Η ζωή στο χωριό: Ο Λάμπος κι το ”μπουρί του”

1350

Ο Λάμπος κι το ”μπουρί του”

Γράφει ο Θεόφιλος Γουδουσάκης

Ο Λάμπος άργησε να παντρευτεί, είχε περάσει τα τριάντα όταν μια θεία του τον προξένηψε και τον πάντρεψε με μια ομορφούλα αλλά “χουλούζα” κοπέλα. Ύστερα από ένα χρόνο η γυναίκα του έμεινε έγκυος. Όταν φούσκωσε η κοιλιά της και “μπιλιέντσι” ότι είναι γκαστρωμένη, ο Λάμπος πήγαινε στο καφενείο και με φουσκωμένα τα στήθη του από περηφάνια διαλαλούσε ότι θα κάνει γιο.

Από το λέγε λέγε του οι χωριανοί τον πήραν στο ψιλό και όλο τον ρωτούσαν:

“Λάμπου τι θα γιννήσει η γναίκα σου;” και αυτός απαντούσε με ικανοποίηση:

 

Σιρκό ρε χαμένδις, μι τέτοιο μπουρί που έχου κι τβάτηψα πιδούδι θα γιννήσι.

 

Το πράμα πήρε έκταση και όπου τον συναντούσαν η ίδια ερώτηση:

 

“Λάμπου τι θα φκιάσι γναίκας; Κι η απάντηση του Λάμπου πάντα η ίδια.

 

“Μι τέτοιο μπουρί που έχου σιρκό θα γιννήσι.

 

Ήρθε η μέρα και έσπασαν τα νερά της Λάμπαινας, φώναξαν τη μπάμπω να τη βοηθήσει να γεννήσει και ύστερα από λίγη ώρα βγήκε η μαμή από το δωμάτιο της λεχώνας κρατώντας στα χέρια της τον διάδοχο του Λάμπου, ένα αγοράκι που όμως ήταν μαύρο σαν κατράμι, είχε χρώμα κατσφέλκου, με πολλά κατάμαυρα μαλλιά ενώ ο Λάμπος ήταν ασπριδερός.

 

Τον πλησίασε η μπάμπω και δείχνοντας το νεογέννητο του λέει:

“ Λάμπου πρέπει κάπου κάπου να τνιάϊζ του μπουρίσς, να τώρα απού την πουλλή την καπνιά που έπιασι του πιδούδ βγήκι μαύρου.”