Νίκος Χατζηνικολάου: Ο σπουδαίος Διδυμοτειχίτης τενόρος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής

1732

ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ Ο ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΙΤΗΣ ΤΕΝΟΡΟΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΛΥΡΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗ

Κείμενο του Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη)

Ένα αφιερωματικό κείμενο,  δίκην μνημοσύνου,  για την συμπλήρωση ενός έτους από την εκδημία του.

Πριν ακριβώς από ένα χρόνο, στις 19 Σεπτεμβρίου 2018, εξμέτρησε το ζην μια σπουδαία προσωπικότητα της ελληνικής και όχι μόνο λυρικής σκηνής, πρόκειται για τον Διδυμοτειχίτη διεθνούς φήμης τενόρο Νίκο (Κόλλια) Χατζηνικολάου.

Γεννήθηκε στο Διδυμότειχο το 1922, ο πατέρας του Χριστοφίλης καταγόταν από την ανατολική Ρωμυλία και η μητέρα του Μάρθα Γκούξου καταγόταν από τον Κυπρίνο. Το σπίτι τους ήταν στον συνοικισμό επί της οδού Μαυροκορδάτου (δίπλα στο σπίτι του παλαιού δημάρχου Διδυμοτείχου Μιχαήλ Καρακώτσογλου, σύμφωνα με την μαρτυρία του κου Παντελή Αθανασιάδη).

Σε συνέντευξη που έδωσε στον Βασίλη Κάργα για το περιοδικό ¨Βορέας¨, αναφέρει για τα παιδικά του χρόνια στο Διδυμότειχο τα εξής : «Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Διδυμότειχο, όπου έζησα μέχρι 20 χρονών. Έχω πολύ όμορφες αναμνήσεις. Πηγαίναμε στο ποτάμι (Ερυθροπόταμος), κολυμπούσαμε, παίζαμε ποδόσφαιρο με υφασμάτινες μπάλες. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια».

Το φωνητικό του ταλέντο, είχε αρχίσει να διακρίνεται ήδη από τα χρόνια του Δημοτικού σχολείου με τα γνωστά επετειακά τραγούδια, όπου οι δάσκαλοι τον ξεχώρισαν αμέσως. Στην παραπάνω συνέντευξη αναφέρει ότι από το Διδυμότειχο άρχισε η μουσική του καριέρα, και θυμάται ότι : «ήμουν ακόμη μαθητής στην έκτη τάξη Δημοτικού όταν με επέλεξαν σε μια γιορτή του σχολείου να τραγουδήσω τον ¨Γέρο Δήμο¨. Στη συνέχεια όταν ήμουν μαθητής στην πρώτη Γυμνασίου, ένας πολύ καλός μουσικός ο Γιώργος Τσιτσιπάπας[1], που διατηρούσε μαντολινάτα, με παρότρυνε να τραγουδήσω κλασικό ρεπερτόριο. Τότε τραγούδησα για πρώτη φορά τη Σερενάτα του Σούμπερτ, και στη δεύτερη τάξη Γυμνασίου ερμήνευσα την Προσευχή από την Τόσκα του Πουτσίνι». Ο Τσιτσιπάπας, ήταν ένας υπάλληλος του Δημόσιου Ταμείου, που ήξερε μουσική και έφτιαχνε χορωδίες στα σχολεία, όπου δίδασκε αφιλοκερδώς. Με το που άκουσε το νεαρό τότε Νίκο, αναγνώρισε το μεγάλο ταλέντο του, τον συμπεριέλαβε στη χορωδία του, και για να τον προφυλάξει του απαγόρευσε να τραγουδά στα ¨πάρτυ¨ για να μην φθαρεί η φωνή του.

Σε μία άλλη συνέντευξή του, που έδωσε στον Θεοδόση Π. Βαφειάδη στο ιστολόγιο ¨Νότες Λογοτεχνίας¨, ο Νίκος Χατζηνικολάου αναφέρει για τα πρώτα καλλιτεχνικά του βήματα στο Διδυμότειχο τα εξής : «η οικογένειά μου αν και καλλίφωνη δεν είχε σχέση με τη μουσική. Όμως στάθηκα και πάλι τυχερός, αν και αυτά είναι λίγο ως πολύ γνωστά. Τότε έδωσε ο Αττίκ μια παράσταση στο σχολείο με συμμετοχή παιδιών και ο καθηγητής μου πρότεινε εμένα. Το παράδοξο βέβαια είναι ότι με βάλανε να τραγουδήσω την άρια της Τόσκα, που μου την είχε μάθει ο Γιώργος Τσιτσιπάπας». Σύμφωνα με πληροφορίες της κόρης του Νίκου Χατζηνικολάου Μάρθας, ο Αττίκ ενθουσιάστηκε από τη φωνή του νεαρού Διδυμοτειχίτη και ζήτησε να τον ακολουθήσει στην Αθήνα, αλλά λόγω της τότε ηλικίας του, αυτό δεν ήταν εφικτό. Από το παραπάνω απόσπασμα της συνέντευξης πληροφορούμαστε ότι ο μεγάλος Αττίκ είχε επισκεφθεί και το Διδυμότειχο.

Σε ηλικία 19 ετών ο Νίκος Χατζηνικολάου, όπως και οι υπόλοιποι συμπατριώτες του, βίωσε τη Γερμανική κατοχή στο Διδυμότειχο. Κατά τη διάρκεια των σκοτεινών εκείνων χρόνων, είχε ενεργό συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση, δράση για την οποία τιμήθηκε αργότερα με μετάλλιο από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.  Μετά την απελευθέρωση λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και των δυσκολιών του εμφυλίου πολέμου, πήρε την απόφαση να φύγει από την γενέτειρά του, και να κυνηγήσει το όνειρό του, που ήταν να ανοιχτεί στα πελάγη της μουσικής. Αναφορικά με τα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου, ο Νίκος Χατζηνικολάου απάντησε σε σχετική ερώτηση λέγοντας ότι : «Η ζωή, κύριε Βαφειάδη, είναι όμορφη και με τις διακυμάνσεις της. Οι σκληρότητες που αντιμετωπίζαμε τότε από παιδιά, μας έκανε δυνατούς, αγωνιστές και επίμονους. Από μικροί ξέραμε ότι εμείς παίρνουμε τη ζωή στα χέρια μας. Πικρές αναμνήσεις, κοινωνικές και συναισθηματικές βεβαίως υπάρχουν, αλλά είναι λίγο ως πολύ γνωστά. Ας μην επαναλαμβανόμαστε. Δε χρειάζεται να ξεχάσουμε ό,τι βιώσαμε. Με αυτά ανδρωθήκαμε…».

Όπως προαναφέραμε όλες αυτές οι καταστάσεις, αλλά βεβαίως και η θέλησή του να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική, το ανάγκασαν να φύγει από το Διδυμότειχο μετά την κατοχή. Στην λήψη αυτής της απόφασης τον βοήθησε ο Γιώργος Τσιτσιπάπας, παροτρύνοντάς τον να φύγει από τη γενέτειρά του, για να μπορέσει να αναδείξει το ταλέντο του. Έτσι λοιπόν κατευθύνθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου συνάντησε τον παλιό του καθηγητή στο Γυμνάσιο Διδυμοτείχου Μανόλη Ανδρόνικο[2] (τον μετέπειτα μεγάλο αρχαιολόγο). Ο Ανδρόνικος τον συμβούλευσε να κατεβεί στην Αθήνα, καθώς στην πρωτεύουσα ο χώρος της μουσικής ήταν πιο διευρυμένος. Η κόρη του Νίκου Χατζηνικολάου ενθυμούμενη τις διηγήσεις του πατέρα της για τα εφηβικά του χρόνια στο Διδυμότειχο, αναφέρει ότι ο Ανδρόνικος είχε καλές σχέσεις με το νεαρό μαθητή του, καθώς τον έπαιρνε μαζί του για να κάνει καντάδες στις κοπέλες του Διδυμοτείχου που του άρεσαν.

Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε πως ο Νίκος Χατζηνικολάου μεταξύ των ετών 1947-1949 υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία (στην ουσία εξορία), λόγω των αριστερών πολιτικών του πεποιθήσεων στην Μακρόνησο.

Μετά το τέλος της θητείας του, το 1950, έδωσε εξετάσεις για να μπει στο Εθνικό Ωδείο, όπου πέρασε ως ¨εξαιρετικό ταλέντο¨ και γράφτηκε στην τάξη Μονωδίας της Μαρίκας Καλφοπούλου[3]. Όταν τραγούδησε την άρια της τρίτης πράξης από την Τόσκα, οι καθηγητές ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ που του έδωσαν υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του. Στο Ωδείο σπούδασε πέντε χρόνια και το 1955 πήρε το δίπλωμα Μονωδίας με βαθμό Άριστα και Α’ βραβείο παμψηφεί μετά Αριστείου Εξαιρετικής Επιδόσεως.

Στα 28 του χρόνια, ως σπουδαστής του Ωδείου, έδωσε εξετάσεις στην Εθνική Λυρική Σκηνή (Ε.Λ.Σ.), όπου προσλήφθηκε ως χορωδός. Στην συνέντευξη που έδωσε στο περιοδικό ¨Βορέας¨ περιγράφει με γλαφυρό τρόπο το ανωτέρω γεγονός αναφέροντας τα εξής : «Σαράντα άτομα δώσαμε εξετάσεις για δύο θέσεις χορωδών. Πήγα και βρήκα τον διευθυντή της Σκηνής του θεάτρου της Λυρικής, και του ζήτησα να τραγουδήσω εγώ πρώτα για να μην παρατείνεται η αγωνία μου. Έδωσα εξετάσεις με την άρια του τενόρου από την όπερα του Puccini Butterfly. Μόλις τελείωσα πήγα να φύγω από την σκηνή, τότε ακούω από την πλατεία του θεάτρου τον Διευθυντή να φωνάζει : Μικρέ, μικρέ, πως λέγεσαι ; Χατζηνικολάου Νίκος, απάντησα. Εντάξει πήγαινε απάντησε. Μέσα στα παρασκήνια ήταν ένας παλιός τενόρος, ο Μαυράκης, και μου είπε : Μικρέ πέρασες. Από τους 40 πέρασα εγώ κι ένας άλλος. Κι έτσι άρχισε η καριέρα μου. Βρέθηκα ξαφνικά στη χορωδία της Λυρικής Σκηνής».

Τα επόμενα δύο χρόνια έκανε χορωδία, αλλά το όνομά του είχε ήδη αρχίσει να συζητείται και να καθιερώνεται ως ένα καινούργιο ταλέντο με τεράστια δυναμική. Ένας παλιός τραγουδιστής ο Επιτροπάκης του είπε : «Μικρέ, πάρε και μάθε δυο τρεις όπερες απ’ έξω μόνος σου. Κάποιος θα αρρωστήσει, κάτι θα γίνει και θα μπεις εσύ μέσα και αν θα τραγουδήσεις καλά μια όπερα, τελείωσε, θα μπεις στους πρωταγωνιστές». Ο Χατζηνικολάου άκουσε την συμβουλή του παλαιοτέρου του συναδέλφου και άμεσα μελέτησε τρεις όπερες.

Ανατρέχοντας στο βιογραφικό του Νίκου Χατζηνικολάου στην προσωπική του ιστοσελίδα (www.nikoschatzinikolaou.gr), παραθέτουμε εν συντομία τις μεγάλες του στιγμές επάνω στη σκηνή που του έδωσαν το έναυσμα για μια λαμπρή καριέρα και τον καθιέρωσαν ως ένα μεγάλο τενόρο : «Το 1957 πρωτοεμφανίζεται ως σολίστ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς ερμηνεύοντας το ρόλο του Edward στην όπερα “Λουτσία του Λάμερμουρ” του Gaetano Donizetti που ανεβάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή. Μετά από την ενθουσιώδη υποδοχή των κριτικών της εποχής ακολουθούν συνεχείς πρωταγωνιστικές εμφανίσεις στην Εθνική Λυρική Σκηνή και το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής τον προάγει σε Μονωδό. Το καλοκαίρι του 1958 κάνει το ντεμπούτο του στο Ηρώδειο με την Ιφιγένεια εν Ταύροις του C.W.Gluck. Ακολουθεί μια λαμπρή σταδιοδρομία ως πρώτος τενόρος της Ε.Λ.Σ., κατά την οποία ερμηνεύει περί τους 40 αντίστοιχους φωνητικούς κορυφαίους ρόλους σε ισάριθμες όπερες (από τις σημαντικότερες αυτών οι Τροβατόρε, Οθέλος, Αΐντα, Μάκβεθ, Η δύναμη του πεπρωμένου του Βέρντι, Τόσκα και Μποέμ του Πουτσίνι, Δον Τζιοβάνι του Μότσαρτ, Φάουστ του Γκουνώ, Τανχώυζερ του Βάγκνερ, Μπορίς Γκοντουνόφ του Μουσόργσκυ, Κάρμεν του Μπιζέ κ.α.). Για 20 περίπου χρόνια ο τενόρος Νίκος Χατζηνικολάου παραμένει βασικός πρωταγωνιστής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής συνεργαζόμενος με κορυφαία ονόματα του διεθνούς καλλιτεχνικού χώρου».

Μια άλλη μεγάλη στιγμή που απογείωσε την καριέρα του Νίκου Χατζηνικολάου, σχετίζεται με τον διάσημο πρωταγωνιστή στην Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης το Νίκο Μοσχονά (ο πρώτος κορυφαίος πρεσβευτής της ελληνικής όπερας). Ο Μοσχονάς είχε έλθει στην Αθήνα για να ανεβάσει τον ¨Φάουστ¨, τότε ο δντης της Ε.Λ.Σ. Κωστής Μπαστιάς του πρότεινε να ακούσει τον Χατζηνικολάου. Όταν τον άκουσε ο Μοσχονάς έμεινε κατενθουσιασμένος, με αποτέλεσμα να συμπρωταγωνιστήσουν στον ¨Φάουστ¨ για τις πρώτες 6-7 παραστάσεις. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στις 12 Νοεμβρίου 1959 με πρωταγωνιστές τον Νίκο Χατζηνικολάου (Φάουστ), την Ζωή Βλαχοπούλου (Μαργαρίτα) και τον Νίκο Μοσχονά (Μεφιστοφελή). Στις επόμενες παραστάσεις, όπως ήταν η συνήθεια της εποχής, έφεραν έναν τενόρο από το εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια της παράστασης, στην πρώτη πράξη, ο ξένος τενόρος κάτι έπαθε στη φωνή του και δεν μπορούσε να συνεχίσει, με άμεση συνέπεια να είναι ορατός ο κίνδυνος διακοπής της. Εκείνη τη στιγμή έτυχε να περνάει έξω από το θέατρο ο Νίκος Χατζηνικολάου, τον φωνάζουν και εσπευσμένα καλύπτει το κενό του άτυχου τενόρου. Αν και απροετοίμαστος ο Διδυμοτειχίτης τενόρος ενθουσίασε τον κόσμο, και η εμφάνισή του αυτή λειτούργησε ως εφαλτήριο για την συνέχεια της καριέρας του. Μιας λαμπρής καριέρας, η οποία γράφτηκε με χρυσά γράμματα στην ιστορία της Ε.Λ.Σ. καθώς ουδείς άλλος ερμήνευσε περίπου σαράντα όπερες.

Θα πρέπει βεβαίως να επισημάνουμε ότι ο Νίκος Χατζηνικολάου, παρόλο το μεγάλο του ταλέντο, αντιμετώπισε το γεγονός ότι για το κοινό των Αθηνών, ήταν ένα χωριατόπαιδο από το Διδυμότειχο. Συγκεκριμένα στη συνέντευξή του στο περιοδικό ¨Βορέας¨, απαντώντας στην ερώτηση αν είχε μεγάλο κοινό, αναφέρει : «Βέβαια είχα μεγάλο κοινό.  Ξέρετε όμως ήμουν  ένας άγνωστος από τον Έβρο κι αυτό δεν μου το πολυσυγχωρούσαν. Όχι λόγω Έβρου, αλλά επειδή ήμουν ένας άγνωστος. Με είχαν για χωριατόπαιδο. Επικράτησα όμως. Έπαιξα και πρωταγωνίστησα για περισσότερα από τριανταπέντε χρόνια. Υπήρχαν και άλλοι καλοί, αλλά εγώ πρόσεχα τη δουλειά μου. Και από εκεί και πέρα οι μαέστροι είχαν τον πρώτο λόγο. Ποιος θα τραγουδήσει; Αυτός, αυτός κι αυτός. Και όλοι θέλανε εμένα. Γιατί ήταν σίγουροι για μένα». Στο κοινό που παρακολουθούσε τον μεγάλο Διδυμοτειχίτη τενόρο συμπεριλαμβάνονται : πρωθυπουργοί, υπουργοί, βασιλείς, επιφανείς επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, οι οποίοι τον επισκέπτονταν στο καμαρίνι του και του έδωναν τα συγχαρητήριά τους, αλλά βεβαίως πολλές φορές ερχόταν να τον θαυμάσουν και παλιοί του καθηγητές, αλλά και φίλοι και συγγενείς από το Διδυμότειχο.

Ο Νίκος Χατζηνικολάου θα μπορούσε να κάνει άνετα και μια λαμπρή διεθνή καριέρα, καθώς αυτό του το υποδείκνυαν όλοι οι καλλιτέχνες που ερχόταν από το εξωτερικό και συνεργαζόταν μαζί του. Όταν ο μεγάλος ιμπρεσάριος της εποχής Ανσαλόνε (θεατρικός και καλλιτεχνικός επιχειρηματίας, ο οποίος συνεργάστηκε με σπουδαία ονόματα όπως την Μαρία Κάλλας κ.α.), ήρθε στην Αθήνα καλεσμένος από τον Μπαστιά, κατόπιν προτροπής του ιδίου, θέλησε να ακούσει τον Χατζηνικολάου. Τον ειδοποίησαν τηλεφωνικά στις έξι το πρωί και του ζήτησαν σε μια ώρα να έρθει στη σκηνή για να τον ακούσουν. Αξίζει να παραθέσουμε την αφήγηση του ίδιου του Νίκου Χατζηνικολάου, όπως περιγράφει το περιστατικό στο περιοδικό ¨Βορέας¨ : «Έρχεται ο Διευθυντής και μου λέει, Κύριε Χατζηνικολάου, με συγχωρείται που σας φώναξα τόσο πρωί, αν είναι δυνατό να μας πείτε  δυο – τρεις άριες, αν δεν μπορείτε δεν πειράζει. Κύριε Γενικέ, είπα κι εγώ, τώρα που με φέρατε, πάμε. Ο Ανσαλόνε είχε πει στον διευθυντή ότι ήθελε έναν τενόρο, γιατί είχε αύριο παράσταση στη Ρώμη και ο δικός του τενόρος αρρώστησε. Του είπα τέσσερις άριες. Μου λέει, Εντάξει, ευχαριστώ πολύ. Σηκώνω το χέρι και λέω, Κύριε Γενικέ, τώρα αρχίζω. Τραγούδησα άλλες έξι άριες. Με πιάνει το βράδυ ένας από τους μαέστρους της Λυρικής ο αείμνηστος Παρίδης, και μου λέει, Μικρέ, έσκισες το πρωί. Ξέρεις ποιος ήτανε πίσω; Ο Ανσαλόνε. Σε πούλησε ο Διευθυντής. Όταν του είπε “Αυτόν τον παίρνω.” του λέει ο Μπαστιάς “Μη μου τον παίρνεις, γιατί θα μου κλείσεις το θέατρο. Τραγουδάει όλες τις όπερες. Όπου και να τον βάλουμε είναι σίγουρος”». Σημειωτέων ότι ο Ανσαλόνε ενθουσιάστηκε με το φωνητικό ταλέντο του Χατζηνικολάου αν και τον άκουσε, αρχικά τις πρωινές ώρες, όπου ως γνωστών είναι πολύ δύσκολο για κάθε τραγουδιστή να αποδώσει το 100% των δυνατοτήτων του. Γεγονός είναι πάντως πως μέσω αυτού του περιστατικού, καταφαίνεται ότι ο Διδυμοτειχίτης τενόρος θα μπορούσε να κάνει μια σπουδαία διεθνή καριέρα, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε για τους λόγους που περιγράφονται ανωτέρω.

Ο Νίκος Χατζηνικολάου, παρέμεινε στην Ελλάδα και δημιούργησε οικογένεια. Στις 14 Δεκεμβρίου 1964 νυμφεύθηκε την Άννα Πορετσάνου, η οποία ήταν γιατρός (κλινική μικροβιολόγος, έχει γράψει βιβλία πάνω στην ειδικότητα της τα οποία διδάσκονται μέχρι σήμερα) και καταγόταν από την Πάτρα, απέκτησαν και μία κόρη την Μάρθα, η οποία είναι σήμερα δικηγόρος και ζει στην Αθήνα.

Το 1973 το χουντικό καθεστώς απέλυσε το Νίκο Χατζηνικολάου από Ε.Λ.Σ., λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων. Και ενώ τον είχαν απολύσει, στην καλοκαιρινή έναρξη του φεστιβάλ, στο Ηρώδειο, (όπου πάντα η Λυρική το ανοίγει), είχαν κάνει μετάκληση έναν ξένο τενόρο, παραμονή της πρεμιέρας ο μαέστρος Παρίδης πέταξε την μπαγκέτα και είπε, δεν μπορώ φέρτε τον  Χατζηνικολάου. Περίπου ένα χρόνο μετά, όπου επήλθε η πτώση της χούντας, ο Νίκος Χατζηνικολάου, επαναπροσλήφθηκε αμέσως στην Ε.Λ.Σ., έναν χώρο από τον οποίο βεβαίως ήταν αφύσικο να λείπει αυτός, καθώς υπήρξε βασικός τενόρος της Ε.Λ.Σ. από τα τέλη της δεκαετίας του 50 έως και την δεκαετία του 80 και είχε διαπρέψει σε κορυφαίους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του αγαπήθηκε από τους συναδέλφους του, αλλά και από το κοινό που παρακολουθούσε τις παραστάσεις.

Αξίζει να παραθέσουμε κάποιες από τις κριτικές των εφημερίδων που αφορούσαν τον μεγάλο Διδυμοτειχίτη τενόρο. Η Αλεξάνδρα Λαλαούνη Μουσικοκριτικός και δημοσιογράφος με ανώτατες μουσικές σπουδές, γράφει : «Την πιο ευχάριστη έκπληξη μου προξένησε ο τενόρος Χατζηνικολάου τραγουδώντας μαλακά, προσφέροντας αρκετά σωστά, παίζοντας με φυσικότητα και ειλικρίνεια τον ρόλο του αγιάτρευτα ερωτευμένου Νεμορίνο που πιστεύει πως με το μαγικό ¨ελιξίριο¨ θα κατακτήσει την Αντίνα. Και δεν είναι εύκολος ο ρόλος του τραγουδιστή εδώ, ρόλος που ελάμπρυνε ένας Καρούζο. Τόσο στο ωραίο ντουέτο με τον Μπελκόρε, όσο και στην περίφημη ρομάντσα ¨Ένα φευγαλέο δάκρυ¨, ο κ. Χατζηνικολάου τραγούδησε με ξεχωριστή τέχνη και έκφραση». Η συνθέτης και κριτικός Λιάνα Ρουσιάνου – Πιπεράκη αναφέρει : «Ο Χατζηνικολάου με τον ρόλο του Μάριο επέτυχε ένα αληθινό άλμα. Ποτέ δεν τον είχαμε δει να κινείται με περισσότερη άνεση, από δε φωνητικής σκοπιάς είχε (θα μπορούσε να πει κανείς) αναμορφωθεί, τεχνικά και εκφραστικά». Στην εφημερίδα ¨Ελληνικός Βορράς¨ το 1967 υπάρχει άρθρο όπου αναφέρει ότι : «Ο Νίκος Χατζηνικολάου διέψευσε την εντύπωση πως η Λυρική Σκηνή Αθηνών έχει τενόρους χωρίς φωνή. Έχει φωνή, κι όχι μόνο φωνή, αλλά και ωραία φωνή και εύπλαστη φωνή. Έβγαλε όλο το μέρος του με άνεση, με τονική σταθερότητα και με ρυθμική ακρίβεια. Η απόδοση μάλιστα του ¨Στενάζω ως ένοχος¨ (μιας από τις δυσκολότερες άριες στο ρεπερτόριο των τενόρων) δεν θα είχε να ζηλέψει πολλά πράγματα από την απόδοση οποιουδήποτε άλλου τενόρου κι ακόμα πρέπει να σημειώσω πως εκείνο το εξαίρετο ¨πιανίσσιμο¨ στο ¨Θυσίας Σοι προσφέρομεν Κύριε¨ (όπου περνούσε με δεξιοτεχνία από το φαλτσέτο στην φωνή και αντίστροφα) ήταν όχι μόνο τεχνικά αξεπέραστο, αλλά και ερμηνευτικά ένα εύρημα, καθώς έδειχνε το πόσο μικραίνει ο άνθρωπος όταν αποφασίσει να απευθυνθεί στον Θεό του». Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε και άλλα αποσπάσματα από διθυραμβικές κριτικές για τον μεγάλο Θρακιώτη τενόρο, αλλά για την οικονομία του κειμένου δεν θα το κάνουμε.

Ο Νίκος Χατζηνικολάου, πέραν του ταλέντου του, κατάφερε να φθάσει σε υψηλότατο επίπεδο λόγω του ότι ¨ήταν πρωταθλητής σε όλα¨ και αυτό συμβούλευε να κάνουν όλοι οι νέοι καλλιτέχνες για να πετύχουν, δηλαδή : μελέτη, άσκηση στη φωνή, καλή φυσική κατάσταση, ισορροπημένη οικογενειακή ζωή, όχι τσιγάρο και λίγο ποτό, με άλλα λόγια τηρούσε και νουθετούσε το αρχαιοελληνικό ¨μέτρον άριστον¨. Αξίζει να σημειώσουμε πως υπήρξε και χειμερινός κολυμβητής, ακόμη και μετά την συνταξιοδότησή του πρόσεχε την φυσική του κατάσταση, αλλά βεβαίως παρακολουθούσε και  τις νέες άφωνες δίνοντας συμβουλές σε ανερχόμενους τενόρους, όπου και τον μνημονεύουν ακόμα και σήμερα.

Για την εν γένει προσφορά του τιμήθηκε από το Ελληνικό κράτος, καθώς του χορηγήθηκε τιμητική σύνταξη. Επίσης τιμήθηκε από τον Σύλλογο Πρωταγωνιστών και από την Διοίκηση της Ε.Λ.Σ. Τον Μάρτιο του 2009 τιμήθηκε από τον Δήμο Αλεξανδρούπολης και την Ένωση Πολιτιστικών Φορέων Έβρου (Ε.ΠΟ.Φ.Ε), για την συνολική του προσφορά στον πολιτισμό.

Θα κλείσουμε το μικρό αυτό αφιέρωμα – μνημόσυνο στον Νίκο Χατζηνικολάου με ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιογραφικό του και με μία φράση της κόρης του Μάρθας Χατζηνικολάου, την οποία ευχαριστώ πάρα πολύ για την πολύτιμή βοήθειά της, στο να συγκεντρώσω όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία για τον μεγάλο Διδυμοτειχίτη τενόρο.

Βιογραφικό : «Ο κος Χατζηνικολάου αποτελεί λαμπρό παράδειγμα ενός προικισμένου νέου που ξεκινά με τις δυσχερέστερες προϋποθέσεις, από μια φτωχή προσφυγική οικογένεια, σε μια ακριτική περιοχή, και με πίστη και ελπίδα κατεβαίνει στην Αθήνα ολομόναχος, μη έχοντας εξασφαλίσει ούτε τα απαραίτητα προς το ζην. Καταφέρνει σιγά-σιγά με την πάροδο του χρόνου να πείσει τους μεγάλους διδασκάλους και το καλλιτεχνικό κοινό της πόλης των Αθηνών για τις δυνατότητές του και σταδιοδρομεί επιτυχώς φθάνοντας μέχρι την κορυφή της πυραμίδας. Η ζωή του ας αποτελέσει παράδειγμα για όλους εκείνους τους νέους, που πιστεύοντας στον εαυτό τους και στα χαρίσματα με τους οποίους τους προίκισε η φύση, θέτουν έναν ευγενή υψηλά ιστάμενο στόχο και προσπαθούν να τον προσεγγίσουν κάτω από οποιασδήποτε μορφής αντιξοότητες».

Μάρθα Χατζηνικολάου : «Ο πατέρας μου ήταν λιγομίλητος αλλά καίριος στις απόψεις του. Παρέμεινε αριστερός αλλά όχι στενόμυαλος. Ήταν Πατέρας. Στους γονείς μου οφείλω το “ζην”, στη μητέρα μου το “ευζήν”, αλλά στον πατέρα μου το “επιβιώνειν”, που το βρήκα πολλές φορές μπροστά μου και στη ζωή και στη δικηγορία».

Όπως προαναφέραμε στις 19 Σεπτεμβρίου 2018 ημέρα Τετάρτη, πέθανε ο Νίκος Χατζηνικολάου (πλήρης ημερών), σε ηλικία 96 ετών. Το γεγονός του θανάτου του δεν έμεινε ασχολίαστο από τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, καθώς υπήρξαν πολλές αναφορές. Δεν θα μπορούσε βεβαίως να μην υπάρξει αναφορά και από την ιστοσελίδα της Εθνικής λυρικής Σκηνής, όπου η είδηση αναρτήθηκε ανήμερα του θανάτου του : «Σήμερα, Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018, απεβίωσε ο διακεκριμένος τενόρος Νίκος Χατζηνικολάου, ένας από τους πιο σπουδαίους καλλιτέχνες της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο οποίος διέπρεψε σε κορυφαίους πρωταγωνιστικούς ρόλους από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 έως και την δεκαετία του ’80. Η Διοίκηση και το προσωπικό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής εκφράζουν τη λύπη τους για τον θάνατό του». Η δημοσίευση συμπληρωνόταν και με ένα σύντομο βιογραφικό της καριέρας του εκλιπόντος.

Ο Νίκος Χατζηνικολάου αποτελεί ακόμη μία σημαντική προσωπικότητα στην ιστορική διαχρονία του Διδυμοτείχου, που βεβαίως η μεγάλη του καλλιτεχνική σταδιοδρομία θα πρέπει να τύχει μιας ανάλογης δημοσιότητας και αναγνώρισης από τους συμπατριώτες του. Αναμφίβολα το όνομά του θα μπορούσε να δοθεί σε μια οδό της πόλης καθώς και σε ένα από τα βραβεία που δίνουν τα ωδεία και οι χορωδίες της περιοχής μας, οψόμεθα !!!

Πηγές κειμένου

www.nikoschatzinikolaou.gr

– voreasmagazin.blogspot.com Νικόλαος Χατζηνικολάου – Το χωριατόπαιδο  από το ακριτικό Διδυμότειχο που εξελίχθηκε σε πρωταγωνιστή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

– theovaf.blogspot.com Νότες Λογοτεχνίας Νίκος Χατζηνικολάου – Ένας σπουδαίος Εβρίτης τενόρος (αφιέρωμα)

– Γ. Κωνστάντζος, Θ. Ταμβάκος, Α. Τρικούπης, Μουσουργοί της Θράκης, Αλεξανδρούπολη 2013, Περιφέρεια Αν. Μακεδονίας και Θράκης.

www.nationalopera.gr Απεβίωσε ο τενόρος Νίκος Χατζηνικολάου

[1]. Τσιτσιπάππας Γεώργιος : Συνθέτης και ιδρυτής – διευθυντής μαντολινάτων. Γεννήθηκε στο Διδυμότειχο γύρω στο 1900. Μουσική έμαθε από τον Σταύρο Βραχάμη στη δεκαετία του ’20 όταν ο τελευταίος ήταν στο Σουφλί ως καθηγητής φυσικής. Εκεί υπηρετώντας στο Β΄ Δημοτικό Σχολείο, όπως και ο δάσκαλός του, δημιούργησε μαντολινάτες. Ήταν ο κύριος υπεύθυνος της μουσικής άνοιξης στη θρακική κωμόπολη, η εποχή του Γιώργου Τσιτσιπάπα είναι γεμάτη μουσική. Νέοι, γέροι και παιδιά, όλοι εμπνέονται από αυτόν, όλοι τραγουδούν και παίζουν μουσική ευτυχισμένοι. Παράλληλα οι δάσκαλοι ανεβάζουν συνέχεια παραστάσεις με μουσική του Τσιτσιπάπα. Συνέχισε την καλλιτεχνική δράση του στο Διδυμότειχο όπου υπηρέτησε στο Δημόσιο Ταμείο, διδάσκοντας αφιλοκερδώς μουσική στα παιδιά. Δημιούργησε τρεις μαντολινάτες και έδωσε αρκετές συναυλίες σε πόλεις της Δυτικής Θράκης. Μεταξύ των μαθητών του και ο γνωστός θρακιώτης λυρικός καλλιτέχνης Νίκος Χατζηνικολάου. Πηγή : Μουσουργοί της Θράκης, Αλεξ/πολη 2013.

[2]. Ο Μανόλης Ανδρόνικος κατά την εποχή της κατοχής, είχε επιδιώξει να διοριστεί καθηγητής στο γυμνάσιο του Διδυμοτείχου, με σκοπό να διαφύγει, όπως και διέφυγε δια μέσω Τουρκίας στη Μέση Ανατολή. Επίσης στο διάστημα που διέμεινε στο Διδυμότειχο διετέλεσε και υπάλληλος της Νομαρχίας Έβρου, η οποία είχε ως έδρα την πόλη των κάστρων. Μετέπειτα μαρτυρίες Διδυμοτειχιτών που γνώρισαν τον Ανδρόνικο (όταν πλέον είχε αναδειχθεί σε έναν μεγάλο αρχαιολόγο) αναφέρουν ότι διατηρούσε τις καλύτερες αναμνήσεις από την πόλη και του κατοίκους του Διδυμοτείχου.

[3]. Η Μαρίκα Φωκά-Καλφοπούλου (Βάρνα 1899 – Αθήνα 1976) υπήρξε διακεκριμένη υψίφωνος και καθηγήτρια τραγουδιού, κόρη της υψιφώνου και καθηγήτριας Νίνας Φωκά και ανηψιά του συνθέτη Δημοσθένη Μιλανάκη. Σπούδασε πιάνο και τραγούδι στο Ωδείο Αθηνών, και ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της στη Γερμανία, στην Ιταλία και στη Γαλλία.Εδωσε πολυάριθμα ρεσιτάλ και συμμετείχε ως σολίστ σε συναυλίες υπό τους Ιβάν Μπούτνικωβ, Δημήτρη Μητρόπουλο,Gabriel Pierne και Μανώλη Καλομοίρη.Το 1928 και το 1931 πρωταγωνίστησε στην όπερα του Καλομοίρη “Το δαχτυλίδι της Μάνας” με μαέστρο τον Μητρόπουλο. Δίδαξε στο Ελληνικό Ωδείο (1923-26), στο Εθνικό Ωδείο (1926-1958) και στο Ωδείο Αθηνών (1958-1974) ενώ από το 1955 δίδασκε τα καλοκαίρια στη Μουσική Ακαδημία “Mozarteum” του Ζάλτσμπουργκ. Πηγή : Musilibro