Η «ΣΦΑΓΗ» ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

623
11 Ιουνίου 2023
από Βασίλης Βιλιάρδος οικονομολόγος και υποψήφιος βουλευτής με το κόμμα ”Ελληνική Λύση”

Το 4% χαμηλότερο ΑΕΠ που θα προκληθεί από την άνοδο των επιτοκίων της ΕΚΤ, θα κοστίσει στην ΕΕ πάνω από 600 δις € – αποτελώντας κυριολεκτικά μία «σφαγή» των εργαζομένων και της μεσαίας τάξης, στο βωμό της καταπολέμησης του πληθωρισμού. Η ανακατανομή βέβαια των εισοδημάτων, από την εργασία στο κεφάλαιο, είναι σίγουρα η πρόθεση των κεντρικών τραπεζών – αφού ο στόχος τους είναι να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό που θα προέκυπτε από το σπιράλ μισθών τιμών, περιορίζοντας την κατανάλωση. Εύλογα από την οπτική γωνία των κεντρικών τραπεζών, αφού οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου είναι λιγότεροι και καταναλώνουν σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό του εισοδήματος τους, από τους μισθωτούς – οπότε δεν επηρεάζουν την κατανάλωση.

Όπως είχαν δηλώσει οι κεντρικές τράπεζες, θεωρώντας το αυτονόητο, εάν αυξάνονταν οι τιμές, θα αύξαναν τα βασικά τους επιτόκια – έχοντας την άποψη πως θα επρόκειτο για πληθωρισμό. Έτσι η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια της στο 3,75% από μηδέν τον Ιούλιο του 2022 – έχοντας την άποψη πως κάτι τέτοιο θα καταπολεμούσε τον «πληθωρισμό», όπου εμείς έχουμε αντίθετη άποψη (ανάλυση), ενώ αυτός είναι ο λόγος που βάζουμε εισαγωγικά.

Ο πληθωρισμός τώρα δεν είναι τίποτα άλλο, παρά το άθροισμα όλων των αυξήσεων των τιμών – ενώ αυτές οι αυξήσεις προκύπτουν με τρεις τρόπους:

(α) μέσω της εκμετάλλευσης εκ μέρους των συνδικάτων εργαζομένων της ισχύος τους, με σκοπό τη μεγιστοποίηση των μισθών των μελών τους,

(β) μέσω της προσαρμογής στο αυξανόμενο κόστος παραγωγής και

(γ) μέσω της εκμετάλλευσης εκ μέρους των επιχειρήσεων της ολιγοπωλιακής ή μονοπωλιακής ισχύος τους στην αγορά.

 

Για παράδειγμα, όσον αφορά το πρώτο, εάν τα συνδικάτα στον κλάδο των ξενοδοχείων μπορούσαν να αυξήσουν τους μισθούς, με τους οποίους οι εργαζόμενοι θα ζούσαν καλύτερα, τότε οι ξενοδόχοι θα αναγκάζονταν να αυξήσουν τις τιμές – ενώ σε σχέση με το δεύτερο, όταν μία καταιγίδα καταστρέφει την παραγωγή μήλων, τότε οι αγρότες αναγκάζονται να αυξήσουν την τιμή του κιλού απότομα, έτσι ώστε να είναι σε θέση να επιβιώσουν.

 

Περαιτέρω, δεν υπάρχει τρόπος να αποτραπούν ή να απαγορευθούν τέτοιες αυξήσεις τιμών – ενώ ο καταναλωτής είναι αναγκασμένος να πληρώσει το αυξημένο κόστος. Το πρόβλημα που προκύπτει εδώ είναι στην περίπτωση που η άνοδος των τιμών έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αγοραστικής αξίας των μισθών και των συντάξεων – παρά την πραγματική (=αφαιρουμένου του πληθωρισμού) οικονομική ανάπτυξη. Στο παράδειγμα της Ελλάδας, η πραγματική οικονομική ανάπτυξη του 2022, σε σχέση με το 2021, ήταν 5,9% – όταν όμως οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 6,9% (γράφημα – αν και υπάρχουν αναφορές σε -7,4% ή -6,7%).

Εν τούτοις, το πρόβλημα θα μπορούσε να επιλυθεί εύκολα ή, τουλάχιστον, να αμβλυνθεί – εάν όλοι οι μισθοί και οι συντάξεις συνδέονταν με τις εξελίξεις του ονομαστικού (= με τον πληθωρισμό) κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Εδώ δεν πρόκειται για κάτι ουτοπικό – αφού ακόμη και στη δεκαετία του 1970, οι εξαμηνιαίες προσαρμογές των μισθών στον πληθωρισμό ήταν δεδομένες.

Τα μονοπωλιακά κέρδη

Συνεχίζοντας, η τρίτη κατηγορία αυξήσεων βασίζεται στην καθαρή ισχύ των επιχειρήσεων στην αγορά – με την έννοια πως όταν μία επιχείρηση έχει ολιγοπωλιακή ή μονοπωλιακή ισχύ, τότε είναι σε θέση να αυξήσει τις τιμές της, χωρίς να μειωθεί ο τζίρος της. Για παράδειγμα, μία συνδρομητική τηλεόραση που αυξάνει τη συνδρομή της, για να μπορεί να αγοράζει περισσότερα δικαιώματα μετάδοσης ποδοσφαιρικών αγώνων και να έχει μεγαλύτερα κέρδη – διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα των ποδοσφαιρικών συλλόγων να πληρώνουν μισθούς πολλών εκατομμυρίων στα «αστέρια» τους και ο ένας στον άλλο τεράστια κόστη μεταγραφών.

Στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει καμία προσαρμογή στο αυξανόμενο κόστος ζωής – ενώ το γεγονός ότι, μόνο οι πέντε μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρίες αναμένουν καθαρά κέρδη ύψους 90 δις $ το 2023 (πηγή), παρέχοντας στους διευθυντές τους μισθούς πολλών εκατομμυρίων, τεκμηριώνει το λόγο της αύξησης των τιμών πωλήσεως των φαρμάκων τους. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τις ενεργειακές εταιρίες – σημειώνοντας πως η Shell διπλασίασε τα κέρδη της το 2022 στα 40 δις $, ενώ η Exxon σχεδόν τα τριπλασίασε στα 56 δις $. Φυσικά δε, οι καταναλωτές είναι αυτοί που πληρώνουν τελικά το λογαριασμό.

Εν προκειμένω, ο πληθωρισμός που προκαλείται από τα μονοπωλιακά κέρδη, δεν μπορεί να διορθωθεί με την τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών – ενώ το αποτέλεσμα του είναι πως οι «κανονικές εταιρίες» που εκτίθενται στον ανταγωνισμό των τιμών, «τιμωρούνται» δύο φορές ως εξής:

(α) αφενός μεν αναγκάζονται έμμεσα να βοηθήσουν στη χρηματοδότηση των μονοπωλιακών κερδών – μέσω των αυξήσεων των μισθών του προσωπικού τους,

(β) αφετέρου υποφέρουν από το γεγονός ότι, οι μονοπωλιακές υψηλές τιμές αποδυναμώνουν την αγοραστική δύναμη των δυνητικών πελατών τους – με την έννοια πως εάν κάποιος πρέπει να πληρώνει 10 € παραπάνω για τη συνδρομητική τηλεόραση ή 200 € παραπάνω για φάρμακα και ενέργεια, τότε επισκέπτεται λιγότερες φορές τα εστιατόρια και αγοράζει πιο σπάνια ρούχα.

Στα πλαίσια αυτά, οι αυξήσεις των τιμών της συγκεκριμένης κατηγορίας, μπορούν να αποτραπούν μόνο με ελέγχους τιμών – κάτι που συνέβαινε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, στις ΗΠΑ υπό την επιρροή του κορυφαίου τότε οικονομολόγου J.K. Galbraith (βιβλίο του που γράφτηκε το 1952, με τον τίτλο «Theory of Price Controls» – ενώ ανατυπώθηκε το 1980).

Σήμερα όμως, τέτοιες αναφορές θεωρούνται αντίθετες με τη φιλελεύθερη ιδεολογία – ενώ η επίκληση του ελέγχου των τιμών των πανίσχυρων εταιριών διαστρεβλώνεται, χαρακτηριζόμενη αυθαίρετα ως προσπάθεια «διατίμησης» (=επιβολής ανωτάτων τιμών από το κράτος). Δυστυχώς δεν δίνεται σημασία στο γεγονός ότι, οι δυτικές τουλάχιστον οικονομίες δεν είναι πια φιλελεύθερες, αλλά ακραία νεοφιλελεύθερες – στις οποίες κυριαρχούν πλέον οι πολύ μεγάλες εταιρείες, μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές (ανάλυση).

Μία άλλη λύση αποτροπής αυτών των υπερβολικών τιμών, είναι η αυστηρότερη αντιμονοπωλιακή νομοθεσία και η τήρηση της – ενώ το βασικότερο είναι να μην δρομολογείται ποτέ η ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, όπως του ηλεκτρικού ή των υδάτων, αφού πρόκειται για κοινωνικά αγαθά που δεν πρέπει να υπόκεινται στους νόμους της αγοράς.

Εν τούτοις, δεν συμβαίνει τίποτα από τα δύο – αφού οι μεγάλες εταιρείες κυριαρχούν επί της Πολιτικής, ενώ ο νεοφιλελευθερισμός απαιτεί την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Ακόμη και της Υγείας, της Παιδείας, του Σωφρονιστικού συστήματος όπως στις ΗΠΑ κοκ (ανάλυση).

Ο σημερινός παραλογισμός

Περαιτέρω, τέτοιες σκέψεις είναι σήμερα ταμπού – μεταξύ άλλων, επειδή οι πολιτικοί έχουν υποβιβασθεί σε υπηρέτες της εκάστοτε οικονομικής εξουσίας. Έτσι η καταπολέμηση της ανόδου των τιμών, θεωρείται ως αποκλειστική ευθύνη των κεντρικών τραπεζών – με βασικό «εργαλείο» τους τις αυξήσεις των επιτοκίων.

Όμως, δεν υπάρχει καμία λογική που να αιτιολογεί τα παραπάνω – σημειώνοντας πως στα σχετικά δελτία τύπου της ΕΚΤ δεν εμφανίζεται ούτε μία κριτική λέξη, σε σχέση με τις υπερβάσεις τιμών (=αισχροκέρδεια) των ισχυρών εταιριών. Η ΕΚΤ αναφέρεται μόνο σε έναν «συνολικό πληθωρισμό» ή σε έναν «υποκείμενο πληθωρισμό» – σαν να πέφτουν οι αυξήσεις τιμών κατά κάποιον τρόπο από τον ουρανό. Ο μοναδικός «ένοχος» που τουλάχιστον υπαινίσσεται, είναι οι αυξήσεις των μισθών – οι οποίες αυξήσεις θεωρούνται ως «δευτερογενές αποτέλεσμα» που πρέπει να αποφευχθεί, με την άνοδο των επιτοκίων.

Η θεωρία πίσω από τον όρο «δευτερογενές αποτέλεσμα» είναι το ότι, μόλις υπάρξει πληθωρισμός, θα αυξηθεί από μόνος του – ότι είναι δηλαδή αυτοτροφοδοτούμενοςμε την έννοια πως θα τεθεί σε λειτουργία το σπιράλ μισθών τιμών (ανάλυση). Σε μία τέτοια περίπτωση, η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να παρέμβει, επιβάλλοντας βίαια μέτρα – αφού διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος του στασιμοπληθωρισμού. Δηλαδή μία μακρά περίοδος υψηλής ανεργίας και στασιμότητας του ΑΕΠ – όπως η ύφεση που προκλήθηκε από την έκρηξη των τιμών του πετρελαίου το 1975.

Εν προκειμένω, είναι βέβαια σωστό το ότι, εάν οι αυξανόμενες τιμές των εισαγωγών πρώτων υλών κλπ. οδηγήσουν σε πτώση του πραγματικού ΑΕΠ, οι αυξήσεις των πραγματικών μισθών θα συμπιέσουν τα εταιρικά περιθώρια κέρδους – οπότε οι επιχειρήσεις θα προσπαθήσουν να καλύψουν τη διαφορά, με τις αυξήσεις των τιμών πώλησης τους. Επομένως, πράγματι μπορεί να τεθεί σε λειτουργία το σπιράλ μισθών τιμών – αφού οι εργαζόμενοι θα ζητήσουν με τη σειρά τους αύξηση των μισθών τους κοκ.

Όμως, το να συμπεραίνεται ότι, από αυτήν την εξαιρετική περίπτωση, οι τιμαριθμικές αναπροσαρμογές αποτελούν πάντοτε ένα «δευτερογενές αποτέλεσμα» που πρέπει να καταπολεμηθεί προκαταβολικά, για να μην καταλήξει μία οικονομία σε στασιμοπληθωρισμό, είναι μία απίστευτη υπερβολή – όπως τεκμηριώνεται από τη γερμανική οικονομία, όπου οι μισθοί μειώθηκαν τελικά κατά 4,1% σε πραγματικούς όρους το 2022, όταν το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,8%. Με το κόστος εδώ των μισθών στο 70%, τα εταιρικά κέρδη θα πρέπει να έχουν εκραγεί – με καθαρά μαθηματικούς όρους. Κάτι ανάλογο ισχύει και για την Ελβετία – όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,1%, αλλά οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 1,9%. Ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση στην Ελλάδα – αφού το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 5,9%, αλλά οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 6,7% σύμφωνα με τη Eurostat.

Η ανακατανομή βέβαια των εισοδημάτων, από την εργασία στο κεφάλαιο, είναι σίγουρα η πρόθεση των κεντρικών τραπεζών – αφού ο στόχος τους είναι να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό που θα προέκυπτε από το σπιράλ μισθών τιμών, περιορίζοντας την κατανάλωση. Εύλογα, αφού οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου είναι λιγότεροι και καταναλώνουν σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό του εισοδήματος τους, από τους μισθωτούς – οπότε δεν επηρεάζουν την κατανάλωση.

Όσον αφορά δε το «εργαλείο» που χρησιμοποιούν οι κεντρικές τράπεζες για να το επιτύχουν, είναι οι αυξήσεις των βασικών επιτοκίων – οι οποίες, σύμφωνα με το δελτίο τύπου της ΕΚΤ, «έχουν ισχυρό αντίκτυπο στις συνθήκες χρηματοδότησης». Με απλά λόγια, καθιστούν τις επενδύσεις ακριβότερες – οπότε τις επιβραδύνουν.

Το αντίκτυπο της αύξησης των επιτοκίων

Συνεχίζοντας, με τον πληθωρισμό πρόσφατα στο παράδειγμα της Γερμανίας στο 6,1%, το επιτόκιο των στεγαστικών δανείων ύψους 3,8% είναι ακόμη φθηνότερο σε πραγματικούς όρους, σε σχέση με το 1,4% που ήταν το 2018, με τον πληθωρισμό στο 1,8%. Δηλαδή το πραγματικό επιτόκιο σήμερα είναι -2,3% (3,8-6,1) – ενώ το 2018 ήταν -0,4%. Το γεγονός αυτό είναι φυσικά γνωστό στις τράπεζες που στηρίζουν τη χρηματοδότηση – το κάνουν όμως, επειδή αφενός μεν διατηρούν όσο πιο χαμηλό γίνεται το δανεισμό τους, αφετέρου κερδίζουν πολύ μεγάλα ποσά από την άνοδο των βασικών επιτοκίων (από τις καταθέσεις τους στην κεντρική, από τη διαφορά επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων, από την πληθωριστική μείωση των καταθέσεων των Πολιτών που για τις τράπεζες είναι δάνεια, οπότε οφειλές κοκ.).

 

Για παράδειγμα, το 2022 η JP Morgan Chase είχε τζίρο 122 δις $ και κέρδη 38 δις $ – ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2023 τα κέρδη της αυξήθηκαν κατά 52%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2022, ακριβώς λόγω της ανόδου των βασικών επιτοκίων. Το ίδιο ισχύει για τις ελληνικές τράπεζες (γράφημα) και για την BNP Paribas που υπερδιπλασίασε τα κέρδη της το πρώτο τρίμηνο του 2023 – ενώ η Deutsche Bank ανακοίνωσε πως τα κέρδη της το 2022 ήταν τα υψηλότερα των τελευταίων 15 ετών.

Από την άλλη πλευρά, είναι απίθανο τα επιτόκια της κεντρικής τράπεζας να έχουν οποιαδήποτε επίδραση στο γενικό επίπεδο των επιτοκίων. Τα υψηλά ποσοστά πληθωρισμού οδηγούν στην πραγματική υποτίμηση των ονομαστικών καταθέσεων, ενώ οι πιστωτές αποζημιώνονται με υψηλότερα επιτόκια – χωρίς καν να περιμένουν πρώτα τις αυξήσεις των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες.

Εν τούτοις η εμπειρία τεκμηριώνει ότι, η απόφαση για την αύξηση των επιτοκίων επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη – ενώ, σύμφωνα με τη γερμανική Handelsblatt (πηγή), θα επηρεάσει πραγματικά την οικονομία, με βάση τα μοντέλα προσομοίωσης της ΕΚΤ, ως εξής:

«Η αύξηση του ΑΕΠ το 2022 και το 2023, σε σχέση με προηγούμενες προβλέψεις, θα είναι χαμηλότερη κατά 2% – μέσω της οποίας ο πληθωρισμός έως το 2025 θα μειωθεί συνολικά κατά 2,5% ή κατά 0,5% ετήσια… Το μεγαλύτερο μέρος του αντικτύπου στον πληθωρισμό, αναμένεται να συμβεί την περίοδο από το 2023 και μετά – με μέγιστη επίπτωση το 2024. Η ανασταλτική επίδραση στην αύξηση του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ θα είναι ισχυρότερη το 2023».

Αυτό που δεν γράφει βέβαια η εφημερίδα είναι το ότι, 4% χαμηλότερο ΑΕΠ θα κοστίσει στην ΕΕ πάνω από 600 δις € – αποτελώντας κυριολεκτικά μία «σφαγή» της μεσαίας τάξης, στο βωμό της καταπολέμησης του πληθωρισμού. Δεν γράφει επίσης ότι, το βάρος κατανέμεται πολύ άνισα, οπότε άδικα – αφού οι ιδιοκτήτες κεφαλαίων εισπράττουν υψηλότερα επιτόκια, ενώ οι μισθοί των εργαζομένων μειώνονται.

Το μεγαλύτερο μέρος του κόστους δε, έχουν κληθεί ήδη να πληρώσουν οι ενοικιαστές – αφού σε πολλές χώρες, όπως στην Ελβετία, για κάθε 0,25% υψηλότερο τόκο στεγαστικών δανείων, το ενοίκιο μπορεί να αυξηθεί έως 3%, επειδή οι ιδιοκτήτες ακινήτων χρησιμοποιούν αυτήν την ευκαιρία για να αυξήσουν και τα παράπλευρα έξοδα (κοινόχρηστα κλπ.).

Το γεγονός αυτό πυροδοτεί μία έκρηξη του πληθωρισμού κατά περίπου 1,2% – οπότε η καταπολέμηση του πληθωρισμού από τις κεντρικές τράπεζες οδηγεί αρχικά σε μεγαλύτερο πληθωρισμό.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, το συμπέρασμα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι πως ο τρόπος, με τον οποίο οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να καταπολεμήσουν τον «πληθωρισμό», είναι εξαιρετικά αντιοικονομικός – ενώ το μικρό ποσοστό του πληθωρισμού που μπορεί να αποφευχθεί έτσι, κοστίζει πανάκριβα, αποσπώντας παράλληλα την προσοχή από αυτούς που προκαλούν τον πληθωρισμό, με την αισχροκέρδεια τους.

Έχουμε αναφερθεί άλλωστε στους κερδοσκόπους των πολέμων και των κρίσεων (ανάλυση) – οι οποίοι κυριολεκτικά θησαυρίζουν εις βάρος των Πολιτών, μεταξύ άλλων με τη βοήθεια των κεντρικών τραπεζών και των πολιτικών υπηρετών τους.