Η ζωή στο χωριό: Η ντουκάνα ήταν το εργαλείου τους για το αλώνισμα των δημητριακών.

1731

ΑΛΩΝΙΑ-ΑΛΩΝΙΣΜΑ

Γράφει ο Θεόφιλος Γουδουσάκης

Κάθε Βρυσικιώτης νοικοκύρης αν ήθελε να θεωρείται καλός και προκομμένος, είχε το δικό του αλώνι στη μεγάλη αυλή του σπιτιού του. Δυο, το πολύ τρία κοινόχρηστα αλώνια υπήρχαν την εποχή εκείνη στο χωριό μας που τα χρησιμοποιούσαν εναλλάξ τρεις τέσσερις μαζί “λισπέρδις” γεωργοί. Από αυτά το πιο ξακουστό και το πιο μεγάλο όπου μπορούσαν να αλωνίζουν και δυο μαζί χωριανοί, ήταν το αλώνι του Τροχούλα, ή  “τΤρουχούα ταλώνι”  όπως τόλεγαν.

Ήταν ένα μεγάλο ακαλλιέργητο “γιούρτι”, ένα μεγάλο άκτιστο οικόπεδο που βρίσκονταν στις παρυφές του χωριού προς την μεριά της κρανιάς, μπροστά από τα σπίτια του Καραθανασίου, του επιλεγόμενου “Περαιώτη”  και δίπλα στο “φυγάδκου”  του “Χαβέλα” και σήμερα ιδιοκτησίας του Τσαπράζη Βαγγέλη.

Κάθε απόγευμα, λίγο μετά το “κιντί” κάθε γεωργός έφερνε ένα ή δυο αμάξια δεμάτια από τα θερισμένα χωράφια και τα άπλωνε στο αλώνι. Θημωνιές στο χώρο του αλωνιού δεν έφτιαχναν, πρώτον γιατί ήταν στενάχωρα και δεύτερον φοβόταν  μη προκληθεί καμιά πυρκαγιά και τους κάψει όλους, γεννήματα, σπίτια και αυτούς  τους ίδιους.

Πρωί-πρωί, την επομένη, έζευαν το ζευγάρι τους στη “ντουκάνα” και ξεκινούσαν το αλώνισμα.

Η ντουκάνα ήταν το εργαλείου τους για το αλώνισμα των δημητριακών. Δυο χοντρές και καλοδουλεμένες σανίδες που ήταν ενωμένες για να έχουν μεγαλύτερη επιφάνεια. Από μπροστά ήταν πελεκημένες και ανασηκωμένες για να μπορούν να παίρνουν από κάτω τους τα σταχοκάλαμα, Φανταστείτε τη ντουκάνα  σαν πολύ μεγάλη σανίδα του χιονοσκί . Από κάτω ήταν φυτεμένες και σφηνωμένες κοφτερές μαχαιρωτές πέτρες φτιαγμένες από την πολύ σκληρή πέτρα, τη “στιρνάρα”. Ήταν αυτές οι πέτρες που έκοβαν και λιάνιζαν τις καλαμιές και τα στάχυα. Πάνω στη ντουκάνα κάθονταν νιος ή νια, ανάλογα με το τι είχε η οικογένεια για να καθοδηγούν τα ζωντανά στο μονότονο και κουραστικό περιτριγύρισμα μέσα στο αλώνι, τότε ήταν που ξεκινούσαν τα τραγούδια τους και τα χαρούμενα ξεφωνητά.

Η ατμόσφαιρα του χωριού ο ζεστός καλοκαιριάτικος αέρας γέμιζε από τις γλυκιές, χαρούμενες και δυνατές φωνές των νιων, έμοιαζε  με ερωτικό κάλεσμα για ζευγάρωμα, όπως ακριβώς και στη φύση με τα πουλάκια. Μετά από τρεις ώρες συνεχούς αλωνίσματος και όταν τα σταχοκάλαμα γίνονταν “σλάμα”, σταματούσαν τα βόδια, έβγαζαν τη ντοκάνα από το αλώνι και με το ξύλινο δικράνι, το “δουκράν” αναποδογύριζαν, “σιερνούσαν” τη σλάμα. Αυτό το έκαμναν άλλες δυο φορές και στη συνέχεια, όταν η σλάμα είχε ψιλοκοπεί και γίνονταν άχυρο τότε άλλες δυο φορές έκαμναν την ίδια εργασία με το “λιχνιστήρι” ένα εργαλείο ίδιο με το δικράνι αλλά με πέντε δόντια, μια ξύλινη πεντάαινα. Στο τέλος του αλωνίσματος έζευαν τα ζώα σε ένα χοντρό ξυλοσάνιδο και το έσερναν στο αλώνι για να μαζέψουν στο κέντρο το αλωνισμένο “λαμνί”.  Πίσω από το ζευγάρι, άλλα άτομα με τις “σκλαμπούρες” μάζευαν αυτά που ξέφευγαν. Η σκλαμπούρα ήταν ένα ιδιότυπο και ιδικατασκευασμένο εργαλείο σαν μεγάλο ανοιχτό φτυάρι. Στον αέρα που συνήθως πάντα φυσούσε το βραδάκι, λες και είχαν κάνει συμφωνία με τον Θεό, λίχνιζαν με το λιχνιστήρι

το λαμνί, μετά το περνούσαν κοσκινίζοντας το από τον “γκουρλωμάτη” ένα σιδερένιο κόσκινο που τόλεγαν  και “δριμόνι” και μετά από πιο ψιλό κόσκινο για να καθαρίσουν το σιτάρι.

Προς το ηλιοβασίλεμα το γέννημα ήταν έτοιμο, φρέσκο και καθαρό, συγκεντρωμένο σε μια άκρη του αλωνιού. Δεν το σάκιαζαν, περίμεναν να περάσει ο φοροεισπράκτορας, να μετρηθεί με το ειδικό μετρικό δοχείο το “σινίκι” ή “σνικι”. Ο βεβαιωτής , που τον  έλεγαν “σούμπαη” μετρούσε το μπερεκέτι, τη σοδειά και έπαιρνε 10% φόρο, τη λεγόμενη “δεκάτη” φορολογικό μέτρο απομεινάρι της Τουρκοκρατίας που και αυτοί οι Τούρκοι το είχαν υιοθετήσει από το Βυζάντιο. Δίκαιο και τίμιο φορολογικό μέτρο που όλοι πλήρωναν το μερίδιο τους στο Κράτος. Από τον “σούμπαη” δεν ξέφευγε κανένας και ούτε λαδώνονταν άρα δεν είχαμε φοροφυγάδες.

Το αλώνισμα διαρκούσε όλον τον Ιούλιο και αν η παραγωγή και η συγκομιδή ήταν καλή όλο το χωριό ήταν ευχαριστημένο, ευτυχισμένο και ευλογούσε και δοξολογούσε “τουν Πάπου  Θιό κι τ΄μανίτσα Παναϊα”.