Η ιστορία της μονής στην οποία ορκίστηκαν οι Έλληνες αγωνιστές στον αγώνα για την απελευθέρωση της Θράκης.
Το εξαιρετικό κείμενο που ακολουθεί όπως και οι φωτογραφίες, είναι προιόν έρευνας του κ. Βασίλη Βασιλειάδη.
Σας αναρτώ μερικές φωτογραφίες από την επίσκεψη (11/9/2018) στην μονή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, που βρίσκεται περίπου 2-3 χιλιόμετρα νότια της πόλης του Ορτάκιοϊ ( σημερινό Ivailovgrad )
Πιστεύεται πως η Μονή ιδρύθηκε περί τον 13ο αιώνα και ήκμασε κατά τον επόμενο αιώνα (14ος μ.Χ.). Μετά από καταστροφές που υπέστη, ανακαινίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα (1846-1872). Σε αυτό το Μοναστήρι πριν 101 χρόνια (23/9/1907) έγινε ο όρκος των Θρακών Αγωνιστών για την απελευθέρωση της Θράκης και την ενσωμάτωσή της στον Εθνικό κορμό της Ελλάδος. Για πληρέστατη ενημέρωση σας κοινοποιώ απόσπασμα της ομιλίας του Θόδωρου Ορδουμποζάνη από την ηλεκτρονική διεύθυνση: http://oisapes.mysch.gr/to…/agonesthrakis/orkomosia1907.html.
Η Μονή Κωνσταντίνου και Ελένης, λίγο έξω από το Ορτάκιοϊ, όπου στις 23 Σεπτεβρίου 1907 έγινε η ορκομωσία των Θρακών αγωνιστών που συμμετείχαν στη “Πανελλήνια Οργάνωση” για την απελευθέρωση της Θράκης.
Για να εξασφαλιστεί η στενή συνεργασία και γνωριμία μεταξύ των Επαναστατικών Πυρήνων που είχαν ιδρυθεί στα χωριά, τις κωμοπόλεις και τις πόλεις της Θράκης αλλά και για τον καλύτερο συντονισμό του αγώνα κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων, αποφασίσθηκε από τον Γονατά και τους συνεργάτες του να γίνει η πρώτη επαναστατική συγκέντρωση, στην οποία θα καλούσαν να παραστούν οι Πρόκριτοι και οι Επαναστατικοί Πυρήνες από όλη τη Θράκη. Και ως τόπος συγκρότησης αυτής της Επαναστατικής συγκέντρωσης επιλέχθηκε η Μονή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Ορτακιοϊ της περιφέρειας Αδριανουπόλεως, που απείχε 5,5 ώρες με άμαξα από την Αδριανούπολη.
Και ως χρόνος ορίσθηκε η 23η Σεπτεμβρίου 1907, κατά την οποία η Μονή είχε μεγάλο πανηγύρι. Οκτώ με δέκα χιλιάδες Έλληνες έπαιρναν μέρος τη χρονιά εκείνη, σ΄ αυτή τη μεγάλη θρησκευτική γιορτή της περιοχής. Στα πλαίσια αυτού του πανηγυριού, πλήθος λαού κατασκήνωσε γύρω από το Μοναστήρι και μετά το πέρας της Θρησκευτικής Λιτανείας και την εκτέλεση των θρησκευτικών του καθηκόντων του γλεντούσε έξω από το Μοναστήρι με νταούλια και ζουρνάδες, ενώ συγχρόνως στο γύρω από τη Μονή χώρο ελάμβανε χώρα μεγάλη εμποροπανήγυρη.
Παρόντες στη θρησκευτική αυτή γιορτή ήταν οι Έλληνες Αξιωματικοί Στυλιανός Γονατάς, Παναγιώτης Κλείτος και Π.Βλάσης, οι Μητροπολίτες Αδριανουπόλεως Πολύκαρπος, Σαράντα Εκκλησιών Αγαθάγγελος και Βιζύης Άνθιμος και όλοι οι Πρόκριτοι και οι Επαναστατικοί Πυρήνες των πόλεων και των χωριών της Θράκης. Όση ώρα έξω ο λαός διασκέδαζε υπό τους ήχους των τοπικών μουσικών οργάνων, όλοι οι «ταγμένοι» στον αγώνα, μέσα στο Μοναστήρι, πραγματοποίησαν ευρύτατη σύσκεψη, κατά την οποία ετέθησαν οι βάσεις της επαναστατικής οργάνωσης και δράσης των Θρακών ενάντια στους Βουλγάρους Κομιτατζήδες.
Μετά το πέρας της σύσκεψης οι Πρόκριτοι και οι επικεφαλής των Επαναστατικών Πυρήνων γονάτισαν μπροστά στο Ιερό Βήμα του Ναού της Μονής και μέσα σε έντονη εθνική ατμόσφαιρα έδωσαν όρκο πίστης στον αγώνα για την απελευθέρωση της Θράκης υπό τις ευλογίες των παρισταμένων Μητροπολιτών.Και ενώ γινόταν μέσα στη Μονή η ιστορική αυτή σύσκεψη και ορκωμοσία, Βούλγαροι κομιτατζήδες, θεώρησαν ύποπτη τη τόσο μεγάλη κοσμοσυρροή στο πανηγύρι και επιτέθηκαν κατά του συγκεντρωμένου πλήθους για να το διαλαύσουν. Οι Έλληνες όμως, με τις υποδείξεις των ως άνω Ελλήνων Αξιωματικών, είχαν λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας γύρω από το Μοναστήρι και απέκρουσαν με όπλα που είχαν κρυμμένα τη Βουλγαρική επίθεση αναγκάζοντας τους Κομιτατζήδες, οι οποίοι αιφνιδιάστηκαν από την αντίσταση των Ελλήνων, να τραπούν σε άτακτο φυγή.
Ο Γονατάς επέστρεψε στην Αθήνα μετά από 18 μήνες παραμονής στη Θράκη, όπου επιδόθηκε με μεθοδικότητα και επιμονή στην οργάνωση των ανυπεράσπιστων Ελλήνων της Θράκης. Στη θέση του στο ελληνικό προξενείο της Αδριανούπολης τοποθετήθηκε ο λοχαγός Μηχανικού Σπηλιάδης Παναγιώτης, με μεγάλη πείρα, προερχόμενος από το Μοναστήρι, όπου είχε αναπτύξει μεγάλη εθνική δράση. Τη στρατιωτική καθοδήγηση του Θρακικού Αγώνα ανέλαβε από τις Σαράντα Εκκλησίες ο υπίλαρχος του Ελληνικού Στρατού Παναγιώτης Κλείτος.