Καταγγελία του ΑΚΚΕΛ για την διακοπή της παρανομίας στην κατανομή τηλεοπτικού χρόνου στις εκλογές

823

Το Αγροτικό και Κτηνοτροφικό Κόμμα Ελλάδας ΑΚΚΕΛ καλεί την δημοσιογραφική Ομοσπονδία ΠΟΕΣΥ, την ΕΣΗΕΑ και τις άλλες Ενώσεις Συντακτών, όπως επίσης τους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς που διαχειρίζονται προσωρινά τις συχνότητες εκπομπής (που αποτελούν περιουσία του κάθε Έλληνα πολίτη), να λάβουν θέση στα ακόλουθα που αναφέρονται στο παράνομο και αντιδημοκρατικό καθεστώς κατανομής τηλεοπτικού χρόνου σε πολιτικά κόμματα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.

Η κατανομή του τηλεοπτικού χρόνου κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής εκστρατείας, γίνεται προς τα κόμματα με βάση κυρίως το ποσοστό όσων έχουν εισέλθει στο Εθνικό ή Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Τα τηλεοπτικά κανάλια δίνουν ασύγκριτα περισσότερο χρόνο σε υποψήφιους βουλευτές κομμάτων που βρίσκονται στο Κοινοβούλιο παρά σε υποψήφιους βουλευτές εξωκοινοβουλευτικών κομμάτων.

Αυτό θεωρητικά θα μπορούσε να έχει μία βάση και να είχε μία στοιχειώδη δικαιολόγηση κατά την περίοδο της παντοδυναμίας και κυριαρχίας του δικομματισμού με το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία, όπου τα δύο κόμματα συχνά συγκέντρωναν ποσοστό πάνω από το 80% των ψηφοφόρων και με αποχή και λευκό σχετικά σε περιορισμένα ποσοστά.

Κατά την περίοδο των μνημονίων όμως στην δεκαετία που διανύουμε, ο ελληνικός λαός με την εκλογική συμπεριφορά του έχει μειώσει εξαιρετικά τον δικομματισμό σε ποσοστά που ήταν αδιανόητα την εποχή της παντοδυναμίας του. Είτε αυτός εκφράζεται ως Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ είτε ως Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ παλαιότερα, στο Εθνικό κοινοβούλιο το οποίο διαλύθηκε μετά τις Ευρωεκλογές για να πραγματοποιηθούν εθνικές εκλογές τον Ιούλιο 2019, όλα τα κόμματα που εξέλεξαν βουλευτές εκπροσωπούσαν περίπου το 47% του εκλογικού σώματος, δηλαδή λιγότερο από το μισό. Το υπόλοιπο περίπου 53% αποτελούνταν από αποχή, λευκό και από ποσοστό κομμάτων, τα οποία δεν εξέλεξαν βουλευτή.

Ήταν η πρώτη φορά στη νεώτερη ελληνική ιστορία όπου οι ίδιοι αριθμοί αποκαλύπτουν ότι το πολίτευμα μεταβλήθηκε από δημοκρατικό σε ξεκάθαρα ολιγαρχικό, ακόμη και τυπικά. Τα αντίστοιχα ποσοστά σε σχέση με τις Ευρωεκλογές είναι ακόμη πιο αρνητικά και μόνο το 43% περίπου του εκλογικού σώματος αντιπροσωπεύεται με ευρωβουλευτή στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Το υπόλοιπο 57% αντιπροσωπεύει την αποχή, το λευκό και κόμματα τα οποία δεν εξέλεξαν ευρωβουλευτή.

Συνεπώς σύμφωνα με την αντίληψη που επικρατεί στα τηλεοπτικά κανάλια για την κατανομή του τηλεοπτικού χρόνου, δηλαδή για την χρήση του περιουσιακού στοιχείου των Ελλήνων πολιτών το οποίο ονομάζεται συχνότητα εκπομπής (και για το οποίο ο κάθε τηλεοπτικός σταθμός έχει την ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ διαχείριση υπό τη μορφή της αξιοποίησης του τηλεοπτικού χρόνου) υπάρχει μία ξεκάθαρη παραβίαση της αναλογικότητας σε σχέση με την έκφραση της εκλογικής επιθυμίας των Ελλήνων πολιτών και ειδικότερα προς ποια κόμματα θα αξιοποιείται ο τηλεοπτικός χρόνος.

Δεδομένου ότι στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις τα κόμματα τα οποία εξέλεξαν βουλευτές αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το μισό του εκλογικού σώματος, πρέπει σε καμία περίπτωση να μην τους δοθεί χρόνος μεγαλύτερος από το μισό της συνολικής διάρκειας εκπομπών προεκλογικού περιεχομένου και κατεύθυνσης, συμπεριλαμβανομένων και των δωρεάν τηλεοπτικών διαφημίσεων.

Υπάρχει ξεκάθαρη παραβίαση και αναντιστοιχία της εκλογικής έκφρασης του ελληνικού λαού με την αξιοποίηση της περιουσίας του ελληνικού λαού, που αποτελεί η συχνότητα εκπομπής και αξιοποιείται με εργαλείο το περιεχόμενο αυτού που ονομάζεται «τηλεοπτικός χρόνος».

Μάλιστα, οποιαδήποτε προσπάθεια οποιασδήποτε μορφής και από οποιονδήποτε να μειώσει τον χρόνο τηλεοπτικής μετάδοσης για τα κόμματα εκτός Βουλής, θα αποτελεί φθορά δημόσιας περιουσίας των πολιτών (σε σχέση με τη συχνότητα εκπομπής και την λαϊκή βούληση) και προφανώς θα επιφέρει ποινικές και αστικές ευθύνες.

Στο πρακτικό επίπεδο ενός τηλεοπτικού studio, αυτός ο σεβασμός στην εκλογική θέληση του ελληνικού λαού και σεβασμός στην περιουσία του ελληνικού λαού που ονομάζεται «συχνότητα εκπομπής» (και για την οποία ο κάθε τηλεοπτικός σταθμός έχει ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ διαχείριση), εκφράζεται με την υποχρέωση σε κάθε πάνελ συζήτησης όπου συμμετέχουν υποψήφιοι βουλευτές, ο αριθμός των υποψηφίων βουλευτών από κόμματα που έχουν εκλέξει ευρωβουλευτή ή βουλευτή (στην Βουλή που έχει διαλυθεί) σε καμία περίπτωση να μην είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των υποψηφίων βουλευτών από κόμματα που δεν έχουν εκλέξει ούτε ευρωβουλευτή ούτε βουλευτή στην προηγούμενη Βουλή.

Ακόμη πιο ειδικότερα, αν ο συνολικός αριθμός των υποψηφίων βουλευτών είναι ζυγός τότε η κάθε κατηγορία θα πρέπει να έχει ίσο αριθμό υποψηφίων βουλευτών. Αν είναι μονός, τότε υποψήφιοι βουλευτές από εξωκοινοβουλευτικά κόμματα θα πρέπει να είναι περισσότεροι κατά έναν. Μόνο έτσι θα υπάρχει αντιπροσωπευτικότητα σε σχέση με την εκλογική έκφραση του ελληνικού λαού στις βουλευτικές εκλογές του 2015 και στις Ευρωεκλογές του 2019.

Σε σχέση με τον τηλεοπτικό χρόνο μετάδοσης προεκλογικών μηνυμάτων από τα κόμματα, θα πρέπει το κάθε κανάλι σε καμία περίπτωση να μην μεταδώσει συνολικά περισσότερο χρόνο μηνυμάτων από κόμματα τα οποία έχουν εκλέξει τουλάχιστον έναν ευρωβουλευτή ή βουλευτή (στην Βουλή που έχει διαλυθεί). Ο χρόνος μεταδόσεων για αυτά τα κόμματα θα πρέπει να είναι μικρότερος σε σχέση με τη μετάδοση προεκλογικών μηνυμάτων από εξωκοινοβουλευτικά κόμματα, ώστε η εκλογική έκφραση των Ελλήνων πολιτών να βρίσκεται σε αντιστοιχία και σε αυτόν τον τομέα, δηλαδή του τηλεοπτικού χρόνου αξιοποίησης της περιουσίας των Ελλήνων πολιτών που είναι γνωστή ως «συχνότητα εκπομπής».

Πρέπει να τονιστεί ότι η εφαρμογή της κατανομής του τηλεοπτικού χρόνου με βάση τα προαναφερθέντα πρέπει να είναι υποχρέωση των καναλιών ακόμη και στην περίπτωση που δέχονται κομματικές πιέσεις να παραβιάσουν την προαναφερθείσα αναλογία και φυσικά με αυτό τον τρόπο να προκαλέσουν ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ της εκλογικής έκφρασης του ελληνικού λαού και της αξιοποίησης της περιουσίας του, μία μορφή της οποίας είναι και η «συχνότητα εκπομπής». Η Ευθύνη και Υποχρέωση των καναλιών είναι απέναντι στους Έλληνες πολίτες και όχι απέναντι σε νεφελώδεις κομματικούς σχηματισμούς και συμφέροντα.

Η δημοσιογραφική δεοντολογία υποχρεώνει κάθε δημοσιογράφο να καλύπτει πρωταρχικά κάθε πτυχή του προγράμματος ενός κόμματος που έχει δημοσιογραφικό ενδιαφέρον και ειδήσεις, πέρα από κατασκευασμένες κατανομές χρόνου από υπουργικές αποφάσεις κλπ.