Τα “ΡΟΥΓΚΑΤΣΙΑ” στους Ασβεστάδες

764
Κείμενο του Πασχάλη Λιγούδη
Τα “ΡΟΥΓΚΑΤΣΙΑ” στους Ασβεστάδες τα λέγαμε ανήμερα των Χριστουγέννων, μετά την πρωινή Λειτουργία! Μια ομάδα ανδρών, που έκαναν την προετοιμασία τους από πολύ νωρίς, σχεδόν από τότε που άρχιζε η νηστεία των Χριστουγέννων, μαθαίνοντας τα “λογια” απ’ έξω, αφού οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι. (Γι’ αυτό και ξεκινούσαν το πρώτο τραγούδι με το: “Σαράντα μέρις έχουμε Χριστόν που καρτερούμι…”
Ξεκινούσαν από το σπίτι του “αρχηγού” που τους έκανε τις “πρόβες”, και γυρνούσαν όλο το χωριό, περνώντας από κάθε σπίτι ξεχωριστά, λέγοντας για τον καθένα νοικοκύρη, νοικοκυρά, κοπέλα, παλικάρι, ακόμα και τον τσομπάνη το δικό του “παίνεμα”. Είχαν μαζί τους και το γαϊδουράκι με ένα δισάκι για να βάζουν μέσα τα “υλικά” δώρα που τους πρόσφερε η κάθε νοικοκυρά. Μπριζόλες, λουκάνικα, αυγά, κοτόπουλα, ακόμα και ψωμί ή αλεύρι. Τις δραχμές τις μάζευαν σε ένα κουτί (κουμπαρά) και το κρασί ή το ούζο το έβαζαν σε ντεμιτζάνες. Στο τέλος αφού περνούσαν και από το τελευταίο σπίτι κατέληγαν στην πλατεία του χωριού και έλεγαν όλοι μαζί το τραγούδι του τσομάνη!
“ Εννιά χιλιάδες πρόβατα τα βόσκουν δέκα αδέρφια, τα πέντε πάνε για το φιλί τα τέσσερα για κόρη. Άφσαν τον Κωσταντή μοναχό τα πρόβατα να φυλάει. Καλά Κώστα τα πρόβατα καλά να τα φυλάεις. Σε πράσνιου δέντρου μη σταλίις, σε μπάρα μή ποτίσεις, κι στουν απλύ τουν πουταμό φλουέρα μη λαλήσεις! Κώστας δεν αφουγκράστικει τ’ αδέρφιατ’ τι τουν είπαν! Σε πράσνιου δέντρου στάλισει, σε μπάρα τα ποτίζει, κι στουν απλύν τουν πουταμό φλουέρα κι λαλήσει!! Κώστας βαρειά πουκμήθηκι τρεις μέρις κι τρεις νύχτις, κι αν τάκουσει κι ξύμνησει κουπάδι δεν ιβρίσκει!! Πήρι τη στράτα πάεινει πήρει του μουνουπάτι, βρίσκει του λύκου π’ έκλει ι, κλαίει μοιρουλουγάει!1 Λύκι’μ μην εδιεις πρόβατα του θέριου του κουπάδι?? Σ’ αυτή τη στράτα την τρανή στην άλλιαν παπικίθει, εκεί είδια τα πρόβατας του θέριου του κουπάδι. Κι σάλντισα να πάρου αρνί κι πήρα προυβατίνα, κι έλαχει σκύλα κουτιρή του μαύρου του κουτάβι, μι τσάξσι τα ιννιά πλευρά και τη δεξί μου πλάτη, κι απέκει που μι σβάρνιζει χουρτάρι δε φυτρώνει!!
Πουλλά είπαμει για τουν τσιουμπάν’ κι ας φέρει τυρί ν φάμει…”
Έτσι τελείωναν του “Ρουγκάστια” !!
Τώρα όλο σχεδόν το χωριό ήταν συγκεντρωμένο στην πλατεία και άρχιζε ο μεγάλος Χριστουγεννιάτικος ζωναράδικος χορός με το τραγούδι “Σεις πιδιαμ’ σεις παλικάρια στου χουρό ν’ αραδιαστείτι….” και συνεχίζονταν και τις τρεις μέρες των Χριστουγέννων, με ό,τι καιρό και να έκανε!!
Τα καλούδια και τις δραχμές που μάζευαν οι ρουγκατσάδες τα περισσότερα τα μοίραζαν στις φτωχότερες οικογένειες του χωριού και μερικά από τα κρέατα και τα λουκάνικα τα έψηναν δημόσια και τα απολάμβαναν οι ίδιοι, μαζί και με άλλους συγχωριανούς, πίνοντας και τρώγοντας όλοι μαζί.
Την τρίτη μέρα των Χριστουγέννων ήταν το αποκορύφωμα του γλεντιού στην μεγάλη πλατεία του χωριού, στους Ασβεστάδες!!!