Τα κουκούλια (Διδυμότειχο, εποχή μεσοπολέμου)

1838

Ακόμα μια σελίδα της εποχής εκείνης του μεσοπολέμου θα διαβάσω από το αρχείο της παιδικής μου μνήμης. Αν και τα φύλλα ξεθωριασμένα από την πολυκαιρία διαβάζονται άνετα και ξαναζωντανεύουν το τότε Διδυμότειχο, στα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης γύρω στα 1930.

Το πλήγμα της Μικρασιάτικης Καταστροφής ήταν νωπό, όμως η ιστορική τούτη πόλη έσφυζε από ζωή και σκορπούσε ελπίδες αναγέννησης. Ο κόσμος πλήθαινε, η παραγωγή περίσσευε και το εμπόριο ανθούσε.

Εκεί στη μεγάλη πλατεία μπροστά στο μεγάλο τζαμί με τα παραδοσιακά καφενεδάκια, όπου σ’ ένα από αυτά ο Βασιλιάς Αλέξανδρος – όπως λένε – στην πρώτη και τελευταία του επίσκεψη στη Θράκη, κάθισε και ήπιε καφέ, ήταν μια μεγάλη σκεπαστή αγορά. Ένα πελώριο υπόστεγο με κεραμιδένια στέγη όπου γινότανε το ονομαστό παζάρι για τα κουκούλια.

Τα κουκούλια ήταν το πρώτο μαξούλι της χρονιάς, μετά το γάλα, και πολλοί το περίμεναν. Ο “βερεσές” έπαιρνε κι έδινε τότε και η πληρωμή γινότανε – όπως λένε – “στα κουκούλια τον καιρό”. Οι ενδιαφερόμενοι πάρα πολλοί μια και το εισόδημα ήταν χονδρό και το χρήμα έπεφτε ζεστό στην παλάμη.

Το κουκούλι είχε πάρα πολύ καλή τιμή και η απόδοση του μέσα σε λίγο χρόνο, πάνω από ικανοποιητική. Μόλις βαστούσε ο κόπος του 40 με 50 μέρες και το κουτί – όπως το μετρούσαν – έπιανε γερά λεφτά. Γύρω στις τρεις χιλιάδες δραχμές. Η κάθε οικογένεια “φυλούσε” δυο με τρία κουτιά.

Από την άλλη, οι κουκουλάδες κάνανε χρυσές δουλειές σαν έμποροι και σαν μεσιτάδες, αλλά και οι σποροπαραγωγοί δεν πήγαιναν πίσω.

Οι παραγωγοί έφερναν τα χιονάτα κουκούλια τους με τα βοδάμαξα στοιβαγμένα μέσα σε ωραία κοφίνια για να μη πατιούνται και τα πήγαιναν ίσια στο παζάρι, όπου έθιμο ήταν να τα βγάζουν στη δημοπρασία – στο μεζάτι – όπως έλεγαν. Οι μεσίτες για λογαριασμό των εμπόρων πλειοδοτούσαν, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν γινόταν συνεννοήσεις στο παρασκήνιο. Όμως η παράδοση αυτό απαιτούσε και κανείς δεν την παρέβαινε. Ο γιγαντόσωμος τελάλης, θυμάμαι “Χαριαμπόλη” τον λέγανε, ανακάτευε με τις πελώριες χερούκλες του τα κοφίνια που ήταν επάνω στην πλάστιγγα κι έδειχνε το εμπόρευμα, ενώ οι γύρω οι μεσιτάδες “χτυπούσαν”. Μια, δυο, τρεις, μετρούσε με τη βαριά και βραχνιασμένη από τη δουλειά φωνάρα του και κατακύρωνε την τιμή και τον αγοραστή και προτού ζυγιστούν βουτούσε για πάρτη του μια – δυο φούχτες για “τα κηρύκεια δικαιώματα του”.

Ήταν ένα σωστό πανηγύρι, που κρατούσε σχεδόν όλο τον Ιούνιο. Αργότερα δεν γινότανε γιατί το φρέσκο κουκούλι έχει φοβερή φύρα και γιατί ακόμη έπρεπε να “ψηθεί” όσο ήταν καιρός για να μην βγάλει πεταλούδα, οπότε καταστρεφόταν.

Το μήνα τούτο, όλα τα σπίτια που έπιαναν κουκούλια είχαν καθαριότητα και ασβεστώματα. Το κουκούλι άφηνε μαζί με τα λεφτά και μπόλικη βρομιά. Άφηνε και τους “κιουνέδες”, τις βέργες από τα μουριόφυλλα για προσανάμματα το χειμώνα σε σόμπες και σε τζάκια.

Τα φύλλα της μουριάς για “το τάισμα” και το μεγάλωμα του μεταξοσκώληκα ήταν μια ιεροτελεστία. Όλη η οικογένεια δούλευε νύχτα – μέρα με πολύ αγάπη και με ιδιαίτερη φροντίδα, μια και το σκουλήκι από τη φύση του είναι εξαιρετικά ευαίσθητο στα σκαμπανεβάσματα του καιρού και στην τροφή του. Σε μέρες βροχερές σαν τύχαινε, τότε η δουλειά περίσσευε και η φροντίδα μεγάλωνε.

Ο κάμπος του Ερυθροποτάμου και του Έβρου ήταν τότε κατάσπαρτος από καταπράσινες μουριές, όπου εμείς τα παιδιά, χαιρόμασταν τα εύγευστα και ζουμερά μούρα. Τα πρώτα μας φρούτα του καλοκαιριού, υγιεινά και θρεπτικά. Αξέχαστες ήταν οι εκδρομές μας στον κάμπο, χαρούμενες, ευτυχισμένες και παιχνιδιάρικες.

Τελευταία δουλειά στο κουκούλι το κλάδεμα και η χαρά της συγκομιδής, σαν έβλεπες να γεμίζουν τα κλαδιά με χιονάτες μακρόστενες μπαλίτσες. Κόποι και αγωνία ξεχνιότανε καθώς κυλούσε το χρήμα χέρι με χέρι που ζωντάνευε την αγορά σε κίνηση και “αλισβερίσι” και ξανάδινε φτερά στον παραγωγό.

Τα χρέη πληρώνονταν – όσα πληρώνονταν – και ο κάθε νοικοκύρης είχε πρόσωπο να ξαναχρεωθεί. Και όλα αυτά χωρίς χαρτιά. Μόνο με το λόγο. Αφεντικό, “στα κουκούλια τον καιρό”…

Και σαν περνούσε η φούρια του κουκουλιού, η ζωή συνεχιζότανε κανονικά στην καθημερινότητα της με το παζάρι να γίνεται κάθε Τρίτη σε μόνιμη βάση. Μια λαϊκή αγορά που ξεκινούσε από τη σκεπαστή και έφτανε ως το πέτρινο ρολόι. Θημωνιές τα φρέσκα λαχανικά, απλωμένα πάνω σε ψάθες – τότε πάγκοι δεν χρησιμοποιούνταν – μοσχομύριζε όλη η ανηφόρα από ανόθευτα χωρίς λιπάσματα “ζαρζαβατικά” – σέλινα, καρότα, πιπεριές, μαρουλάκια, αγγουράκια – όλα στον καιρό τους, άφθονα τυροκομικά και πουλερικά. Τα κοκόρια πολύχρωμα καμάρωναν μέσα στα καφάσια.

Όσο για τις ψάθες, ήταν τα ντόπια χαλιά για τα “χαγιάτια”. Παραγωγή σε οικογενειακή βιοτεχνία στο κοντινό χωριό Ψαθάδες, που προμήθευε όλη την περιοχή. Από κει το όνομα. Είχαν παράδοση που ακόμη και τώρα την κρατούν.

Κείμενο : του Ευστρατίου Τσιρταβή
Πηγή : «Περιοδικό Θρακικός Οιωνός» τεύχος ΙΔ΄ Θέρος 2001, Αλεξανδρούπολη «Εικόνες από το παλιό Διδυμότειχο και τον Έβρο»