«….Το πρωί που σφύριξαν οι σειρήνες για τον πόλεμο, η Φροσούλα ήταν κιόλας μαθήτρια του “Οκταταξίου Γυμνασίου”…….. 28 Οκτωβρίου ΄40. Ο κόσμος τα ΄ χει χαμένα. Μα τα παιδιά, τι να κάνουν; Τα ΄στειλαν στο σχολειό. Οι καθηγητές μπήκαν στις τάξεις…. Στην έδρα, ο Μιχάλης Γιαννακούρος, ο φιλόλογος, ένας ξανθός Σπαρτιάτης δυο μέτρα μπόι. Επιβάλλεται με το ύψος του, με το χαμόγελο, με τη πολυημάθειά του και τα παιδιά, γοητευμένα, τον ακούν ήσυχα, μαθαίνουν να δουλεύουν μαζί του φιλόπονα και συστηματικά…..
– Παλικάρι μου, επιστρατεύεσαι! Λέει κι η φωνή του χρωματίζεται από συγκίνηση και περηφάνια. Ύστερα γυρνά στα παιδιά.
– Τα σχολεία θα κλείσουν. Γίνονται στρατώνες…Η λύπη κρέμεται στα μάτια του.
Οι ανάσες σταματούν μέσα στη σχολική αίθουσα. Να τος, λοιπόν, ο πόλεμος! Να το πρώτο χτύπημα. Κλείνουν τα σχολεία. Φεύγουν οι δάσκαλοι.
Ο Γιαννακούρος κάνει δυο βήματα ν΄ ακολουθήσει το γυμνασιάρχη που βγαίνει, ν΄ ακολουθήσει τη φωνή που τον φωνάζει στο καθήκον. Αισθάνεται κιόλας στρατιώτης. Σταματά όμως, στρέφεται ήρεμος στα παιδιά, αυτά σπάζουν την ταραχή τους, ένα σμάρι, να χωθούν στην αγκαλιά του. Τα πιο ψηλά, μόλις και φτάνουν στο ύψος της ζώνης του. Απλώνει τα τεράστια χέρια του, τα΄ αγκαλιάζει, τα χαϊδολογά, υπόσχεται:
– Το μάθημα θα το τελειώσουμε όταν τελειώσει ο πόλεμος. Τώρα, πρέπει όλοι να κάνουμε το χρέος μας στην πατρίδα, όπου μας καλεί τον καθένα. Το μάθημα θα συνεχιστεί γρήγορα.
Βγαίνει βιαστικά απ΄ την τάξη. Πάει….έφυγε! Τα παιδιά ξεσπούν σε γοερό κλάμα……»!
Είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Σοφίας Κλήμη – Παναγιωτοπούλου «Στο δέντρο του ερημίτη», όπου η Αλεξανδρουπολίτισα συγγραφέας αναφέρεται, με μία βιωματική περιγραφή, στην ημέρα της κήρυξης του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Είναι το μόνο γραπτό κείμενο που βρήκα στην αναζήτηση περιγραφής των γεγονότων στη πόλη μας για τη ιστορική εκείνη ημέρα. Μόνο προφορικές περιγραφές υπάρχουν από τους πολύ λίγους εναπομείναντες πρωταγωνιστές που και αυτές αναφερόνται στην αγωνία τους, που είχαν τότε, να τρέξουν να παρουσιαστούν το γρηγορότερο στις μονάδες που τους καλούσαν για να ντυθούν στο χακί και να ανηφορίσουν για το Αλβανικό μέτωπο, το συντομότερο δυνατόν. Από τους νεότερους που ως παιδιά θυμούνται τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους να αποχαιρετούν τους δικούς τους, την πολεμική ατμόσφαιρα που επικρατούσε, τον ενθουσιασμό με τον οποίο αναχωρούσαν οι δικοί τους για το μέτωπο, τις πρώτες μέρες του πολέμου και την υποδοχή των πρώτων τραυματιών που κατέφθαναν από το μέτωπο.

Αφορμή για να γραφεί αυτό το κείμενο υπήρξαν μερικές φωτογραφίες των πρώτων ημερών των γεγονότων, οι οποίες απεικονίζουν μια ομάδα συμπολιτών μας, μεγαλύτερων κλάσεων, οι οποίοι επιστρατεύθηκαν στο Λιμενικό Σώμα και παρέμειναν στο τοπικό Λιμεναρχείο ως «Αεράμυνα», κυρίως για την προστασία της πόλης και του λιμανιού από θαλάσσης. Με αφορμή λοιπόν αυτές τις φωτογραφίες γίνεται μια προσπάθεια να θυμηθούμε όλα όσα διαδραματίσθηκαν στη πόλη μας αλλά και στη χώρα εκείνες τις ιστορικές στιγμές.
Το τελεσίγραφο
Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 1940, ώρα 3 το πρωί. Ο Ιταλός πρεσβευτής Emmanuouelo Grazzi επισκέπτεται, στην οικία του, τον πρωθυπουργό της Χώρας, Ιωάννη Μεταξά και του επιδίδει τελεσίγραφο με το οποίο ζητούσε, εντός τριών ωρών, την ελεύθερη διέλευση και στάθμευση των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα. Το κείμενο της διακοίνωσης – τελεσιγράφου της ιταλικής κυβέρνησης καταλήγει ως εξής:
«….Όθεν η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν – ως εγγύησιν δια την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν δια την ασφάλειαν της Ιταλίας – το δικαίωμα να καταλάβη δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων δια την διάρκειαν της σημερινής προς την Αγγλίαν ρήξεως, ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Ιταλική κυβέρνησις ζητεί από την Εληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι. Τα στρατεύματα ταύτα δεν παρουσιάζονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και η Ιταλική Κυβέρνησις δεν προτίθεται ποσώς, δια της προσωρινής κατοχής στρατηγικών τινών σημείων, επιβαλλομένης υπό της ανάγκης των περιστάσεων και εχούσης καθαρώς αμυντικόν χαρακτήρα, να θίξη οπωσδήποτε την κυριαρχίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος. Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώσει αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς, τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αύτη δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήσει αντίστασιν, η αντίστασις αυτή θα καμφθή δια των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας αι οποίαι ήθελον προκύψει εκ τούτου».
ΦΩΤΟ 2: 3 Δεκεμβρίου 1940, αναμνηστική φωτογραφία επιστρατευμένων στο Λιμενικό, στην Αλεξανδρούπολη. Αναγνωρίσθηκαν: (1) Δεληκόκας Ιωάννης, (2)Δούκας Μπουλμπουτζής, (3) Πολυζώης Μάκρας, (4) Θόδωρος Καρατζόπουλος, (6) Μαυρίδης, (8)Ράγγος, (9) Χριστόδουλος Χριστοδούλου, (10) Γιώργος Δημουλάς, (12) Μιχάλης Θωμαϊδης, (17) Ματζώρος, (18) Δεληδούκας Μιχάλης.-
Δεν είναι ασφαλώς μια αναμενόμενη επίσκεψη. Με τη γαλλική φράση «Alors, c ‘ est la guerre», που σημαίνει «Πόλεμος λοιπόν», ο Μεταξάς απορρίπτει αμέσως το ιταμό ιταλικό τελεσίγραφο και απευθύνει διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό.
«…Δέκα λεπτά πριν από τις 3 της νύχτας της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο στρατιωτικός μου ακόλουθος, ο διερμηνέας μου και εγώ, φθάσαμε στην καγκελόπορτα μιας μικρής οικίας στην Κηφισιά, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος. Στον φρουρό της οικίας είπα ότι επιθυμώ να δω τον Πρωθυπουργό για κάτι πολύ επείγον. Ο φρουρός άρχισε να χτυπά το κουδούνι του εσωτερικού της οικίας, αλλά δεν ελάμβανε καμίαν απάντηση. Διερωτήθηκα εάν ήτο δυνατόν μια πρωθυπουργική κατοικία να μην απαντά αμέσως. Γιατί εγώ είχα εντολή να παραδώσω το τελεσίγραφον στις 3 π.μ. ακριβώς, της 28/10/1940, λόγω Δε της προσπάθειας μου να ακουσθεί το κουδούνι και να ανοίξει η πόρτα, η ώρα είχε ήδη φθάσει 3. Επιτέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, που έκαμε την εμφάνισή του σε μια μικρή πλαϊνή πόρτα και αναγνωρίζοντάς με, με άφησε να περάσω. Ο Μεταξάς φορούσε μια μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυκτικό. Μου έσφιξε το χέρι και με έβαλε να καθήσω σε ένα μικρό φτωχικό σαλόνι του σπιτιού. Μόλις καθίσαμε, και επειδή η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3, του είπα αμέσως ότι η Κυβέρνησίς μου, μου είχε αναθέσει να το εγχειρίσω προσωπικά ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίον η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της 28/10/1940. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε: «Alors c’est la guerre.» (Λοιπόν έχουμε πόλεμο).Στην συνάντηση αυτή, κατά την θυγατέρα του Μεταξά, ακολούθησε και η εξής στιχομυθία που ο Γκράτσι δεν την αναφέρει:
«Γκράτσι: Pas necessaire, mon excellence (όχι απαραίτητα εξοχότατε!Μεταξάς: Non, c’est necessaire (όχι, είναι απαραίτητο )».Και συνεχίζει ο Γκράτσι την περιγραφή του αυτή:
«…Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποία είχα μπει και όταν ήμασταν στο κατώφλι μου είπε: «Vous etes le plus forts» (είσθε οι πιο ισχυροί). Με την σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στην βαθειά λύπη που τα δονούσε. Νομίζω δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο οποίος μια τουλάχιστο φορά στην ζωή του, να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του. Αν στη μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μια στιγμή κατά την οποία εμίσησα το δικό μου, μια στιγμή κατά την οποίαν το καθήκον του αξιώματος μου φάνηκε σταυρός και όχι μόνο θλιβερός, αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε ο πρεσβύτης εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη τη ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για την χώρα του και που, και κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξει για την πατρίδα του το δρόμο της θυσίας και όχι το δρόμο της ατιμώσεως. Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του…..».
Ο Μεταξάς στο προσωπικό του ημερολόγιο με μεγάλην συντομίαν, περιγράφει ως εξής την συνάντησίν του αυτήν με τον πρέσβη της Ιταλίας Εμμανουέλε Γκράτσι την νύχτα της 28/10/1940.
28η Ο

Το διάγγελμα
Λίγες μέρες αργότερα ο Ιωάννης Μεταξάς θα πει: «Υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλει να μείνει μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήσει. Έστω και χωρίς ελπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει».
Τα Ανακοινωθέντα και τα διαγγέλματα της 28ης Οκτωβρίου 1940.

Συνήθως τα διαγγέλματα έχουν σκοπό να ενημερώσουν και να εμψυχώσουν το λαό. Ο λαός μας, την χαραυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940, δεν χρειαζόταν ενημέρωση. Ήξερε ότι η Ιστορία -η Παγκόσμια Ιστορία- τον καλούσε να θυσιαστεί. Δεν χρειάζονταν ενθάρρυνση. Τα στρατευμένα παιδιά του έσπευσαν “με το χαμόγελο στα χείλη”, να συναντήσουν τον εχθρό. Ήδη έχε ανακοινωθεί από το ραδιόφωνο το διάγγελμα του Πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά που κατέληγε με τη φράση «Νυν υπέρ πάντων ο αγών». Στη συνέχεια ακολούθησαν τα διαγγέλματα του Βασιλέως, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και η ημερήσια διαταγή του Αρχιστρατήγου Αλέξανδρου Παπάγου, που έχουν ως εξής:
Διάγγελμα Βασιλέως “Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως σας ανήγγειλε προ ολίγου υπό ποίους όρους ηναγκάσθημεν να κατέλθωμεν εις πόλεμον κατά της Ιταλίας, επιβουλευθείσης την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος. Κατά την μεγάλην αυτήν στιγμήν είμαι βέβαιος ότι κάθε Έλλην και κάθε Ελληνίς θα εκτελέσωσι το καθήκον των και θα φανώμεν αντάξιοι της ενδόξου ημών Ιστορίας. Με πίστην εις τον Θεόν και εις τα πεπρωμένα της φυλής, το Έθνος σύσσωμον και πειθαρχούν ως εις άνθρωπος, θα αγωνισθή υπέρ βωμών και εστιών μέχρι της τελικής Νίκης. Γεώργιος Β΄».
“Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά Η Α.Μ. ο Βασιλεύς και ο Πρόεδρος της Εθνικής ημών Κυβερνήσεως καλούν ημάς πάντας ίνα αποδυθώμεν εις Άγιον υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αμυντικόν αγώνα. Η Εκκλησία ευλογεί τα όπλα τα ιερά και πέποιθεν ότι τα τέκνα της Πατρίδος ευπειθή εις το κέλευσμα Αυτής και του Θεού, θα σπεύσουν εν μία ψυχή και καρδία να αγωνισθούν υπέρ βωμών και εστιών και της Ελευθερίας και τιμής, και θα συνεχίσουν ούτω την απ’ αιώνων πολλών αδιάκοπον σειράν των τιμίων και ενδόξων αγώνων και θα προτιμήσουν τον ωραίον θάνατον από την άσχημον ζωήν της δουλείας. Και μη φοβούμεθα από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι, ας φοβούμεθα δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα απολέσαι. Επιρρίψωμεν επί Κύριον την μέριμναν ημών και Αυτός θα είναι βοηθός και αντιλήπτωρ εν τη αμύνη κατά της αδίκου επιθέσεως των εχθρών. Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου του Θεού και εν τη γενναιότητι και ανδρείς ημών μεγαλυνθησόμεθα. Χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και πατρός είη μετά πάντων ημών. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρύσανθος”
Η πρώτη Διαταγή του Αρχιστρατήγου Αλέξανδρου Παπάγου προς τους διοικητές των Μεγάλων Μονάδων ήταν λακωνική και πολύ σύντομος. Αποτελείτο από είκοσι μία λέξεις μαρτυρεί την άριστη, επιτελική προπαρασκευή των πολεμικών σχεδίων της χώρας.” (ΓΕΣ/ Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού: “Επίτομη Ιστορία Πολέμου 1940-41”, σελ. 42.): “Από έκτης πρωινής σήμερον περιερχόμεθα εις εμπόλεμον κατάστασιν προς Ιταλίαν. Άμυνα Εθνικού εδάφους διεξαχθή βάσει διαταγών ας έχετε. Εφαρμόσατε σχέδιον επιστρατεύσεως. Παπάγος.”
ΦΩΤΟ 3 : 28 Οκτωβρίου 1940. Έφεδροι από τη Θράκη, λίγο πριν αναχωρήσουν για το μέτωπο. Στο κέντρο ο συμπολίτης μας Κωνσταντίνος Ορδουμποζάνης.
“Αναλαμβάνων την αρχηγίαν του Στρατού καλώ τους αξιωματικούς και οπλίτας του Ελληνικού Στρατού εις την εκτέλεσιν του υψίστου προς την Πατρίδα καθήκοντος με την μεγαλυτέραν αυταπάρνησιν και σταθερότητα. Ουδείς πρέπει να υστερήση. Η υπόθεσις του αγώνος τον οποίον μας επέβαλεν ο αχαλίνωτος Ιμπεριαλισμός μιας Μεγάλης Δυνάμεως, η οποία ουδέν είχε ποτέ να φοβηθή από ημάς, είναι η δικαιοτέρα υπόθεσις την οποίαν είναι δυνατόν να υπερασπισθή ένας Στρατός. Πρόκειται περί αγώνος υπάρξεως. Θα πολεμήσωμεν με πείσμα, με αδάμαστον εγκαρτέρησιν, με αμείωτον μέχρι τελευταίας πνοής ενεργητικότητα. Έχω ακράδαντον την πεποίθησιν ότι ο Ελληνικός Στρατός θα γράψει νέας λαμπράς σελίδας εις την ένδοξον ιστορίαν του Έθνους. Μην αμφιβάλλετε ότι τελικώς θα επικρατήσωμεν, με την βοήθειαν και την ευλογίαν του Θεού και τας ευχάς του Έθνους. Έλληνες αξιωματικοί και οπλίται φανήτε ήρωες.”
ΦΩΤΟ 4: Επιστρατευμένοι έφεδροι της Αλεξανδρούπολης στο Λιμενικό και στον Στρατό Ξηράς για την αεράμυνα της πόλης σε αναμνηστική φωτογραφία στη παραλία. Αναγνωρίσθηκαν (1) Μαυρίδης, (2) Μπουλμπουτζής Δούκας, (3) Θωμαϊδης Μιχάλης, (4) Δεληρόκας Ιωάννης και (5) Καρατζόπουλος Θόδωρος.
Αργότερα η γνωστή ιστορικός Ελένη Αρβελέρ θα πει: «Η Ελλάδα στις 28/10/1940 μπαίνει σε μια σύρραξη που της επιβάλλει, όχι το πολιτικό Κυβερνητικό συμφέρον, αλλά το πολιτικό ήθος, το θάρρος, η τόλμη του Έλληνα. Του κάθε Έλληνα.». (Από την ομιλία της στο Πολεμικό Μουσείο στις 27/10/2010).
Και η Αλεξανδρούπολη στον αγώνα!
ΦΩΤΟ 5 : 28 Οκτωβρίου 1940. Επίστρατοιο της Αλεξανδρούπολης4, σε αναμνηστική τους φωτοιγραφία πίσω από το Φάρο. Αναγνωσρίθηκαν (1) Ιωάννης Δεληρόκας, (2) Δούκας μπουλμπουτζής, (3) Ευάγγελος Παπουτσάκης, (4) Θόδωροςε Καρατζόπουλος, (5) Χριστόδουλος Χριθστοιδούλου, (6) Μιχάλης Θωμαϊδης και (7) Μιχάλης Δεληδούκας.
Οι νέοι της πόλης πηγαίνουν ως «σκαπανείς» στην ΕΟΝ στη μεγάλη αίθουσα της αρμενικής λέσχης, που είχε ήδη επιταχθεί και οι μεν κοπέλες για να πλέκουν τα δε αγόρια για να βοηθούν στον έρανο, να παραλαμβάνουν από τα σπίτια τα πλεχτά που είχαν ετοιμάσει οι γυναίκες και να τα πακετάρουν για να προωθηθούν στο μέτωπο, ή για να βοηθήσουν το βράδυ την αεράμυνα σε περιπολίες στη πόλη. Όλα βέβαια μέχρι να φθάσει η πρώτη φουρνιά από τραυματίες και κρυοπαγημένους, τους οποίους μετέφεραν στην Ακαδημία και το Γαλλικό Σχολείο, που είχαν επιταχθεί για να χρησιμοποιηθούν ως Νοσοκομεία. Εκεί έτρεχε ο κόσμος να συμπαρασταθεί στους τραυματίες, να τους ενθαρρύνει, να τους βοηθήσει με κάποια τρόφιμα και να προσφέρει σ΄ αυτούς όποια άλλη βοήθεια μπορούσε, κυρίως οι κοπέλες που είχαν γραφεί ως ερυθροσταυρίτισες και ασκούσανε χρέη Νοσοκόμων.
ΦΩΤΟ 6 : Ο Αλεξανδρουπολίτης Γεράσιμος Χρ. Κόντος ( πρόσκοπος του 2ου Σ.Π. Αλεξανδρούπολης), στο βομβαρδιστικό του αεροπλάνο τύπου «BALTIMORE» στο Μέτωπο της Ιταλίας το 1944. Η ζωγραφική απεικόνιση των οβίδων στα πλευρά του αεροσκάφους, σημαίνει τις 77 επιτυχείς αποστολές βομβαρδισμού που είχε εκτελέσει στις πολεμικές επιχειρήσεις του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Και κάθε φορά που ο Ελληνικός Στρατός, εκεί ψιλά στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου σημείωνε και μια επιτυχία η καμπάνα του Αι Νικόλα χτυπούσε χαρμόσυνα και ανήγγειλε στο κόσμο τις επιτυχίες των παιδιών μας. Η πτώση της Κορυτσάς, του Αργυρόκαστρου, της Πρεμεντής, της Χειμάρας….. ήταν μερικά μόνο από τα χαρμόσυνα μηνύματα της καμπάνας! Όταν στις 6 Απριλίου 1941, όταν, αντί για τις καμπάνες, ήχησαν και πάλι οι σειρήνες για να αναγγείλουν την επίθεση των στρατευμάτων του Γ΄ Ράιχ στη χώρα μας! Και νέοι αγώνες θα ακολουθούσαν στα οχυρά του Ρούπελ, του Μπέλες, του Νυμφαίου, στα βόρεια της Ελλάδας για να αποτρέψουν την είσοδο των Γερμανών στη χώρα! Και θα ακολουθήσει η είσοδός των Γερμανών στη πόλη τρεις μέρες αργότερα και στη συνέχεια η παράδοση της στους Βούλγαρους! Και ξεκίνησε νέα προσφυγιά για όσους μπόρεσαν και έφυγαν από τη πόλη αλλά και το μαρτύριο της σκλαβιάς για όσους παρέμειναν στη πόλη. Και μετά η Εθνική Αντίσταση, που έγγραψε και αυτή και εδώ στον Έβρο, όπως σ΄ ολόκληρη τη χώρα, τη δική της ένδοξη ιστορία.
Πηγές: Περιοδικό “Πολιτικά Θέματα”, 28 Οκτ. 1994, “Κείμενα Ελλήνων”.
«Στο δέντρο του ερημίτη» Σοφία Κλήμη – Παναγιωτοπούλου, εκδόσεις Ερωδιός. Δημ. Τσάκωνα – Καθηγητού, “Ι. Μεταξάς”, σειρά άρθρων του στην εφημερίδα “ΕΣΤΙΑ” Νικ. Καρρά, “Ο Ι. Μεταξάς”, ιστορική πολιτική προσσέγισις – Εκδόσεις Πελασγός 1994 Εμμανουέλε Γκράτσι, Πρεσβευτού Ιταλίας το 1940, “Η αρχή του τέλους – Η επιχείρηση κατά της Ελλάδος”, βιβλιοπωλείο της “Εστίας” Ι.Δ.Κολλάρου & Σια Α.Ε., Μετάφραση Χρύσα Γκίκα. Ι. Μεταξά, “Το ημερολόγιόν μου”, Εκδόσεις Γκοβόστη Ελένη Αρβελέρ, Καθηγήτρια Παν. Σορβόνης, “28 Οκτωβρίου 1940. Σημείον αναφοράς της Ελληνικής Ιστορίας”. Διάλεξη στο Πολεμικό Μουσείο. Γενικόν Επιτελείον Στρατού – Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού. Α. Η προς τον πόλεμον προπαρασκευή 1923-1941 -“SALUTE TO GREECE”, An Antbology of Cartoons publisbed in tbe Britisd Press.