Ο μπαρμπα-Ηλίας από το Θούριο (Ουρλί)
Ήτανε πολύ διαδεδομένη η παιδική εργασία την εποχή των μικρών χρόνων μου. Προπαντός τα αγόρια, λιγότερο τα κορίτσια, είχαν υποχρέωση να συνεισφέρουν στις εργασίες της οικογένειάς τους, δουλεύοντας στα χωράφια, πηγαίνοντας στη βοσκή, ξεφλουδίζοντας κοτσάνια καλαμποκιού, κουβαλώντας νερό από τη βρύση και άλλα πολλά.
Σπίτι χωρίς αγελάδες δεν υπήρχε, τα ζώα αποτελούσαν τη βάση της οικιακής οικονομίας στην επαρχία ενός απομακρυσμένου χωριού, όπως είναι το αρβανιτοχώρι Χειμώνιο Έβρου. Οι βουβάλες ήτανε λιγότερες, αλλά αρκετές για να σχηματίσουν ένα αρκετά μεγάλο κοπάδι. Όλα αυτά τα ζωντανά έπρεπε να βοσκήσουν στον κάμπο του χωριού μου που διαθέτει και χόρτο, αλλά και υγρότοπους, αυτούς που αγαπάει η βουβάλα. Δεν είναι τόσο ήσυχο ζώο όπως φαίνεται, έχει απρόβλεπτες αντιδράσεις. «Είναι αχαμνό ζώο», συνήθιζε να λέει ο μπαρμπα-Ηλίας.
Αυτός ο καλοσυνάτος άνθρωπος, που τον έχω συνδυάσει με την παιδική μου ηλικία, ερχόταν κάθε μέρα από το διπλανό Θούριο. Είχε αναλάβει τη φύλαξη των κατάμαυρων ζώων του Χειμωνίου. Όπως το χρώμα τους, έτσι ήτανε και η ζωή του μπαρμπα-Ηλία. Έρχονταν κι άλλοι τσομπάνηδες από το γκαγκαβουζοχώρι, ανάμεσα σ’ αυτούς που θυμάμαι ήτανε και ο μπαρμπα-Θανάσης με το χαρακτηριστικό σφύριγμα-κουμάντο. Αυτός βοσκούσε τα πρόβατα κάποιας οικογένειας. Οι Αρβανίτες του χωριού μου είχανε αναλάβει τον ρόλο του εργοδότη. Δεν ξέρω για ποιο λόγο ερχόταν η εργατική δύναμη από το Θούριο.
Δεν είχε ούτε ποδήλατο ούτε κάρο ούτε Datsun ο μπαρμπα-Ηλίας για τη μεταφορά του. Κάθε πρωί, πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος, ερχόταν καβάλα στον γάιδαρό του, που το ακολουθούσε και δεύτερος, δεμένος με σχοινί, γόνος του πρώτου, φαντάζομαι όλη η προίκα του φτωχού αυτού ανθρώπου.
Δε χρειαζόταν να κουμαντάρει το ζώο, ήξερε από μόνο του καλά τον δρόμο. Ένα γνωστό μονοπάτι που οδηγούσε στο μεροκάματο του πόνου. Κουνώντας τα πόδια πάνω στον γάιδαρο, ο μπαρμπα-Ηλίας φαινόταν να τα έκανε φτερά που ήθελαν να φύγουν μακριά, να πετάξουν από τη μιζέρια. Κάθε μέρα η ίδια διαδικασία. Δεν τον έβλεπα μόνο στον κάμπο του Έβρου, αλλά και στην πλατεία του χωριού μου, μια και το πατρικό μου βρίσκεται ακριβώς δίπλα. Εδώ δε μετρούσε ούτε Κυριακή ούτε αργία ούτε πανηγύρι. Τα βουβάλια δε γνωρίζουν τέτοιου είδους γιορτές, τα πεινασμένα στόματά τους ονειρεύονταν το φρέσκο χόρτο του απλωμένου κάμπου.
Και ξεκινούσε αργά-αργά η ζωοπομπή προς την ανατολή, που από τους λόφους του Μεγάλου Ζαλουφιού ξεμύτιζε ο χρυσός ήλιος. Με μια τεράστια βέργα, πιο μακριά από το μπόι του, προσπαθούσε να κουμαντάρει τα πεινασμένα ζωντανά, μέχρι να φτάσουν στα βοσκοτόπια. Που και που ακουγόταν η βέργα στις πλάτες των ζώων, ήχος που αντηχούσε στα κοντινά δέντρα και στους παρακείμενους θάμνους.
Ήξερε ακριβώς ο μπαρμπα-Ηλίας σε ποια οικογένεια ανήκε η βουβάλα και αναλόγως έκανε τις παρατηρήσεις του. «Πολύ αχαμνή, σαν την νοικοκυρά σου είσαι κι εσύ!», έλεγε, όταν κάποιο από τα ζώα που έκανε τη ζωή του δυσκολότερη. Από τα πολλά κιλά σκόνη που είχε καταπιεί στην άμοιρη ζωή του, τα βήματα του μπαρμπα-Ηλία είχανε γίνει ακόμη πιο βαριά, όχι μόνο λόγω ηλικίας και κούρασης. Αν και δεν ήτανε σε πολύ προχωρημένη ηλικία, υπολογίζω πως δεν είχε πατήσει τα εξήντα.
Την εποχή που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής διατελούσε υπουργός δημοσίων έργων, φτιάχτηκε το ανάχωμα σύμφωνα με το πρόγραμμα αντιπλημμυρικών έργων. Με τις εργασίες αυτές, προκύψανε αρκετά μεγάλες κοιλότητες που κρατούσανε πολύ νερό από τον προηγούμενο χειμώνα, όπου οι βουβάλες απολάμβαναν τη μεσημεριανή σιέστα τους. Εμείς οι μικροί κολυμβητές χαιρόμασταν με το μπάνιο, συνήθως τσιτσίδι, ανάμεσα στα βατράχια, τους ερωδιούς και τις νεροφίδες. Πώς γλίτωσα το μόριό μου μ’ όλα αυτά ένας Θεός το ξέρει. Παρεπιπτόντως, θέλω εδώ να αναφέρω πως κολύμπι έμαθα αργότερα στο τότε βαθύ, παρθένο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, υπό την επίβλεψη του ξάδερφού μου Πέτρου που ζούσε και ζει εκεί. Κουνούσα τα άκρα μου όπως κολυμπάει ένας σκύλος και με κορόιδευε. Έλεγε χαρακτηριστικά πως πρέπει να αγκαλιάζω τη θάλασσα για να με αγαπήσει. Την έκφραση αυτή θα την είχε ακούσει από κάποιον και μου την επαναλάμβανε κάθε φορά.
«Δεν σταματάν’ τα β’βάλια!», ήταν η χαρακτηριστική κουβέντα τού καλοσυνάτου μπαρμπα-Ηλία, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο την αγωνία του να μην χάσει κανένα «τέκνο» του, γιατί οι αγροφύλακες είχανε τότε δύναμη και τους χαρακτήριζε η αυστηρότητα, ο αυταρχισμός.
Εμείς οι πιτσιρικάδες τον πειράζαμε, τον ενοχλούσαμε, πάντα στο πνεύμα της παιδικής ανωριμότητας, λέγοντάς του διάφορες βλακείες. Έκανε υπομονή μέχρι ενός σημείου, αλλά όταν νευρίαζε σήκωνε την τεράστια βέργα του και μας απειλούσε μ’ αυτήν. Όταν του έλεγα κάτι που δεν του άρεσε, άλλαζε κουβέντα και έλεγε: «Καλά παπούτσια έχ’ς, απ’ του παζάρ’ τα πήρις; Ο πατέρα’ς πουλλά μάρκα έχ’!». Γνώριζε πως ο μπαμπάς μου βρισκόταν στη Γερμανία.
Εγώ που βοσκούσα τις αγελάδες μου για να βοηθήσω τον παππού μου Αναστάση, είχα την πολυτέλεια να φεύγω καμιά φορά λίγο νωρίτερα για το χωριό. Ο μπαρμπα-Ηλίας που είχε άλλη σχέση με τους εργοδότες, έπρεπε να είναι όλη μέρα στον κάμπο και δεν επιτρεπόταν η επιστροφή στο σπίτι, πριν πέσει ο ήλιος στους δυτικούς λόφους του χωριού μου. Κι όταν έπεφτε το βράδυ ερχόταν από τον κάμπο μια αδύνατη σιλουέτα που είχε τραφεί με ξεροτύρια και ξερόψωμα μαζί με τις φουσκωμένες κοιλιές των ζώων του. Εξουθενωμένος και ταλαιπωρημένος έφευγε για το χωριό του, έχοντας ένα πράγμα στο μυαλό του: να κοιμηθεί τον ύπνο του δικαίου.
Δε μπορούσα τότε να φανταστώ πως από τον παππού μπαρμπα-Ηλία θα γεννιόταν ο εγγονός, ο μεγάλος Θρακιώτης μουσικός Βαγγέλης Παπαναστασίου. Η βέργα αντικαταστάθηκε με το κλαρίνο και οι βουβάλες με τους φίλους της μουσικής. Το χτύπημα στη ράχη των ζώων με το παίξιμο του οργάνου για να φτάνει η μουσική στ’ αυτιά των ανθρώπων.
Όμως, υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ τους: η υπομονή και η επιμονή στο αντικείμενο!
Τάσος Δαλακίδης