους και της μετατροπής τους σε «πυριτιδαποθήκες», προτείνουν οι ειδικοί

Διαχείριση µε προδιαγραφές του 1965 γίνεται στα ελληνικά δασικά οικοσυστήματα. Ως αποτέλεσμα, η προσέγγιση εστιάζεται σχεδόν αποκλειστικά στην παραγωγή ξυλείας, ενώ η συνεισφορά των δασών –και οι ειδικές ανάγκες που έχουν– ως οικοσυστήματα βρίσκεται σε δεύτερη μοίρα. Οι επιστήμονες τονίζουν την ανάγκη για μια σύγχρονη, πολυλειτουργική προσέγγιση, ως απάντηση και στο πρόβλημα της εγκατάλειψης των δασών και της συνεπακόλουθης μετατροπής τους σε «πυριτιδαποθήκες».

«Ολα αυτά που βλέπουμε κάθε καλοκαίρι να συμβαίνουν οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην εγκατάλειψη των δασών», λέει ο Μάριος Τρίγκας, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Δασολογίας, Επιστημών Ξύλου και Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. «Παλαιότερα, όταν υπήρχε νέος κόσμος στα ορεινά χωριά εργαζόταν στα δάση. Παρήγαγε ξυλεία, εκμεταλλευόταν την καύσιμη ύλη, έβοσκε τα ζώα. Διαδικασίες που λειτουργούσαν αυτόματα ως μέσο προστασίας. Αυτό έπαψε σταδιακά να ισχύει, μετά τη μετακίνηση των πληθυσμών στα αστικά κέντρα. Ως αποτέλεσμα, τα δάση επεκτάθηκαν, πύκνωσαν και βέβαια διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να καούν».

Αυτό που δεν άλλαξε είναι οι προδιαγραφές για τις μελέτες που αφορούν τη διαχείριση των δασών (και εκπονούνται από τις δασικές υπηρεσίες). «Για να έχουμε μια σωστή διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων χρειαζόμαστε διαχειριστικές μελέτες. Ομως οι προδιαγραφές για τις μελέτες αυτές καταρτίστηκαν το 1965», λέει ο Σπύρος Γαλατσίδας, καθηγητής Δασικής Διαχειριστικής στο τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. «Τις προηγούμενες δεκαετίες έγιναν κάποιες προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό τους, κατατέθηκαν κάποιες προτάσεις στην πολιτεία, αλλά δεν προωθήθηκε καμιά. Οι προδιαγραφές αυτές, ακόμη και σήμερα, παραμένουν σημαντικές γιατί αυτοί που τις συνέταξαν ήταν στην κορυφή της δασικής επιστήμης εκείνη την εποχή. Ομως ήταν προσανατολισμένες μόνο στην παραγωγή ξυλείας. Η προσέγγισή μας απέναντι στη διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων έχει πλέον αλλάξει. Πλέον μιλάμε για αειφορική φροντίδα του δάσους, ώστε να λειτουργεί σαν φυσικό οικοσύστημα, να παρέχει μέσα από φυσικές διαδικασίες ό,τι προϊόντα μπορεί να παράγει και μετά εμείς να σχεδιάζουμε».

Οι σπουδές στη χώρα μας αρχίζουν σταδιακά να στρέφονται σ’ αυτή τη νέα προσέγγιση. Για παράδειγμα, το τμήμα Δασολογίας, Επιστημών Ξύλου και Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ξεκίνησε εδώ και 3 χρόνια ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα με θέμα την πολυλειτουργική διαχείριση των βασικών οικοσυστημάτων και τη βιοοικονομία. «Η δασική επιστήμη σήμερα μιλάει για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του δάσους, με την αξιοποίηση και την προστασία του να αποτελούν κομμάτια της ίδιας στρατηγικής», λέει ο πρόεδρος του τμήματος Ιωάννης Παπαδόπουλος. «Με λίγα λόγια, πώς να διαχειρίζεσαι ένα δάσος, όχι μόνο κάτω από το πρίσμα της παραγωγής των κλασικών προϊόντων (λ.χ. ξυλείας), αλλά και των υπηρεσιών του δάσους στη συγκράτηση του διοξειδίου του άνθρακα, στην προστασία της βιοποικιλότητας και των εδαφών. Αυτή τη νέα φιλοσοφία χρειαζόμαστε. Οσα θεωρούσαμε “ευαγγέλιο” τα προηγούμενα 30 χρόνια δεν είναι απαραίτητο ότι πρέπει να εξακολουθούμε να τα τηρούμε και σήμερα».

Πώς θα μπορούσε να καλλιεργηθεί αυτή η νέα προσέγγιση στη διαχείριση του δάσους, η οποία εντέλει θα οδηγήσει στην αποτελεσματικότερη προστασία τους; «Σήμερα κατά βάση εκμεταλλευόμαστε τα λεγόμενα “παραγωγικά δάση”, που βρίσκονται πάνω από 700-800 μέτρα υψόμετρο, κυρίως στην Πίνδο και τη Ροδόπη», εξηγεί ο κ. Γαλατσίδας. «Εκεί τα προβλήματα είναι λιγότερα – είναι και το υψόμετρο που “σώζει” τα πράγματα. Στη χαμηλή ζώνη, που έχουμε τις περισσότερες πυρκαγιές, το ενδιαφέρον για παραγωγή ξυλείας είναι μειωμένο λόγω των ειδών που επικρατούν. Εκεί πρέπει να βρούμε νέες καινοτόμους λύσεις, καθώς η σημερινή προσέγγιση δεν επαρκεί. Τα δασαρχεία συνεργάζονται με δασικούς συνεταιρισμούς, που ενδιαφέρονται κατά βάση για τα ξυλώδη προϊόντα και όχι για τα κλαδιά, τα κακόμορφα δέντρα, τους θάμνους, γενικά αυτό που ονομάζουμε βιομάζα. Το μεγάλο πρόβλημα για τη διαχείριση της βιομάζας είναι το σημαντικό κόστος μεταφοράς της. Πρέπει λοιπόν να δούμε σε κάθε δάσος χωριστά τι δυνατότητες υπάρχουν, μέσα από σύγχρονες διαχειριστικές μελέτες και να αναζητήσουμε καινοτόμες λύσεις. Παράλληλα πρέπει να ενισχυθεί με προσωπικό και πόρους η δασική υπηρεσία – χωρίς ισχυρές υπηρεσίες η συζήτηση δεν έχει νόημα».

Μια τέτοια διαφορετική προσέγγιση ανέπτυξαν επιστήμονες από τμήματα δασολογίας στο πλαίσιο του προγράμματος ανασυγκρότησης της Βόρειας Εύβοιας. «Αυτό που προτείναμε είναι να δημιουργηθεί μια δασική Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (ΚΟΙΝΣΕΠ) με την υποστήριξη του δασαρχείου και αν χρειάζεται των πανεπιστημίων, η οποία εκτός από την υλοτομία να αναλάβει τον καθαρισμό του δάσους από τη βιομάζα», λέει ο κ. Παπαδόπουλος. «Η τεχνολογία που προτείνουμε είναι ο θρυμματισμός και καύση της βιομάζας για την παραγωγή ενέργειας, η οποία θα αποθηκεύεται σε μεταφερόμενες μπαταρίες και θα “πωλείται” στο δίκτυο του ΔΕΔΔΗΕ. Με αυτό τον τρόπο προσπαθούμε να κάνουμε οικονομικά βιώσιμους τους καθαρισμούς δασών. Θα σας αναφέρω το εξής παράδειγμα: το 2022 ξεκίνησε το πρόγραμμα Antinero για καθαρισμούς δασών. Ο προϋπολογισμός του το 2022 ήταν 72 εκατ. ευρώ για 77.000 στρέμματα, που αντιστοιχούν στο 0,3% της συνολικής έκτασης των δασών στη χώρα μας. Αρα για να καλύψουμε το σύνολο των δασών χρειαζόμαστε 24 δισ. ευρώ ετησίως για καθαρισμούς. Τα έργα αυτά είναι καλά, αλλά είναι προφανές ότι αυτή η φιλοσοφία δεν μπορεί να έχει μέλλον».

«Πρέπει να υποστηρίξουμε τη δημιουργία νέων προϊόντων ξύλου και προϊόντων προστιθέμενης αξίας από τα δάση», εκτιμά ο κ. Τρίγκας. «Μπορούμε με την κατάλληλη επεξεργασία να δημιουργήσουμε υλικά με τις ιδιότητες του πλαστικού, υφάσματα, να παράγουμε ενέργεια. Πρέπει να αναδείξουμε ξανά τον ρόλο των προϊόντων ξύλου ως βιώσιμα, με μικρό αποτύπωμα άνθρακα και να αυξήσουμε τη χρήση τους. Υπάρχουν αρκετές τέτοιες προσπάθειες στη χώρα μας, αλλά οι περισσότερες είναι μικρής κλίμακας ή λειτουργούν πιλοτικά. Παράλληλα, να υποστηρίξουμε εφαρμογές για την προστασία και ανάδειξη της βιοποικιλότητας, να ενισχύσουμε μια πιο “φρέσκια” προσέγγιση στον δασικό τουρισμό και κάθε δράση που ενισχύει την αντίληψη της πολυλειτουργικότητας του δάσους. Χρειάζεται όμως ένας συνολικός σχεδιασμός και όχι άλλα αποσπασματικά μέτρα».