Σημαντικές αυξήσεις, ακόμα και σε εβδομαδιαία βάση δείχνουν τα στοιχεία – Πότε θα έρθει η πολυπόθητη αποκλιμάκωση
Οι τιμές συνεχίζουν να τραβάνε την… ανηφόρα στα ράφια των σούπερ μάρκετ με σημαντικές αυξήσεις να καταγράφονται ακόμα και σε εβδομαδιαία βάση, σε βασικά καταναλωτικά αγαθά.
Μπορεί ο πληθωρισμός να υποχώρησε τον Μάιο στα χαμηλότερα επίπεδα από το φθινόπωρο του 2021, καθώς το κόστος της ενέργειας έχει μειωθεί, ωστόσο οι τιμές βασικών καταναλωτικών αγαθών και κυρίως των τροφίμων έχουν πάρει «φωτιά». Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο βασικός πληθωρισμός, υποχώρησε εκ νέου και διαμορφώθηκε στο 2,8% για τον προηγούμενο μήνα σε σύγκριση με τον Μάιο του 2022, ενώ σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2023 εμφάνισε αύξηση 0,4%. Την ίδια ώρα, οι τιμές στα είδη διατροφής συνέχισαν να αυξάνονται με διψήφιο ποσοστό, το οποίο σε ετήσια βάση έφτασε στο 11,6%.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, σε ετήσια βάση οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών -και σε διψήφια ποσοστά- στα ράφια των σούπερ μάρκετ ήταν στα γαλακτοκομικά και αυγά 18%, στα έλαια και λίπη 15,8%, στα κρέατα 11,9%, στο ψωμί 11,1%, στον καφέ 13,2%, σε ζάχαρη, σοκολάτες, γλυκά 10,3%, σε μεταλλικό νερό, αναψυκτικά, χυμούς 12,9% και στα λοιπά τρόφιμα 14,2%.
Ανατιμήσεις ακόμα και σε εβδομαδιαία βάση
Την ίδια ώρα, φαίνεται πως υπήρξαν νέες σημαντικές ανατιμήσεις τον περασμένο μήνα, καθώς ανατράπηκε το σκηνικό, με αυξήσεις τιμών 1,8% σε μηνιαία βάση. Συγκεκριμένα, αν και τον περασμένο Απρίλιο καταγράφηκε μια οριακή μείωση 0,1% στις τιμές των τροφίμων σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα, τον Μάιο υπήρξε αύξηση σε βασικά είδη διατροφής με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το αλεύρι όπου οι τιμές πήραν την ανιούσα κατά 8%.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ένωσης Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας (ΕΕΚΕ), Απόστολο Ραυτόπουλο, βλέπουμε αυξήσεις σε προϊόντα εβδομάδα με την εβδομάδα. «Εχουμε αυξήσεις και στο καλάθι του νοικοκυριού και σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Μάλιστα, ξεπερνούν στο ίδιο προϊόν και στην ίδια αλυσίδα το ένα ευρώ».
Όπως σημειώνει ο ίδιος, τα παραδείγματα ανατίμησης προϊόντων σε μεγάλες αλυσίδες είναι αναρίθμητα: «Πάριζα ιδιωτικής ετικέτας την προηγούμενη εβδομάδα ήταν 3,68 ευρώ και τώρα πήγε 5,18. Μπούτια κοτόπουλα ήταν 2,95 και τώρα από 3,25 ευρω και πάνω. Η ζάχαρη ήταν 1,15 και τώρα 1,25 ευρώ. Το ψωμί του τοστ ήταν 1,29 και τώρα 1,35 ευρώ. Οι φρυγανιές ήταν 1,19 και τώρα 1,38 ευρώ.Το ηλιέλαιο ήταν 1,75 και τώρα 1,99 ευρώ και η μαργαρίνη από 0,75 πήγε 1,03 ευρώ στην εβδομάδα που διανύουμε».
Καθώς το κρίσιμο ερώτημα για το πότε θα πέσουν πραγματικά οι τιμές παραμένει αναπάντητο, ο κ. Ραυτόπουλος προσθέτει πως «υπάρχουν πολλά παραδείγματα και βλέπεις ότι αυτή είναι η πολιτική των αλυσίδων. Ο κόσμος έχει τρελαθεί, κάθε βδομάδα που πηγαίνει βλέπει διαφορετικές τιμές. Και έτσι θα πάει όλο το 2023, με μικρές ανατιμήσεις και καμία σταθεροποίηση. Το είχε πει και ο πρώην υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας σε συνέντευξή του».
Όπως φαίνεται, η διατήρηση των τιμών στα τρόφιμα σε υψηλά επίπεδα δεν είναι συνέπεια της αργής αποκλιμάκωσης, καθώς σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat προκύπτουν σημαντικές διαφορές: «Στα αυγά (στην Ελλάδα 17,8% και στην ευρωζώνη 16,4%), στο ψωμί (στην Ελλάδα 17% και στην ευρωζώνη 14,6%), στο βούτυρο (στην Ελλάδα 16% και στην ευρωζώνη 6,1%), στο Μοσχάρι (στην Ελλάδα 15,2% και στην ευρωζώνη 8,6%), στο χοιρινό (στην Ελλάδα 14,1% και στην Ευρωζώνη 10,6%) και τέλος στα φυτικά έλαια (στην Ελλάδα 14,8% και στην Ευρωζώνη 5,2%)».
Ενδεικτικά της ιδιαίτερα μεγάλης επιβάρυνσης στο πορτοφόλι των καταναλωτών είναι είναι και τα στοιχεία από ανατιμήσεις σε δημοφιλή επώνυμα προϊόντα το διάστημα Φεβρουαρίου – Ιουνίου. Ειδικότερα, το γνωστό ζαχαρούχο άλειμμα κακάο (400gr) – τον Φεβρουάριο κόστιζε 3,99 ευρώ και σήμερα 4,38 ευρώ. Φρουτοποτό Λεμονάδα 1lt τον Φεβρουάριο στοίχιζε 1,99 ευρώ και σήμερα 2,42 ευρώ, ενώ η τιμή του σνίτσελ κοτόπουλο συσκευασμένου ήταν τον Φεβρουάριο στα 9,85 ευρώ/κιλό και σήμερα φτάνει τα 14,04 ευρώ/κιλό.
Δεν «λιώνουν» οι τιμές των παγωτών
Από το κύμα της ακρίβειας δεν γλίτωσαν ούτε τα παγωτά και το δημοφιλές γλύκισμα τείνει να μετατραπεί σε προϊόν πολυτελείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ξυλάκι, το οποίο από 2 με 2,40 ευρώ πέρυσι, τώρα το βρίσκουμε στα 2,80 με 3 ευρώ. Το κυπελάκι κόστιζε 2,40 με 2,70 ευρώ και φέτος το αγοράζει κανείς από 2,50 μέχρι 3,20 ευρώ. Ο πύραυλος από 2 με 2,40 ευρώ, τώρα έχει φτάσει τα 3 ευρώ με 3,40, ενώ το οικογενειακό πέρυσι είχε 8,70 με 10 ευρώ και φέτος ξεκινάει από 13,50 και φτάνει τα 15 ευρώ.
Αντίστοιχα η ίδια εικόνα παρατηρείται και στα καταστήματα που πωλούν «χύμα» παγωτό σε μπάλες ή με το κιλό, με τους καταστηματάρχες να επισημαίνουν ότι το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί σημαντικά λόγω των ανατιμήσεων σε πρώτες ύλες και ενέργεια. Στο πλαίσιο αυτό, μία μπάλα παγωτό μπορεί να κοστίζει μέχρι και 2,5 ευρώ, όταν πέρυσι η τιμή της δεν ξεπερνούσε τα 2 ευρώ.
Κλείνει η ψαλίδα μεταξύ ιδιωτικής ετικέτας και επώνυμων προιόντων
Η «ιδιωτική ετικέτα», η οποία ως αποτέλεσμα του κύματος ακρίβειας και των συνεχών ανατιμήσεων στα βασικά είδη, έχει εδραιώσει τη θέση της στο καλάθι του σούπερ μάρκετ, δεν γλυτώνει από τις αυξήσεις και το λεγόμενο «private label» γίνεται μέρα με την ημέρα πιο ακριβό.
Χαρακτηριστικά, το πρώτο τετράμηνο του έτους η μεσοσταθμική αύξηση της τιμής των συγκεκριμένων προϊόντων άγγιξε το 16,4%, ποσοστό αύξησης υπερδιπλάσιο από αυτό των επώνυμων προϊόντων που μεσοσταθμικά κινήθηκε στο 6%. Ενα καλάθι με 60 προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που τον Δεκέμβριο του 2022 κόστιζε 150 ευρώ, στα τέλη του περασμένου Απριλίου κόστιζε 174,6 ευρώ.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να κλείνει η «ψαλίδα» μεταξύ της ιδιωτικής ετικέτας με τα επώνυμα προϊόντα, καθώς ένα καλάθι μόνο με τα πρώτα είναι πλέον 48 ευρώ φθηνότερο σε σχέση με ένα καλάθι με τα ίδια προϊόντα αλλά επώνυμα. Πέρσι η διαφορά ήταν στα 60 ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της NielsenIQ, μέσα σε ένα τετράμηνο μπήκαν στα ταμεία των σούπερ μάρκετ κοντά στα 300 εκατ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι η κατανάλωση σε επίπεδο όγκου πωλήσεων υποχώρησε 3,5%. Η αύξηση του τζίρου ωστόσο ήταν στο 9,5%.
Η ακρίβεια θα συνεχίσει να «καίει» τους καταναλωτές
Οπως επισημαίνουν και άνθρωποι του κλάδου, φαίνεται πως οι τιμές των προϊόντων θα παραμείνουν ψηλά, με την ακρίβεια να συνεχίζει να καίει τους καταναλωτές. Είναι χαρακτηριστικό ότι επτά στα δέκα στελέχη της βιομηχανίας και του λιανεμπορίου δηλώνουν ότι έχουν αποφασίσει να προχωρήσουν σε νέο γύρο αυξήσεων στις τιμές μέσα στο έτος, σύμφωνα με στοιχεία που είχε παρουσιάσει η NielsenIQ, στο πλαίσιο της εκδήλωσης Shopper Trends Event 2023.
Ειδικότερα, σε δείγμα 32 διευθυνόντων συμβούλων από επιχειρήσεις της οργανωμένης λιανικής και της βιομηχανίας, προκύπτει πως σε ποσοστό 68% απάντησαν ότι θα υπάρξουν περαιτέρω αυξήσεις τιμών εφέτος. Οι νέες ανατιμήσεις θα κινηθούν έως 5% σύμφωνα με το 35% των ερωτηθέντων, ενώ 1 στους 2 απάντησε ότι οι ανατιμήσεις θα φθάσουν έως το 10%. Υπάρχει δε και ένα μικρό ποσοστό 6% που απάντησε ότι οι αυξήσεις τιμών θα φτάσουν το 20%.
Από την πλευρά τους, αναλυτές χαρακτηρίζουν «σταγόνα στον ωκεανό» τις μειώσεις και τις καλύτερες τιμές μέσω προσφορών που ξεκίνησαν σε διάφορες κατηγορίες και αυτό γιατί πρόκειται για προϊόντα που οι τιμές τους αυξήθηκαν υπέρμετρα όλη την προηγούμενη διετία λόγω των διαδοχικών κρίσεων.
Στελέχη της αγοράς τονίζουν ότι θα πρέπει να εξαντληθούν τα ακριβά αποθέματα σε πρώτες ύλες πριν αρχίσουν να υποχωρούν οι τιμές των τελικών προϊόντων, ενώ προβλέπουν συνέχιση των ανατιμήσεων τουλάχιστον μέχρι το Φθινόπωρο.
Σε ό,τι αφορά τους λόγους που συνεχίζουμε να καταγράφουμε ανατιμήσεις, έστω και μικρότερες σε ένταση σε σύγκριση με πέρυσι, στέλεχος μεγάλης εταιρείας στη βιομηχανία χαρτικών, επισημαίνει χαρακτηριστικά πως πρόκειται για απόνερα της πανδημίας, της διατάραξης της εφοδιαστικής αλυσίδας, του πολέμου στην Ουκρανία και της ενεργειακής κρίσης.
«Πολλές επιχειρήσεις απορρόφησαν μικρό μέρος της αύξησης του κόστους παραγωγής, γιατί αν προχωρούσαν σε μετακύληση του συνόλου της αύξησης θα έχαναν μερίδια. Επιπλέον, υπάρχουν πολλά ακόμη αποθέματα πρώτων υλών τα οποία οι εταιρείες είχαν προμηθευτεί σε υψηλές τιμές και επομένως το κόστος μέχρι την εξάντλησή τους θα μετακυλίεται στην λιανική», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Πηγή: OT