Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης: Πολεμώντας στον Έβρο. Η σκληρή εμπειρία του 557 Τάγματος Πεζικού

670

Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

Η συμμετοχή σε πόλεμο αποτελεί πάντα μια οδυνηρή εμπειρία και στους νικητές και ακόμα περισσότερο στους ηττημένους. Σε όσους δηλαδή ως άτομα πήραν μέρος σε μάχες ως στρατιώτες και αξιωματικοί. Η χώρα μας δοκιμάστηκε σε όλη την ιστορική διαδρομή της από ποικίλους πολέμους είτε με επιτιθέμενους ξένους, είτε από εμφύλιους σπαραγμούς.

Η Ιστορία έχει εκφέρει τα συμπεράσματά της και η κοινή γνώμη έχει καταλογίσει ευθύνες. Συνήθως όλοι, με γενικεύσεις προβάλλουμε τη γνώμη μας, ή τις συμπάθειές μας, αλλά παραβλέπουμε επιμέρους γεγονότα, άγνωστες πτυχές, μικρές λεπτομέρειες, που όμως δεν πρέπει να ξεχαστούν. Και δεν πρέπει να ξεχαστούν γεγονότα και λεπτομέρειες που συνέβησαν κάποτε στον μικρόκοσμό μας ή στο γεωγραφικό περίγυρό μας.

        Μια από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες που ταλάνισε τη χώρα μας, ήταν ο εμφύλιος της δεκαετίας του 1940, σε συνδυασμό και με την τριπλή κατοχή της από το 1941 έως το 1944.

        Θέλοντας λοιπόν να περιγράψω γεγονότα του δικού μου περίγυρου, θα προσπαθήσω να αφηγηθώ πράγματα που συνέβησαν στην περιοχή της γενέτειράς μου, δηλαδή του Διδυμοτείχου. Θα χρησιμοποιήσω ενδεικτικά τη δράση του 557 Τάγματος Πεζικού, το οποίο για μεγάλο χρονικό διάστημα έδρασε στην περιοχή αυτή στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας του κράτους να εξουδετερώσει την ανταρσία στα κρίσιμα χρόνια 1946-1949.

Από τα Δεκεμβριανά της Αθήνας στον Έβρο

               Το 557 Τάγμα Πεζικού ήταν το πρώην 141 Τάγμα Εθνοφυλακής, που είχε συγκροτηθεί στην Αθήνα. Πήρε ενεργό μέρος στα Δεκεμβριανά της  Αθήνας το 1944, συμμετέχοντας σε πολλές μάχες. Στις 15 Μαΐου 1945, όταν πλέον άρχισε η ανασυγκρότηση του εθνικού στρατού μετά τη λαίλαπα της Κατοχής μετονομάσθηκε σε 557 Τάγμα Πεζικού.

Το Τάγμα αυτό  στο τέλος του Νοεμβρίου 1946, όταν μέρα με τη μέρα φούντωνε ο Εμφύλιος Πόλεμος, βρέθηκε στην περιοχή Γιαννιτσών και Αρδέας και οι λόχοι του κινούνταν από το Λαγκαδά έως την  Έδεσσα. Στις 4 Δεκεμβρίου είχε συγκεντρωθεί στη Θεσσαλονίκη απ’ όπου διατάχθηκε να μεταφερθεί στο Διδυμότειχο. Την επομένη ολόκληρο το τάγμα με όλα τα υλικά του, επιβιβάσθηκε σε έκτακτη αμαξοστοιχία και ξεκίνησε για Διδυμότειχο.

Το πρώτο βράδυ της μετακίνησης, οι φαντάροι και οι αξιωματικοί διανυκτέρευσαν στη Δράμα. Συνέχισαν στις 6 Δεκεμβρίου και έφτασαν στην Αλεξανδρούπολη, όπου βρίσκονταν ο διοικητής της VII Μεραρχίας Αλέξανδρος Ασημακόπουλος, ο οποίος μίλησε σε αξιωματικούς και οπλίτες (σ.σ. Ο υποστράτηγος Ασημακόπουλος βρήκε το θάνατο από νάρκη έξω από το χωριό Φυλακτό Σουφλίου στις 13 Μαρτίου 1948).

 

*Ο σιδηροδρομικός σταθμός Διδυμοτείχου

Την άλλη μέρα συνεχίσθηκε το ταξίδι του τάγματος στο Διδυμότειχο, όπου έφθασε  στη 1 το μεσημέρι. Αμέσως αποβιβάσθηκαν οι άνδρες και ξεφορτώθηκαν τα υλικά.  Ένας από τους λόχους μεταφέρθηκε και εγκαταστάθηκε στην Εβραϊκή Συναγωγή (σ.σ. το κτίριό της δεν υπάρχει σήμερα, έχει κατεδαφισθεί). Δεν πρόλαβαν να ανασάνουν οι στρατιώτες και στις 3.30 μ.μ. ήρθε νέα διαταγή. Με αυτοκίνητα μεταφέρθηκαν στο χωριό Λάδη 24 χιλμ. προς τα δυτικά και από εκεί πεζοπορώντας έφτασαν στο χωριό Μεταξάδες, στις 6 το απόγευμα και εγκαταστάθηκαν στο σχολείου του χωριού.

 

Εκεί τους περίμενε μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη. Είχε προηγηθεί επίθεση των  ανταρτών, οι οποίοι κατόρθωσαν να σκοτώσουν τον ανθυπασπιστή Χωροφυλακής Χρήστο Ζήκο και ένα χωροφύλακα. Τα πτώματά τους ήταν πεταμένα στην πλατεία του χωριού. Η απόλυτη φρίκη…

Η επίθεση των ανταρτών κατά την αφήγηση του Βαγγέλη Κασάπη ή καπετάν Κρίτωνα στο βιβλίο του «Ο Εμφύλιος στον Έβρο»,  έγινε στις 6 Δεκεμβρίου. Η επίθεση έγινε κατά του σταθμού της Χωροφυλακής. Η μάχη κράτησε τρεις ώρες. Αιχμαλωτίσθηκαν 22 στρατιώτες και 3 χωροφύλακες. Ο Ζήκος, απηνής διώκτης των κομμουνιστών, χαρακτηρίσθηκε τρομοκράτης από τους αντάρτες και εκτελέσθηκε δημόσια στην πλατεία των Μεταξάδων. Οι αντάρτες πήραν- κατά τον Κρίτωνα-  ως λάφυρα ένα οπλοπολυβόλο, τα τουφέκια των αιχμαλωτισθέντων και 46 βοϊδάμαξα με ρουχισμό και τρόφιμα, ανάμεσα στα οποία και 2.000 οκάδες γλυκόζης από τη βοήθεια της ΟΥΝΡΑ.

Στις 8 Δεκεμβρίου διατάχθηκε ένας λόχος να εξερευνήσει την περιοχή των ελληνικών φυλακίων κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Κατά τη διάρκεια της εξερεύνησης οι φαντάροι του Β΄ λόχου που εκινούντο στην κατεύθυνση Μεταξάδες- Βουλγάρας Χωράφι- Σκάλα- Μικρό Δέρειο, συνέλαβαν ένα σύνδεσμο των ανταρτών από το χωριό Αλεποχώρι.

 Γύρω στο μεσημέρι και ενώ ο Γ΄ λόχος πήγαινε προς το φυλάκιο 51, ακούστηκαν πυρά αυτομάτων όπλων και μυδραλίων από την πλευρά των ανταρτών. Ακολούθησε συμπλοκή από τις 12 το μεσημέρι ως τις 6 το απόγευμα και οι στρατιώτες κατέλαβαν το ύψωμα Σκάλα, όπου εγκαταστάθηκαν αμυντικά. Εκεί παρέμειναν όλη τη νύχτα. Στο ύψωμα αυτό ανακάλυψαν και ομαδικό τάφο ανταρτών. Στη συμπλοκή που έγινε, έχασε τη ζωή του ο διοικητής του 1ου λόχου λοχαγός Ανδρικάκης και συνελήφθη αιχμάλωτος ένας στρατιώτης του λόχου Διοικήσεως. Από τους αντάρτες έχασαν τη ζωή τους 20. Υπήρχαν και αρκετοί τραυματίες, που όμως μπόρεσαν να τους παραλάβουν μαζί τους οι αντάρτες, όταν υποχώρησαν.

Και για τη μάχη αυτή οι δύο πλευρές δίνουν διαφορετικά στοιχεία. Ο Βαγγέλης Κασάπης ή Κρίτων ισχυρίζεται ότι αιχμαλωτίσθηκαν 47 στρατιώτες, ενώ σκοτώθηκαν 8 καθώς και 3 αξιωματικοί (ένας λοχαγός και δύο ανθυπολοχαγοί). Οι αντάρτες πήραν λάφυρα 7 μεταγωγικά μουλάρια, ένα ομαδικό όλμο με 20 βλήματα, 30.000 φυσίγγια και τον ατομικό οπλισμό των αιχμαλωτισθέντων, αλλά και των νεκρών στρατιωτών. Οι αντάρτες είχαν 3 νεκρούς και 5 ελαφρά τραυματίες.

Ο καιρός, δεν ήταν σύμμαχος ούτε των στρατιωτών ούτε των ανταρτών. Από το απόγευμα έως το ξημέρωμα έβρεχε συνεχώς και είχε πολύ κρύο. Παντού επικρατούσε βαθύ σκοτάδι.

Οι στρατιώτες ήταν κατάκοποι από τις κοπιαστικές πορείες, νηστικοί λόγω της έκτακτης κίνησης, διψασμένοι και όλοι τη νύχτα υπέφεραν ταμπουρωμένοι στη Σκάλα. Οι αξιωματικοί με κόπο, προσπαθούσαν να τους κρατήσουν ξυπνητούς, περιμένοντας ενδεχόμενη επίθεση.

Έτσι, ξημέρωσε η 9η Δεκεμβρίου και ολόκληρο το τάγμα κινήθηκε προς το Μικρό Δέρειο, χωρίς να συναντήσει καμιά αντίσταση. Εκεί παρέμειναν οι οπλίτες και στις 10 Δεκεμβρίου για ανάπαυση, συντήρηση του οπλισμού και κυρίως για να στεγνώσουν τα ρούχα και τα άρβυλά τους.

Κατάκοποι όμως ήταν και οι αντάρτες λόγω των συνεχών συγκρούσεων. Έτσι κατά τον Κρίτωνα, απέφυγαν κάθε επαφή με το στρατό και κατέφυγαν στο χωριό Γιαννούλη Σουφλίου, απ’ όπου μετά από δύο μέρες έφυγαν για τη Λυκόφη και εν συνεχεία προς το χωριό Τριφύλλι. Ορισμένοι αντάρτες αντί να ακολουθήσουν τους άλλους και να πιάσουν θέσεις στα πέριξ υψώματα, μπήκαν μέσα σε σπίτια των χωρικών και έβγαλαν τα ποδοπάνια των τσαρουχιών τους για να τα στεγνώσουν. Εκεί όμως είχε καταυλισθεί και ένα απόσπασμα του στρατού, άλλου τάγματος. Ακολούθησε συμπλοκή. Εννέα αντάρτες αιχμάλωτοι και τρείς νεκροί.

 

*Σύλληψη αντάρτη από το στρατό, σε κάποιο μέτωπο

Στις 11 του μηνός ξεκίνησαν για επιστροφή στο Διδυμότειχο. Αρχικά περπάτησαν έως το χωριό Πρωτοκκλήσι και από εκεί συνέχισαν με αυτοκίνητα. Μια από τις επιτυχίες του 557 Τάγματος Πεζικού είναι ότι κατόρθωσε να σχηματίσει δίκτυο πληροφοριών στα χωριά για να έχει ενημέρωση για τις κινήσεις των ανταρτών. Τα βασικό συμπέρασμα ήταν ότι το κύριο σώμα τω ανταρτών βρίσκονταν στην περιοχή των φυλακίων των ελληνοβουλγαρικών συνόρων και από εκεί κατέρχονταν στο χωριά Αβδέλα, Μεταξάδες, Παλιούρι, Γιατράδες, Σαύρα, Βρυσικά, Κυανή κλπ. είτε για στρατολόγηση νέων είτε για τροφοδοσία από τα σπίτια των χωρικών.

Κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου 1947, οι αντάρτες κατόρθωσαν να κάψουν το σταθμό Χωροφυλακής Βρυσικών και να στρατολογήσουν 40 νέους του χωριού. Οι συνθήκες όμως του ανταρτοπολέμου ήταν εξελισσόμενες και απρόβλεπτες. Πέντε μέρες αργότερα στις 16 Δεκεμβρίου μια επίθεση ανταρτών πραγματοποιήθηκε στο χωριό Λάβαρα που το υπεράσπιζαν χωροφύλακες. Ο 3ος λόχος διατάχθηκε να μεταβεί αμέσως εκεί για να ενισχύσει τους αμυνόμενους χωροφύλακες. Η επίθεση δεν ήταν μεγάλη και οι λίγοι αντάρτες διαλύθηκαν. Ο λόχος επέστρεψε στο Διδυμότειχο.

Παρά τους ισχυρισμούς του Κρίτωνα και τις επιτυχίες που είχαν οι αντάρτες  στις μάχες της Κυριακής, του Κορύμβου και των Μεταξάδων, είχαν σημειωθεί προβλήματα διοίκησης των ανταρτικών ομάδων.

Δεν πρόλαβαν τη μάχη της Κυριακής

Λίγες ήταν οι μέρες της ανάπαυσης των αντιμαχομένων, που συνέπεσαν με τις γιορτές των Χριστουγέννων.  Όμως ξημερώνοντας του Αη Γιαννιού του 1947 πλέον, το χωριό Κυριακή, δυτικά του Σουφλίου υφίστατο μεγάλη και συντονισμένη επίθεση ανταρτών. Την Κυριακή υπεράσπιζε μια διλοχία του 552 Τάγματος Πεζικού.

Πρωί- πρωί ο 1ος και ο 3ος λόχος παίρνουν εντολή να κινηθούν προς την Κυριακή, υπό τον ταγματάρχη Αλέξανδρο Παπαζώη. Με τρένο οι στρατιώτες από το Διδυμότειχο φτάνουν στη Μάνδρα και στη συνέχεια οδικώς κατευθύνονται προς το Πρωτοκκλήσι.  Εκεί συναντούν μια διμοιρία του 552 Τάγματος Πεζικού που έσπευδε και αυτή προς την Κυριακή, αλλά δεν μπόρεσε να φτάσει γιατί έπεσε σε ενέδρα ανταρτών στη λεγόμενη Στενωπό της Κυριακής και αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο Πρωτοκκλήσι, σχεδόν διαλυμένη.  Εν τω μεταξύ βράδιασε και το χιόνι που έπεφτε ασταμάτητα έφτασε τα 40 εκ. Στις 8 Ιανουαρίου άρχισαν να κινούνται οι στρατιώτες και κατέλαβαν τα υψώματα νότια της Στενωπού, από όπου παρατήρησαν αντάρτες να φεύγουν βορειότερα και άλλα άτομα με πολιτικά να κατευθύνονται προς το Πρωτοκκλήσι. Συνδέθηκαν με ασύρματο, από όπου πληροφορήθηκαν ότι η διλοχία που υπεράσπιζε την Κυριακή είχε καταστραφεί και είχε αιχμαλωτισθεί.

Μετά από αυτή την οδυνηρή πληροφορία, επέστρεψαν όλοι στο Πρωτοκκλήσι, όπου διανυκτέρευσαν.

Τι είχε συμβεί στην Κυριακή;

Οι δυνάμεις του στρατού υπέστησαν δεινή ήττα. ΟΙ επιτιθέμενοι αντάρτες μετά από μάχη εννέα ωρών κατέλαβαν το χωριό  Κυριακή και αιχμαλώτισαν τη διλοχία που το υπεράσπιζε (σ.σ. Λεπτομέρειες για την κατάληψη της Κυριακής βλέπετε στη θέση  https://sitalkisking.blogspot.com/2014/01/1947_11.html).

Ο Βαγγέλης Κασάπης ή Κρίτων, που είχε ηγηθεί της επίθεσης, στο βιβλίο του «Ο Εμφύλιος στον Έβρο» αναφέρει ότι σκοτώθηκαν 10 αντάρτες, και 23 τραυματίσθηκαν. Από  αυτούς οι τέσσερις βαριά.

 

       Για τις κυβερνητικές δυνάμεις γράφει, ότι υπήρξαν τέσσερις αξιωματικοί και 16 στρατιώτες νεκροί και 32 τραυματίες, από τους οποίους οι 6 βαριά. Μεταξύ των τραυματιών ήταν και ο ταγματάρχης Γεώργιος Ραΐσης και οι επιζήσαντες αξιωματικοί, πλην του λοχαγού Σουφλή, που δεν έπαθε τίποτα.

Οι εφημερίδες έγραψαν ότι, νεκροί ήταν εκτός του λοχαγού Βίμπλη, ο υπολοχαγός Φυλιρίδης οι ανθυπολοχαγοί Πρωτοσύγκελος και Δραγουμάνος.  Στους τραυματίες περιλαμβάνεται και ο ανθυπολοχαγός Ζερβάκης.

        Άπρακτοι επέστρεψαν στο Πρωτοκλήσσι, όπου έφτασαν επίσης και οι στρατιώτες της ηττημένης διλοχίας της Κυριακής, που οι αντάρτες τους άφησαν ελεύθερους. Βέβαια η Κυριακή ανακαταλήφθηκε από το στρατό, πολύ γρήγορα.

        ΟΙ στρατιώτες του 557 Τάγματος Πεζικού επέστρεψαν στο Διδυμότειχο στις 11 Ιανουαρίου 1947. Τις επόμενες μέρες κινήθηκαν προς τα χωριά Μάνη και Λάδη. Στις 24 Ιανουαρίου επέστρεψαν στη Μάνη και εγκαταστάθηκαν στο σχολείο του χωριού, όπου ειδοποιήθηκαν ότι θα τους επιθεωρήσει ο Άγγλος στρατηγός Ρόλινγκς. Πράγματι η επιθεώρηση έγινε την επομένη στο χωριό Μάνη. Ο Ρόλινγκς έμεινε ικανοποιημένος. Την άλλη μέρα το Τάγμα μετακινήθηκε και εγκαταστάθηκε στο κοντινό χωριό Ελαφοχώρι. Στο Διδυμότειχο επέστρεψε στις 7 Φεβρουαρίου.

        Την νύχτα της 2ας  προ 3η Μαρτίου 1947 οι αντάρτες απήγαγαν από το χωριό  Κουφόβουνο 28 νέους και δύο γυναίκες.

        Οι καιροί όμως ήταν δύσκολοι. Οι αντάρτες πραγματοποιούσαν συνεχείς επιθέσεις στα χωριά, τόσο για βίαιη στρατολόγηση ανδρών, όσο και για τροφοδοσία και πληροφορίες. Έτσι το 557 Τάγμα, που εξετάζουμε, κινήθηκε κατά διαστήματα, προς Σκουρτοχώρι, Χιονάδες, Λαγό, Ποιμενικό, Μάνη, Καρωτή  και Θυρέα.

Εκείνες τις μέρες επικρατούσε σε όλη την περιοχή δριμύτατο κρύο και οι χωματόδρομοι όλοι ήταν γεμάτοι λάσπες, στις οποίες βούλιαζαν οι βαρυφορτωμένοι φαντάροι. Η επιστροφή στο Διδυμότειχο με αυτοκίνητα έγινε στις 21 Φεβρουαρίου.

        Αργότερα το Μάιο του 1947 η έδρα του 557 Τάγματος, από το Διδυμότειχο μεταφέρθηκε στους Μεταξάδες, εγγύς στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Εκεί απέκοψαν τις επικοινωνίες των ανταρτών από τις περιοχές Μικρού Δερείου προς την κοιλάδα του Ερυθροποτάμου.

Τα γεγονότα δεν έπαψαν να είναι πυκνά, Στις 7 Μαΐου δύναμη 200 ανταρτών υπό τον καπετάν Ανανία μπήκαν αιφνιδιαστικά στο χωριό Δελήτιο (σήμερα Ευγενικό) και αφαίρεσαν τρόφιμα τα οποία μετέφεραν με αραμπάδες στα λημέρια τους στη θέση Ιμαμλάρ δια του δρομολογίου Δελήτιο- Σαύρα, νότια των Γιατράδων και νότια της τοποθεσίας Γελαδάρα. Τους καταδίωξε λόχος του 557 Τάγματος. Έξω από το Μικρό Δέρειο διεξήχθη δίωρη μάχη με την οπισθοφυλακή των ανταρτών, που διακόπηκε λόγω θύελλας που έπληξε την περιοχή. Οι αντάρτες μπόρεσαν να φτάσουν στο απρόσιτο Ιμαμλάρ. Η δύναμη του στρατού διανυκτέρευσε τελικά στον Κόρυμβο.

Τελικά την 1η Ιουνίου το τάγμα οργάνωσε επίθεση εναντίον του Ιμαμλάρ. Προηγήθηκε προπαρασκευή Πυροβολικού κατά των οχυρών θέσεων των ανταρτών οι οποίοι αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την τοποθεσία αυτή. Όχι όμως για πολύ. Το Ιμαμλάρ ήταν κατάλληλο για λημέρια αλλά και για διαφυγή εάν επανήρχετο ο στρατός. ΟΙ χαράδρες του πρόσφεραν καλά καταφύγια στους αντάρτες που γνώριζαν καλά το έδαφος εκεί.  Τις επόμενες μέρες ακολούθησαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις προς το Αλεποχώρι, τους Μεταξάδες, και σε άλλα υψώματα της περιοχής αντιμετωπίζοντας συνεχείς ενέδρες των ανταρτών. Έτσι κύλησε εκείνο το καλοκαίρι, με συνεχή κίνηση, ενέδρες και επιθέσεις.

Το Σεπτέμβριο το 557 Τάγμα Πεζικού ασχολήθηκε με εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις περιοχές Διδυμοτείχου- Ορεστιάδας.

Τον Οκτώβριο έγινε νέα προσπάθεια να εξοντωθεί το Αρχηγείο Έβρου των ανταρτών στο Ιμαμλάρ και το 2ο Τάγμα τους . Η Ταξιαρχία του στρατού διέταξε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με την ονομασία «Όρβηλος» με αιφνιδιαστικές επιθέσεις, που έγιναν τις νυχτερινές ώρες.

Το 557 Τάγμα εξόρμησε τα ξημερώματα της 4ης Οκτωβρίου 1947, παρά τις βολές βαρέος Πυροβολικού τω  ανταρτών, που έριξε περί τα 40 βλήματα. Οι στρατιώτες αντιμετώπισαν πυρά 6 έως 8 μυδραλίων, αλλά πίεσαν τους αντάρτες που άρχισαν να συμπτύσσονται και να μεταφέρουν τους τραυματίες τους στο Βουλγαρικό έδαφος, αφήνοντας όπλα στο πεδίο της μάχης (αυτόματες αραβίδες, βουλγαρικές χειροβομβίδες κατασκευής 1945, γερμανικές οπλοβομβίδες κ.λπ. Την μέρα εκείνη τα τμήματα του στρατού (γιατί συμμετείχαν και άλλα Τάγματα) υποστήριξε το Πυροβολικό και η Πολεμική Αεροπορία.

Τις απογευματινές ώρες σταθεροποιήθηκε η κατάσταση με την κατάληψη του Ιμαμλάρ. Εκεί έφτασε ο διοικητής της Ταξιαρχίας, που έδωσε τις δέουσες διαταγές. Οι αντάρτες είχαν 15 νεκρούς και ανεξακρίβωτο αριθμό τραυματιών.,

Οι μέρες κυλούσαν εφιαλτικά. Χειμώνας… βροχές… κρύο… λάσπη… Και οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο νομό Έβρου συνεχίζονταν ασταμάτητες. Το τέλος αυτού του άχρηστου πολέμου αργούσε να έρθει.

Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

ΠΗΓΕΣ

*Αρχεία Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού.

*Βαγγέλη Κασάπη “Ο Εμφύλιος στον Έβρο, 1946-1949” έκδοση 1999. 

ΠΗΓΗ: https://sitalkisking.blogspot.com/2021/02/557.html?fbclid=IwAR1FXuWIoPajzhIKam-K6lgQfyjAG4MCdn28G9bSrq9hQSuUN0MZQBQ1MWk