Η ιστορία του “τούβλινου” σχολείου στο Διδυμότειχο

2061

Κείμενο : του Ευστρατίου Τσιρταβή

Όποιο παιδί κι αν ρωτούσες την εποχή εκείνη γύρω στα 1930, είτε από τον Καλέ ήταν, είτε από την Πυροστιά αλλά και από το μακρινό συνοικισμό “σε ποιο σχολειό πας;” θα σου απαντούσε: “Στο τούβλινο”.

Και πραγματικά αυτή την εικόνα έδινε καθώς είχε μείνει ασοβάτιστο από τότε που κτίστηκε στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα μας. Κτισμένο σ’ ένα πλάτωμα, στη ρίζα του Κάστρου, δέσποζε με τον επιβλητικό όγκο του και κυριαρχούσε μεγαλόπρεπα μπρος στα χαμηλόσπιτα του καιρού εκείνου. Τετράπλευρο, με νεοκλασική πρόσοψη και τεράστια κεραμιδένια στέγη, που ήταν κατάσπαρτη από μεγάλες ορθογώνιες καμινάδες, ξεχώριζε και φάνταζε από πολύ μακριά. Μόνιμες οι φωλιές των πελαργών.

Τα θεμέλια του πέτρινα ως ένα μέτρο πάνω από τη γη και από κει και πέρα από το σενάζι, που λένε, ξεκινούσαν οι πανύψηλοι τοίχοι του όλο τούβλο κόκκινο, καλοψημένο κι όμορφα αραδιασμένο με ασβέστη ως τη στέγη, κάνοντας εκεί στη μαρκίζα ένα καλλιτεχνικώτατο σκαλωτό σχέδιο. Η είσοδος του ήταν μεγαλοπρεπή, με αρκετά τότε πέτρινα σκαλιά, που σε οδηγούσε σε μια τεράστια σάλα με ξύλινο πάτωμα, ενώ γύρω – γύρω ήταν οι “τάξεις” και τα γραφεία.

Στο δεύτερο πάτωμα ανέβαινες από μια δίδυμη ξύλινη σκάλα στερεωμένη στους απέναντι τοίχους, που στο κεφαλόσκαλο ενώνονταν στη μέση σε μια, που σ’ έβγαζε στο πάνω πάτωμα, όμοιο και απαράλλαχτο με το κάτω. Για τα παιδιά φόβος και τρόμος ήταν το τεράστιο ημιυπόγειο του σχολείου, όπου στοιβάζονταν ότι άχρηστο υπήρχε και τα καυσόξυλα της χρονιάς.

Το πάνω πάτωμα στέγαζε το πρώτο σχολείο με διευθυντή τον Νίκο Βαφειάδη, που ήταν και Άρχων Πρωτοψάλτης στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Αθανασίου και στο κάτω το δεύτερο σχολείο με διευθυντή τον Κωνσταντίνο Ποντίδη που σαν συνταξιούχος έγινε και Βουλευτής και η πόλη τον τίμησε μ’ ένα δρόμο.

Τότε τα σχολεία τα ξεχώριζαν με το όνομα του Διευθυντή τους και εδώ είχαμε δύο ανθρώπους διαμετρικά αντίθετους σε παρουσιαστικό και δράση. Κοντός με κολάρο και τζογαδούρα παντελόνι ο Βαφειάδης, ολιγομίλητος και εξαιρετικά αυστηρός, ενώ ο Ποντίδης ήταν ψηλός, πληθωρικός, αεικίνητος και δραστήριος όσο γίνεται. Για να επιβάλλει την τάξη και τη σιωπή στην πρωινή προσευχή, εκεί που μαζευόταν όλο το σχολείο, έφτανε να βάλει τον αντίχειρα με το δείκτη σε σχήμα “όμικρον” στο στόμα του και να σφυρίξει. Σταματούσαν τα πάντα και όλοι κρέμονταν από τα χείλη του.

Η άσχημη πλευρά της εποχής εκείνης για τα παιδιά ήταν πως τα σχολεία λειτουργούσαν πρωί και απόγευμα. Σκέτη ταλαιπωρία για δασκάλους και μαθητές με τις μεγάλες αποστάσεις από τους συνοικισμούς και με τις βαρυχειμωνιές και το μπόλικο χιόνι, που έπεφτε για πολλές μέρες. Έτσι πολλά παιδιά το χειμώνα έπαιρναν το προσφάγι τους για να φάνε το μεσημεριανό τους και να γλυτώσουν το πάνε – έλα. Τότες οι σάλες και των δυο σχολείων μετατρέπονταν σε γήπεδα. Φωνές, τρεχάματα μέχρι και παλαίστρες με κατάληξη τη δίψα που ήταν το μεγάλο πρόβλημα, γιατί τρεχούμενο νερό τότε δεν υπήρχε. Η πόλη υδρευόταν από το ποτάμι ή με τους σακάδες (βαρελάκια) που μετέφεραν με τα γαϊδουράκια οι γύφτοι. Μεγάλη υπόθεση ήταν να ‘χεις ένα φίλο που έμεινε εκεί κοντά για να ξεδιψάσεις. Με τις ώρες τον ψήναμε για να μας δώσει ένα ποτηράκι νερό. Όσο για τα καλοκαιρινά απογεύματα το πράγμα ήταν μαρτυρικό, γιατί μετά το φαγί τα παιδιά ξεκινούσαν για το σχολείο και επόμενο ήταν στο διάλειμμα να τα ψήνει η κάψα της δίψας.

Με συγκίνηση θυμάμαι το σπίτι του Τσαγγίδη, όπου τα μεγάλα πιθάρια του κάτω από τη σκάλα μας πρόσφεραν δροσερό νεράκι, όπως και το σπίτι του Τάκη Σγουρίδη, που ήταν από την άλλη μεριά του σχολείου. Πιο κάτω ήταν το σπίτι του Δημάρχου Ζαπάρτα αλλά εκεί δεν είχαμε και τόσο θάρρος και το σκεφτόμασταν να χτυπήσουμε την πόρτα.

Ζωντανές είναι ακόμη οι μνήμες κι ας πέρασαν δεκαετίες και ας άλλαξαν όλα ριζικά, γιατί εκεί σ’ αυτό το σχολείο, όπως και στο τρίτο του Κυρ Ηλία, που ήταν στο περίβολο της εκκλησίας της Παναγίας, χιλιάδες μαθητές πήραν τα πρώτα νάματα της μάθησης και της γνώσης, τις πρώτες εμπειρίες στις ανθρώπινες σχέσεις και της κοινωνίας, που αργότερα έγιναν οι πρώτοι της πόλης για την οποία εργάστηκαν και μόχθησαν στη πρόοδο και την προκοπή της.

Ακόμη και τα συνέδρια των δασκάλων που γινότανε στο Τούβλινο Σχολείο άφησαν εποχή και κινούσαν το ενδιαφέρων των ντόπιων, γιατί η περιφέρεια ήταν πολύ μεγάλη και μεγάλος και ο αριθμός των συνέδρων. Ήταν καιροί πολύ δύσκολοι, ύστερα από την καταστροφή της Μικρασίας, τους πρόσφυγες και την ανοικοδόμηση και οι δάσκαλοι πρωτοστατούσαν παντού μιας και είχαν κληθεί να προσφέρουν υπηρεσίες παραπάνω από τη μάθηση.

Αλήθεια τι να πρωτοθυμηθούμε και ποιον να μνημονεύσουμε, σαν ένα ελάχιστο φόρο τιμής, για τη δουλειά που κάνανε. Στο να χτίσουν σχολεία με λίγα χρήματα και με μπόλικη προσωπική εργασία, με τη βοήθεια στην εκκλησία σαν ψάλτες, και ακόμη σαν κοινωνικοί λειτουργοί! Να θυμηθούμε τον Επιθεωρητή Γιάννη Δανόπουλο, που πολιτογραφήθηκε ντόπιος, γιατί πήρε γυναίκα από το Διδυμότειχο την Χρυσαυγή Κώστογλου, τους δασκάλους Καρακώστογλου, Παναγιωτόπουλο, Σιγγούνα, Κατίνα Κειμαλδάκη, Μαρία Πετσίδου, Σταϊκίδου, την κυρά Ελένη Ασημακοπούλου, μητέρα του φίλου μας Τάκη Νικολακόπουλου και πόσους άλλους! Και βέβαια δεν μπορώ να ξεχάσω τη γραφική μορφή του Επιστάτη μας του κυρ Δημητρού με την κουδούνα του και τη βέργα στο χέρι να μας φοβερίζει γιατί σαν γεροντοπαλίκαρο που ήταν το πειράζαμε “Δημητρό – τρο να σε πάνε στο λουτρό να κάνει πίτσι – πίτσι να σ’ αρέσει το κορίτσι”.

Μαζί γυρίσαμε τους δείκτες του χρόνου κάποιες δεκαετίες πίσω και περιγράψαμε ένα μνημείο, που και τώρα υπάρχει, ένα φάρο της παιδείας στην καρδιά του προπολεμικού Έβρου, σε χρόνια πολύ αλλιώτικα από τα τωρινά, πολύ δύσκολα και ταπεινά, χωρίς πολυτέλεια και με περιορισμένες απαιτήσεις, μα ήταν χρόνια της πρώτης νιότης γι’ αυτό και θα ‘ναι πάντα αγαπητά και νοσταλγικά.

Πηγή : «Περιοδικό Θρακικός Οιωνός» τεύχος ΙΔ΄ Θέρος 2001, Αλεξανδρούπολη «Εικόνες από το παλιό Διδυμότειχο και τον Έβρο»