Η επίσκεψη Πλαστήρα στο Διδυμότειχο το 1923 και ο πόλεμος προς την Τουρκία, που δεν έγινε τότε

1678

Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης

Η επίσκεψη του Νικόλαου Πλαστήρα, τον Απρίλιο του 1923 στο Διδυμότειχο, υπήρξε σημαντικό γεγονός για την πόλη, αλλά και για την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων στη Λωζάννη για την υπογραφή της γνωστής συνθήκης ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, γιατί συνδέθηκε με μεγάλες επιθεωρήσεις των ελληνικών στρατευμάτων που επιχειρούσαν την αναδιοργάνωσή τους στον Έβρο μετά την δραματική Μικρασιατική Καταστροφή. Και δημιούργησε κλίμα πιθανής νέας ένοπλης αντιπαράθεσης με την Τουρκία, όπως φάνηκε λίγο αργότερα.

Ο Πλαστήρας ως αρχηγός της Επανάστασης του 1922 συνοδευόμενος από τον αρχιστράτηγο Θεόδωρο Πάγκαλο και τον στόλαρχο Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο, περιόδευσαν στην Βόρεια Ελλάδα  με στόχο να καταστεί γνωστό στο εξωτερικό ότι η Ελλάδα καθίσταται ξανά ισχυρή και επιχειρεί να διεκδικήσει τα εθνικά δίκαιά της. Άσχετα βέβαια αν εκτός από την Ανατολική Θράκη τον Οκτώβριο του 1922 χάσαμε εντελώς άδικα την Ανατολική Θράκη και το 1923 την περιοχή του Καραγάτς, για να μην πληρώσουμε πολεμικές επανορθώσεις στην Τουρκία.

Όπως είναι γνωστό με αφετηρία τη 18η Οκτωβρίου 1922, επιταχύνθηκαν οι προσπάθειες για την αναδιοργάνωση του ηττημένου στρατού στη Μικρά Ασία, ο οποίος μπορούσε να αποτελέσει χρήσιμο διπλωματικό όπλο στις διαπραγματεύσεις που ξεκινούσαν στη Λωζάννη, για ειρήνευση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Οι «αδιάλλακτοι» της Επανάστασης του 1922 με επικεφαλής τον Θ. Πάγκαλο έβλεπαν τη στρατιά του Έβρου ως  ευκαιρία ανακατάληψης της Ανατολική Θράκης χωρίς όπως να υπολογίζουν τα ευρύτερα διπλωματικά και στρατιωτικά δεδομένα και τη στάση των ευρωπαϊκών κρατών που εκείνη την εποχή δεν ήταν φιλική προς τη χώρα μας.

Τα γεγονότα ήταν πυκνά, το διπλωματικό παρασκήνιο σε Ελλάδα και Ευρώπη έντονο, οι Έλληνες με το κεφάλι σκυμμένο από τη φοβερή ήττα στη Μικρά Ασία… Μόνο ο στρατός στον Έβρο, χάριζε κάποια χαμόγελα ελπίδας.

Τρεις αρχηγοί κινάν΄ και παν΄…

Οι τρεις αρχηγοί ξεκίνησαν τη νύχτα της 12ης Απριλίου από τη Χαλκίδα με το μικρό βοηθητικό σκάφος του στόλου «Τένεδος» και στις 13 ήταν στο Παγασητικό όπου πραγματοποίησαν επιθεώρηση πολεμικών πλοίων. Από εκεί με το ταχύπλοο «Αρκαδία» επισκέφθηκαν τη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια το Άγιον  Όρος. Στη Μονή Ιβήρων ο ηγούμενος, προσφωνώντας τον Πλαστήρα τόνισε μεταξύ άλλων:

«Επί του θρόνου τούτου, εστάθη με κατάνυξιν και έλαβε την ευχήν της Εκκλησίας ο στρατηλάτης Νικηφόρος Φωκάς όταν μετέβαινε δια να σώση την Κρήτην από τους Άραβας επιδρομείς. Και σύ, αρχηγέ, σήμερον, μεταβαίνων εις τα όχθας του Έβρου, ένθα ο ίδιος εχθρός απειλεί το Ελληνικόν Έθνος και την θρησκείαν του Χριστού, ευρίσκεσαι σήμερον κατά Θείαν οικονομίαν επί του θρόνου τούτου…».

Επόμενο λιμάνι όπου αποβιβάσθηκαν ήταν η Καβάλα, με διοικητή Μεραρχίας τον Γεώργιο Κονδύλη. Από εκεί συνέχισαν την περιοδεία τους με αυτοκίνητα. Πέρασαν από Ξάνθη και Κομοτηνή, από Αλεξανδρούπολη, Φέρες και Σουφλί, όπου σε κάθε πόλη επιθεωρούσαν τις στρατιωτικές δυνάμεις που έδρευαν εκεί.

Κατά τη διάρκεια της περιοδείας, ο Πάγκαλος χάρισε σε ένα δημοσιογράφο τη φωτογραφία του, στην οποία είχε γράψει ιδιοχείρως «Υπέρ τα Είδωλα και τα άτομα η Πατρίς- Θ. Πάγκαλος».

Τους αρχηγούς συνόδευε και ο γνωστός μουσουργός Μανόλης Καλομοίρης, ο οποίος έφερε το βαθμό του ταγματάρχη και με αυτή την ιδιότητα, επιθεωρούσε παράλληλα με τους αρχηγούς τις στρατιωτικές φιλαρμονικές των διαφόρων μονάδων.

Η άφιξη Πλαστήρα- Πάγκαλου- Χατζηκυριάκου στο Διδυμότειχο

Η άφιξη των αρχηγών στο μακρινό Διδυμότειχο, έγινε στη 1 το μεσημέρι, στις 25 Απριλίου 1923.

Στο Διδυμότειχο τότε στρατιωτικός διοικητής ήταν «ο μέγας σιγηλός» κατά την έκφραση της εφημερίδας «Πατρίς» ο στρατηγός Χαράλαμπος Τσερούλης, εμπειροπόλεμος από την εκστρατεία στη Μικρά Ασία και επιτελάρχης του «ο ογκώδης εις σώμα και μόρφωσιν και πατριωτισμόν  και ανδρείαν» Θεόδωρος Χαβίνης. Είχαν παραταχθεί με τιμητικό άγημα στο σιδηροδρομικό σταθμό.

Το μεσημέρι, είχαν κλείσει όλα τα καταστήματα στην πόλη. Στο μήκος της διαδρομής από το σταθμό, είχαν στηθεί αψίδες με ωραία συνθήματα όπως «Ζήτω ο Στρατός», «Ζήτω το Έθνος», «Καλώς Ώρισες Αρχηγέ», «Ζήτω η Επανάστασις» κ.λπ

Τους Πλαστήρα, Χατζηκυριάκο και Πάγκαλο, υποδέχτηκαν και οι πολιτικές αρχές της πόλης με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Φιλάρετο (κατά κόσμον Βαφείδη) τον πολιτικό υποδιοικητή Νεοκλή Χαστόγλου (σ.σ. αργότερα γνωστό συμβολαιογράφο του Διδυμοτείχου), τον δήμαρχο Π. Μαυρομάτη, τον πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου ιατρό Ευάγγελο Γιαγτζή, με όλους τους δημοτικούς συμβούλους, ιερείς, αντιπροσωπείες της αρμενικής, ισραηλιτικής και οθωμανικής κοινότητας και πλήθος λαού. «Η από του σταθμού μέχρι της πόλεως μακρά οδός κατεκλύζετο υπό πολυαρίθμου πλήθους αποτελούντος θέαμα εξόχως ωραίον» κατά την περιγραφή του «Ελεύθερου Τύπου».

Στη 1 μ.μ. ακριβώς, κατέφθασε η αμαξοστοιχία, η οποία έγινε δεκτή με ζητωκραυγές. Υπό τους ήχους σαλπίγγων και των επευφημιών του κόσμου, οι αρχηγοί επιθεώρησαν το παρατεταγμένο τιμητικό άγημα. Στη συνέχεια τους καλωσόρισε ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου ιατρός Ευάγγελος Γιαγτζής.  Μετά την υποδοχή στο σιδηροδρομικό σταθμό οι αρχηγοί και οι άλλοι επίσημοι επιβιβάσθηκαν σε αυτοκίνητα και κατευθύνθηκαν προς το κέντρο του Διδυμοτείχου.

Οι κάτοικοι του Διδυμοτείχου  χαρούμενοι και ενθουσιώδεις είχαν σημαιοστολίσει την πόλη τους και κατέβηκαν στο σταθμό, ενώ στο δρόμο προς την πόλη είχαν παραταχθεί οι μαθητές των σχολείων, που τραγουδούσαν πατριωτικά άσματα. Μαθητές και μαθήτριες με τον επιθεωρητή των σχολείων της περιφέρειας Α. Ρέλια, το διευθυντή της Αστικής Σχολής Γεώργιο Βαφειάδη, τον δάσκαλο Νικόλαο Πετσόγλου και τις δασκάλες Αικατερίνη Κοσμά, Αικατερίνη Σκίζα, Ασπασία Τσιγκά, Ευσεβία Ψαλτοπούλου, Α. Βλαχοπούλου, Π. Παπανέστορος,  Χρυσαυγή Πετσόγλου, Μαρία Πετσόγλου Ε. Χατζηθεμιστοκλέους, Σ. Παπαχρίστου και Ελένη Σταϊκίδου και οι πρόσκοποι του Μ. Οικονόμου, είχαν παραταχθεί στους δρόμους. Μαθητές- μαθήτριες και πρόσκοποι κατέλαβαν όλα τα πεζοδρόμια. Ενώ κοπέλες με γεμάτα κάνιστρα έραιναν με πέταλα λουλουδιών τους επισκέπτες.

Ο επιθεωρητής Ρέλιας προσφώνησε τον Πλαστήρα τονίζοντας:

«Ένδοξε αρχηγέ, διδάσκαλοι και μαθητιώσα νεολαία της πόλεως του Διδυμοτείχου, σας προσφωνούν δια του επιθεωρητού των το καλώς ήλθατε και εκφράζουσι την βαθείαν αυτών ευγνωμοσύνην προς την Επανάστασιν δια την μέχρι τούδε συντελεσθείσαν εργασίαν της και αδειάσειστον πεποίθησιν , ότι εντός ελαχίστου χρόνου η ενέργειά αύτη θέλει στεφθεί υπό ενδόξου επιτυχίας. Ζήτω η Επανάστασις, Ζήτω ο Στρατός».

Και ενώ οι μαθητές και οι μαθήτριες χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν, η μαθήτρια Οικονομίδου  πρόσφερε ανθοδέσμη στον Πλαστήρα και τον προσφώνησε:

«Εκ μέρους των σεβαστών διδασκάλων και της μαθητιώσης νεολαίας, προσφέρω την παρούσαν εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης».

Ο Πλαστήρας συγκινημένος απαντά απευθυνόμενος προς τον επιθεωρητή Ρέλλια:

«Έκφρασον προς τε τους διδασκάλους και την μαθητιώσαν νεολαίαν τας ευχαριστίας μου και διαβεβαιώσατε αυτούς ότι μία ηθική αγωγή είναι εκείνη ήτις θα παρουσιάση τους άνδρας της Ελλάδος οίτινες και πάλιν θα δοξάσουν αυτήν. Ζήτωσαν τα σχολεία».

Τον Πλαστήρα προσφώνησε και ο μητροπολίτης Φιλάρετος.

Οι πρόσφυγες που κατέφυγαν στο Διδυμότειχο

Αίσθηση προκάλεσε η ομιλία του προέδρου του συλλόγου Θρακών και Μικρασιατών Διδυμοτείχου, Οικονομίδη, ο οποίος διερμηνεύοντας τα πάθη και την πίκρα των διωγμένων προσφύγων, τόνισε μεταξύ άλλων:

«Όταν ύστερα από την ανέλπιστη καταστροφή στη Μ. Ασία του μεγάλου έργου που δεν φαντάσθηκε η Ελληνική καρδία και το οποίον έκτισαν τόσα τίμια αίματα παιδιών από όλα τα μέρη που κατοικούσε η Ελληνική φυλή, σεις με τους διαλεκτούς συντρόφους σας κατορθώσατε να κρατήσητε υψηλά την Ελληνική σημαία και να σώσητε με τον αθάνατο σαν παραμύθι ηρωισμό σας, ό,τι ήταν δυνατό».

Ο Οικονομίδης αναφέρθηκε στην επιβολή της Επανάστασης, στην αναζωπύρωση των ελπίδων ότι θα ξαναπάμε στη Σμύρνη και αναφερόμενος στην άδικη συνθήκη των Μουδανιών, υπενθύμισε ότι «το κακό μας ήρθε από τη Δύση και αφήσαμε οι Θράκες ό,τι τιμημένο και ατίμητο είχαμε, περιμαζεύσαμε με βία ό,τι μπορούσαμε να φέρουμε μαζί μας και περάσαμε άθελα πέραν του Έβρου με μόνη τη σκοτεινή ελπίδα, ότι ίσως μια απόμακρη μέρα, η πατρίδα θα εκδικηθή δια το άδικον αυτό».

 Ήταν ο καημός των προσφύγων που υποχρεώθηκαν με τη συνθήκη των Μουδανιών να εγκαταλείψουν μέσα σε λίγες μέρες την Ανατολική Θράκη και να φύγουν μόνο με τα ρούχα που φορούσαν.

 

Ο Πλαστήρας απάντησε στον Οικονομίδη, ότι ο λόγος των προσφύγων τον συγκίνησε περισσότερο από τους άλλους λόγους.

«Άμα τη καταστροφή– είπε-σπεύσαμε να σώσωμε την Θράκην. Εγώ ο ίδιος μετέβην εις Θράκην και εις τα Μουδανιά. Λόγω του ότι η Επανάστασις είχεν εκραγή αργά, δεν κατωρθώθη να σωθή. Αν και αργά εν τούτοις πολλά ηδυνήθημεν να σώσωμεν κατά την Συνδιάσκεψιν της Λωζάνης. Ό,τι εξηρτάτο εκ μέρους μας και ό,τι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν να γίνει, έγινε. Είμεθα πανέτοιμοι, το ηθικόν του στρατού μας είναι άριστον και το παν ήδη αφήνουμε στην τύχη. Αν δε, δοθή η ευκαιρία της διελεύσεως, τότε θα ιδήτε τα θαύματα του στρατού μας όχι δε μόνον η Θράκη θ’ ανακτηθή αλλά και αυτοί οι Μικρασιάται θα ίδουν τας εστίας των».

Ο Πλαστήρας αφού έθρεψε τις ελπίδες των προσφύγων, κατόπιν πήγε στο Δημαρχείο της πόλης, όπου δέχτηκε σε ακρόαση διάφορες επιτροπές από σωματεία και κοινότητες.

Οι αρχηγοί και η ακολουθία τους, διανυκτέρευσαν στο Διδυμότειχο.

Την επομένη, έγινε η επιθεώρηση Μεραρχίας. Διοικητής της επιθεωρούμενης Μεραρχίας ο στρατηγός Δημήτριος Πετρίτης, που δέχτηκε τα συγχαρητήρια αλλά και τις υποθήκες της ηγεσίας της Επανάστασης. Επιτελάρχης του ο ταγματάρχης Σπανόπουλος.

 

Η επιθεώρηση έγινε σε ένα αναπεπταμένο πεδίο σχετικά υπερυψωμένο στην ευρύτερη περιοχή του Διδυμοτείχου. Την άλλη μέρα με το τρένο ξεκίνησαν για το Καραγάτς, το οποίο ακόμα ήταν Ελληνικό. Όλοι τους, πλην του Πλαστήρα, που προτίμησε να φύγει πιο νωρίς με αυτοκίνητο για να επισκεφθεί και να δει από κοντά και τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.

Μετά την επιθεώρηση στο Καραγάτς επέστρεψαν στην Αλεξανδρούπολη για να επιβιβασθούν στο ατμόπλοιο «Αρκαδία» για το ταξίδι της επιστροφής.

Ο Πλαστήρας επιστρέφοντας στην Αθήνα, δήλωσε μεταξύ άλλων για τη περιοδεία του και την επιθεώρηση της Στρατιάς της Θράκης:

«Το παρουσιαζόμενον εν Θράκη έργον είναι υπέροχον και επιστρέφω εκείθεν με την γαλήνην της ψυχής, την οποίαν εμπνέει ένας στρατός άξιος της Πατρίδος».

Το παρασκήνιο

Και ενώ η επίσκεψη των αρχηγών στο Διδυμότειχο και τις άλλες πόλεις έδειχνε μια εικόνα ιδανική για την ανασύνταξη του στρατού, στο παρασκήνιο μαίνονταν ο πόλεμος των φιλοδοξιών του Πάγκαλου, που είχε τεθεί επικεφαλής της μερίδας των αδιάλλακτων στρατιωτικών μαζί με τον Χατζηκυριάκο και των Πλαστήρα- Γονατά, που ακολουθούσαν τη γραμμή του Βενιζέλου και επεδίωκαν την λεγόμενη «έντιμη ειρήνη» και τις καλές σχέσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις της Αντάντ.

Χαρακτηριστική είναι μια επιστολή του επιστήθιου φίλου του Ελευθέριου Βενιζέλου, Βασίλειου Σκουλά, ο οποίος σε ιδιόγραφη επιστολή του στις 6 Δεκεμβρίου 1922 έγραφε προς τον πρώην πρωθυπουργό ανάμεσα στα άλλα:

«… ο μεν Πλαστήρας κατά την αντίληψίν μου, θέλει συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις σου απαρεγκλίτως, ο δε Πάγκαλος, πολυπραγμονέστερος του άλλου μολονότι τας συμβουλάς και γνώμας σου σέβεται απεριορίστως και μου εδήλωσεν αμέσως υποταγήν εις τας κρίσεις σου, κάτι κατά φρένα και θυμόν μηρμηρίζει, δοθησομένης ευκαιρίας….».

Είναι μια εικόνα της πολιτικής κατάστασης, που καθόριζε σε πολλά, το πολιτικό παρασκήνιο και οι φιλοδοξίες κάποιων στρατιωτικών.

Στη Λωζάννη, είχε διαφανεί αρχικά ότι βαίνουμε προς αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Ο Βενιζέλος  έστειλε στον Πλαστήρα τηλεγράφημα , με το οποίο του εξηγούσε ότι προέλαση του ελληνικού στρατού στην Ανατολική Θράκη, χωρίς να συμπράξει η Σερβία και να εξασφαλισθεί η ουδετερότητα της Βουλγαρίας, θα αποτελούσε για τη χώρα μας, επιλογή άκρως επικίνδυνη. Αυτό το ενδεχόμενο το απέρριπτε ο Βενιζέλος χωρίς δεύτερη σκέψη και ειδοποιούσε τον αρχηγό της Επανάστασης χαρακτηριστικά:

«Εγώ, τουλάχιστον, δεν δύναμαι να μετάσχω τοιαύτης ευθύνης, παραιτούμενος δε της αντιπροσωπείας, θα περιορισθώ εις ευχάς υπέρ επιτυχίας παρατόλμου επιχειρήσεως, ήτις δύναται να οδηγήση εις πλήρη καταστροφήν Ελλάδος».

Πάντως περίπου ένα μήνα μετά την επίσκεψη των αρχηγών στο Διδυμότειχο, στη Λωζάννη, οριστικοποιήθηκε εις βάρος  της Ελλάδας η υπόθεση της παραχώρησης του Καραγάτς στους Τούρκους, για να μην επιμείνουν στην πληρωμή πολεμικών επανορθώσεων για καταστροφές που προκάλεσαν τα ελληνικά στρατεύματα στη Μικρά Ασία. Χαρακτηριστική, σαν μαχαιριά στους Ανατολικοθρακιώτες, που τότε φυσικά δεν την γνώριζαν αφού ήταν απόρρητη, είναι η επιστολή του πρωθυπουργού Στυλιανού Γονατά προς την ελληνική αποστολή στη Λωζάννη στις 17 Μαΐου 1923. Ένα απόσπασμά της:

«Πάντες συνεφώνησαν με γνώμην Κυρίου Βενιζέλου αφ’ ού ουκ είναι άλλως  γενέσθαι. Παρακαλούσι μόνον ομοθύμως (σ.σ. Πλαστήρας, Υπουργικό Συμβούλιο και Αρχηγός Στρατού Πάγκαλος) ως πρώτον αντάλλαγμα προτείνητε τρίγωνον ποταμών Άρδα και Μαρίτσα και μόνον εν εσχάτη ανάγκη προσφέρητε πόλιν Καραγάτς. Εθεωρήσαμεν αναγκαίον ομοθύμως χάριν εξακολουθήσεως συνεργασίας μετά Κυρίου Βενιζέλου προβώμεν εις θυσίαν ταύτην θίγουσαν εθνικήν ψυχήν και μειούσαν εν μέρει έργον και γόητρον επαναστάσεως και διότι πιστεύομεν μάλλον εις την πιθανότητα ότι οι Τούρκοι δεν θέλουσιν αποδεχθή προτάσεις ταύτας. Προβαίνοντες εις θυσίας αυτάς ελπίζομεν ότι θέλομεν αποκτήσει ευμένειαν ή τουλάχιστον ουδετερότητα Μ. Δυνάμεων και ιδίως Γαλλίας και Αγγλίας εν ή περιπτώσει προτάσεις αύται δεν γίνωσιν αποδεκταί παρά Τούρκων».

Μάταιες ελπίδες, ότι η Τουρκία δεν θα αποδεχθεί τις ελληνικές προτάσεις και αγωνιώδης προσπάθεια να αποκτήσουμε την ευμένεια ή τουλάχιστον την ουδετερότητα των Μεγάλων Δυνάμεων. Τελικά, χάθηκε η Ανατολική Θράκη, που ήταν στόχος να μην χαθεί, όταν έγινε η Επανάσταση τον Αύγουστο του 1922, χάθηκε και το Καραγάτς το 1923. Ήταν «η θυσία της Ιφιγένειας» για να αποκτήσουμε την ευμένεια Γαλλίας και Αγγλίας…

Ένα βήμα πριν από νέο πόλεμο

Όμως την 17η Μαΐου 1923, που γράφηκε η επιστολή του Γονατά, η Ελλάδα εξαιτίας των εξελίξεων στη Λωζάννη, βρέθηκε ένα βήμα πριν από την έναρξη νέου πολέμου  με την Τουρκία.

Πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα:

Στην Αθήνα, αποφασίστηκε να συγκληθεί σύσκεψη κορυφής στις 7 Μαΐου 1923. Στη σύσκεψη μετείχαν ο αρχηγός της Επανάστασης Πλαστήρας, ο πρωθυπουργός Γονατάς, οι αρχηγοί στρατού και στόλου Πάγκαλος και Χατζηκυριάκος και υπουργοί της κυβέρνησης, που ήταν όλοι αξιωματικοί, με μοναδικό μη στρατιωτικό τον υπουργό Εξωτερικών Απόστολο Αλεξανδρή. Στη σύσκεψη κορυφής επικράτησε η τάση των αδιάλλακτων και αποφασίστηκε να αντικατασταθεί ο Βενιζέλος ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας από τον υπουργό Εξωτερικών Αλεξανδρή, ο οποίος εστάλη στην  Ελβετία.

Τελικά η επαναστατική κυβέρνηση με την επικράτηση αδιάλλακτων ειδοποίησε τον Αλεξανδρή που είχε ήδη φτάσει στη Λωζάννη, ότι ακόμη κι αν οι σύμμαχοι δεν άφηναν να περάσει τα Στενά των Δαρδανελίων  ο ελληνικός στόλος, οι επιχειρήσεις του στρατού ξηράς ήταν  εξασφαλισμένες κατά τη γνώμη του Πάγκαλου. Η κυβέρνηση έδειχνε να αποδέχεται ως μοναδική λύση την επίθεση κατά της Τουρκίας. Παράλληλα με την ειδοποίηση των Βενιζέλου και Αλεξανδρή στη Λωζάννη δινόταν στον αρχιστράτηγο Πάγκαλο η διαταγή να είναι έτοιμος ο στρατός για επίθεση τα ξημερώματα της 27ης Μαΐου 1923.

Κρίσιμο όμως ήταν το πρωινό της 26ης Μαΐου. Οι Τούρκοι είχαν αντιληφθεί την πρόθεση της Ελλάδας για επίθεση. Ο Ισμέτ πασάς, που εμφανιζόταν ανένδοτος και απαιτητικός, τελικά αποδέχτηκε την πρόταση του Βενιζέλου να παραχωρηθεί στην Τουρκία η περιοχή του Καραγάτς και τα χωριά Μποσνάκιοϊ και Ντεμιρτάς αντί να πληρώσει η Ελλάδα πολεμικές επανορθώσεις στην Τουρκία. Η συνεδρίαση στη Λωζάννη λύθηκε. Η συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ήταν γεγονός.

Έτσι όταν ξημέρωσε η 27η Μαΐου οι εφημερίδες έβγαιναν με πηχυαίους τίτλους ότι επιτεύχθηκε ειρήνη!!!

Τα μαντάτα είχαν φτάσει γρήγορα στην  Αθήνα με τηλεγραφήματα. Οι ηγέτες της Επανάστασης Πλαστήρας και Γονατάς φάνηκαν ανακουφισμένοι όπως έδειξαν με τηλεγραφήματα τους στον Βενιζέλο. Εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη  τους αλλά και της πατρίδας για την επίτευξη έντιμης ειρήνης. Αντίθετα οι αρχηγοί στρατού και στόλου Πάγκαλος και Χατζηκυριάκος, δεν έδειξαν ενθουσιασμό με την είδηση αυτή και έστειλαν τηλεγράφημα σε Βενιζέλο και Αλεξανδρή, με το οποίο ουσιαστικά τους αποδοκίμαζαν για την επίτευξη της ειρήνης:

«Αποδεχόμενοι κατ’ ανάγκην χάριν τιμής της Ελλάδος, ατυχή λύσιν, επειδή αύτη εγένετο κατά παράβασιν ρητής εγγράφου εντολής δοθείσης Υπουργόν Εξωτερικών, αρχηγοί Στρατού και Στόλου πενθούντες από χθες εκφράζουν την βαθείαν λύπην των, αίροντες εφεξής την προς την αντιπροσωπείαν εμπιστοσύνην των».

Δυο μέρες αργότερα, ο Πάγκαλος δήλωσε στους δημοσιογράφους στη Θεσσαλονίκη:

«Ο Στρατός και ο Στόλος μετά της μεγαλυτέρας θλίψεως απεδέχθησαν την ειρήνην, καθ’ ήν στιγμήν χάριν εις αυτούς αναδιοργανωθέντας, είμεθα απολύτως βέβαιοι, ότι ηδυνάμεθα να πλήξωμεν τους Τούρκους όχι μόνο εις τη Θράκη, αλλά και  εις την Μικράν Ασίαν».

Έτσι έκλεισε μια ακόμα σελίδα της ιστορίας, με αθώο θύμα της το Καραγάτς, που ενώ με τη συνθήκης των Σεβρών, η οποία όμως έμεινε στα χαρτιά, παρέμενε Ελληνικό, με τη συνθήκη της Λωζάννης η οποία εξακολουθεί να ισχύει, παραχωρήθηκε και αυτό στην Τουρκία.