18ο Πανελλήνιο Συνέδριο (Αλεξανδρούπολη): Παθογένειες του Ελληνικού αθλητισμού και πως θα τις αντιμετωπίσουμε

958

Στο πλαίσιο του 18ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Οργάνωσης και Διοίκησης Αθλητισμού και Αναψυχής, που διεξήχθη στην Αλεξ/πολη 24-26/11, μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εισηγήσεις αφορούσε τις παθογένειες του Ελληνικού αθλητισμού και προτάσεις αντιμετώπισης τους, από τον Αχιλλέα Μαυρομάτη, δικηγόρο και πρώην πρόεδρο της ΕΟΠΕ σε συνεργασία με τον καθηγητή του ΤΕΦΑΑ Δημήτρη Γαργαλιάνο.

 

Εισαγωγή

Εδώ και μερικές δεκαετίες ο ελληνικός αθλητισμός αποτελεί κυρίαρχο τομέα της κοινωνικής ζωής και έχει καταφέρει να προσφέρει στην χώρα διεθνείς επιτυχίες και αναγνώριση μεγαλύτερη από αυτή που της αναλογεί με βάση το μέγεθός της. Οι επιτυχίες αυτές ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειας πολλών τόσο σε επίπεδο αγωνιστικό (από αθλητές, προπονητές, επιστημονικό προσωπικό, κλπ.), όσο και διοικητικό.

Βασισμένος στην πυραμίδα Σωματείο – Ένωση – Ομοσπονδία – Ολυμπιακή Επιτροπή υπό την εποπτεία και με τη σημαντικότατη κατά διαστήματα ενίσχυση του Κράτους, ο αθλητισμός εξελίχθηκε εντυπωσιακά. Σήμερα, ακόμη και μέσα στην οικονομική κρίση που μαστίζει την χώρα, αποτελεί έναν από τους ελάχιστους τρόπους να ξεφεύγουμε από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινότητά μας είτε αθλούμενοι εμείς και τα παιδιά μας, είτε παρακολουθώντας τις κορυφαίες ελληνικές ομάδες στην συμμετοχή τους σε υψηλού επιπέδου εσωτερικές και διεθνείς διοργανώσεις.

 

Περιγραφή του προβλήματος

Η λειτουργία του αθλητισμού σε ένα πλήρες θεσμικό πλαίσιο ξεκίνησε με το νόμο 75/1975 και με την σταδιακή εμφάνιση και κυριαρχία του επαγγελματισμού που δημιούργησε νέα δεδομένα δημιουργήθηκε η ανάγκη επαναπροσδιορισμού του θεσμικού αυτού πλαισίου, που έγινε με το νόμο 2725/1999, ο οποίος, παρά τις πολλές τροποποιήσεις του, αποτελεί ακόμα και σήμερα το βασικό αθλητικό νομοθέτημα. Δεν χρειάζεται, όμως, να έχει κάποιος ειδικές γνώσεις για να καταλάβει πως η συνδυαστική επενέργεια της ανάπτυξης του αθλητισμού με την συνεργασία διαφόρων επιστημών, του υψηλού οικονομικού ενδιαφέροντος της αθλητικής δραστηριότητας και της οικονομικής κρίσης έχουν αλλάξει κατά πολύ τα δεδομένα σε σχέση με αυτά του 1999, όταν η Ελλάδα ετοιμαζόταν να οργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες  της Αθήνας, το 2004.

Οι διατάξεις του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου είναι πλέον αναχρονιστικές και λείπουν ρυθμίσεις (κυρίως σε σχέση με τον ερασιτεχνικό αθλητισμό) που είναι σήμερα απόλυτα αναγκαίες, με αποτέλεσμα η οργάνωση / διοίκηση του ελληνικού αθλητισμού να βρίθει παθογενειών που τον εμποδίζουν να οργανωθεί και να αναπτυχθεί συστηματικά σύμφωνα με τα σύγχρονα δεδομένα. Εξαίρεση αποτελούν οι διατάξεις για τον επαγγελματικό αθλητισμό, που ακριβώς επειδή τα τελευταία χρόνια αποτέλεσαν αντικείμενο συστηματικής προσέγγισης από την Πολιτεία, έχουν φτάσει σε ένα αρκετά καλό σημείο οργάνωσης και ελέγχου, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν επιδέχονται βελτιωτικές κινήσεις.

 

Στόχος της εργασίας

Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να προσδιορίσει τις σημαντικότερες παθογένειες του υφιστάμενου νόμου και να προτείνει κατευθύνσεις για την αντιμετώπιση τους από την Πολιτεία, στο πλαίσιο ενός νέου νόμου που κρίνεται απόλυτα απαραίτητο να θεσπιστεί.

 

Θεσμικές παθογένειες

Οι βασικότερες θεσμικές παθογένειες που προσδιορίζονται στον υφιστάμενο νόμο είναι: 1) η ανυπαρξία ενός φορέα που θα έχει την συνολική ευθύνη της λειτουργίας του αθλητισμού και την στρατηγική προσέγγιση των θεμάτων του, 2) η απουσία θεσμικής συμμετοχής όλων των φορέων ενός αθλήματος στη διοίκηση του, 3) η έλλειψη οικονομικής ευελιξίας στις ομοσπονδίες, 4) η έλλειψη διαδικασιών εσωτερικού και εξωτερικού ελέγχου στις ομοσπονδίες, στις ενώσεις και στα σωματεία, 5) το αναχρονιστικό σύστημα διοίκησης των ομοσπονδιών και των λοιπών αθλητικών φορέων, 6) η έλλειψη υποχρεωτικής εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των στελεχών (έμμισθων και μη) των αθλητικών φορέων και 7) η έλλειψη καθαρών ορίων στην κρατική παρέμβαση.

 

Προτάσεις για την αντιμετώπιση των παθογενειών

    1. Ο φορέας που μπορεί να έχει την συνολική ευθύνη της λειτουργίας του αθλητισμού και την στρατηγική προσέγγιση των θεμάτων του είναι η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή (ΕΟΕ), σε συνεργασία πάντοτε με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Όμως, για να συμβεί αυτό πρέπει η ΕΟΕ να είναι περισσότερο ευέλικτη και να μετατραπεί σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (από δημοσίου που είναι σήμερα, άρθρο 37, ν. 2725), ώστε να έχει την δυνατότητα προσδιορισμού βασικών αρχών και επιλογών στις ομοσπονδίες – μέλη της για την ισόρροπη και στοχευμένη ανάπτυξη του αθλητισμού πλησιάζοντας στο μοντέλο της Ιταλικής CONI. Δυστυχώς, οι διατάξεις που διέπουν σήμερα την λειτουργία της δεν διευκολύνουν ούτε καν το κύριο έργο της που είναι η συγκρότηση της καλύτερης δυνατής Ολυμπιακής Ομάδας και η διάδοση των αρχών του Ολυμπισμού. Αποτέλεσμα αυτού είναι να γίνεται άναρχη ανάπτυξη του αθλητισμού στη χώρα, συχνά με διαμάχες μεταξύ ομοσπονδιών για την χρήση των υποδομών και οι σχέσεις με τους εκάστοτε κυβερνώντες να εξακολουθούν να επηρεάζουν την πρόοδο του κάθε αθλήματος.
    2. Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο είναι φτιαγμένο με βάση δεδομένα προηγούμενων δεκαετιών και εμπιστεύεται την διοίκηση των ομοσπονδιών αποκλειστικά σε εκπροσώπους των σωματείων (το βασικό προσόν των οποίων τις περισσότερες φορές είναι ότι είναι αρεστοί στους εκπροσώπους των άλλων σωματείων), αγνοώντας την αναγκαιότητα συμμετοχής στην λήψη αποφάσεων των βασικών stakeholders του κάθε αθλήματος, δηλαδή των αθλητών και των προπονητών, ακόμα και των διαιτητών. Αποτέλεσμα αυτού είναι αν κάποιος πρώην αθλητής, προπονητής ή διαιτητής επιθυμεί να συμμετέχει στην διοίκηση ενός αθλήματος να πρέπει να προταθεί από ένα σωματείο δηλώνοντας και μόνο ότι είναι μέλος του και χωρίς να έχει εμπειρία από την διοίκηση αυτού που υποτίθεται πως εκπροσωπεί. Το περιβάλλον ενός αθλήματος θα ήταν πολύ πιο υγιές και αποδοτικό αν η ομοσπονδία ενέτασσε στο διοικητικό της συμβούλιο και εκπροσώπους των θεσμικών οργάνων αθλητών, προπονητών, διαιτητών, ακόμα και των ενώσεων ή λιγκών, ώστε κατά την λήψη αποφάσεων να λαμβάνονται υπόψη όλα τα δεδομένα και οι διαφορετικές προσεγγίσεις. Στο θέμα αυτό έχουν γίνει ήδη βήματα στο ποδόσφαιρο, αλλά απέχουμε ακόμα αρκετά από αυτό που είναι απόλυτα αναγκαίο: την συμμετοχή όλων στη λήψη των σημαντικών αποφάσεων για κάθε άθλημα.

 

  • Στο όχι μακρινό παρελθόν ο αθλητισμός ήταν απόλυτα κρατικοδίαιτος. Το κράτος επιχορηγούσε από την ΕΟΕ μέχρι το τελευταίο σωματείο. Σήμερα, όμως, παρά το ότι οι σχετικές διατάξεις που προβλέπουν τις επιχορηγήσεις σε ομοσπονδίες, ενώσεις και σωματεία διατηρούνται σε ισχύ (άρθρο 51, ν. 2725), στην πράξη οι επιχορηγήσεις καλύπτουν μόνο τις λειτουργικές δαπάνες των ομοσπονδιών. Από την άλλη, στην λογική ότι διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα, έχουν αυξηθεί οι υποχρεώσεις τους και έχει περιοριστεί η ελευθερία των κινήσεών τους στη διαχείριση των οικονομικών τους. Έτσι, ενώ ως προς τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο Κράτος αντιμετωπίζονται ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (και ας διατηρούν τυπικά την μορφή των σωματείων), το Κράτος από την πλευρά του δεν αναλαμβάνει την ευθύνη να τις βοηθήσει στην αντιμετώπιση των χρεών τους ή στην εξεύρεση νέων πόρων. Εδώ είναι προφανής η ανάγκη θεσμικής παρέμβασης είτε προς την κατεύθυνση του ότι οι ομοσπονδίες είναι: α) οργανισμοί δημοσίου δικαίου και ενδιαφέροντος (συνεπώς το Κράτος έχει την ευθύνη της λειτουργίας τους και οφείλει να συμβάλει στην εξεύρεση πόρων), ή β) οργανισμοί ιδιωτικού δικαίου και (πέραν των λειτουργικών τους δαπανών, για τις οποίες θα συνεχίσει το Κράτος να συμβάλει) πρέπει να αποκτήσουν καθεστώς ευελιξίας στην εξεύρεση πόρων για να εξυπηρετήσουν τους κύριους λόγους της ύπαρξής τους, που είναι η λειτουργία και ανάπτυξη του αθλήματος στην Ελλάδα και η αντιπροσώπευσή του στο εξωτερικό.
  • Παρά την ύπαρξη πρόβλεψης για την οικονομική εποπτεία των επιχορηγούμενων από το Κράτος φορέων (άρθρο 52, ν. 2725), στην πράξη ουσιαστικός έλεγχος δεν γίνεται. Αυτό έχει ως συνέπεια να είναι πολλές οι περιπτώσεις κακοδιαχείρισης σε ομοσπονδίες, ενώσεις και σωματεία. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό, όμως, είναι πως το Κράτος οφείλει να ελέγχει κυρίως: α) την διαχείριση των επιχορηγήσεων που παρέχει στους αθλητικούς φορείς, β) την τήρηση των διατάξεων δημοσίου συμφέροντος (π.χ. σοβαρά ποινικά αδικήματα, θέματα ασφάλειας εγκαταστάσεων, κλπ.) και γ) την ύπαρξη επαρκών εσωτερικών διαδικασιών ελέγχου των ομοσπονδιών από τα μέλη τους και τους λοιπούς φορείς του οικείου αθλήματος και των λοιπών φορέων (ενώσεις, σωματεία, συνδέσμους αθλητών, προπονητών, διαιτητών) τόσο από τα μέλη τους, όσο και από την ομοσπονδία. Οι άνθρωποι του κάθε αθλήματος πρέπει να ελέγχουν οι ίδιοι σε όλα τα επίπεδα αν η διοίκησή του ασκείται με ορθό τρόπο και με γνώμονα το συμφέρον του αθλήματος.

 

  1. Στην Ελλάδα των προηγούμενων δεκαετιών η διοίκηση των αθλητικών φορέων ασκούνταν από ερασιτέχνες εθελοντές που όχι μόνο δεν αμείβονταν για την συμμετοχή τους σε αυτές, αλλά συχνά ενίσχυαν οικονομικά τον φορέα που διοικούσαν (κυρίως στα σωματεία). Στην σημερινή πραγματικότητα αυτό δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να συνεχιστεί, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων δεν μπορεί να διαθέσει ούτε χρήμα, ούτε χρόνο. Συνεπώς, απαιτείται εκσυγχρονισμός του συστήματος οργάνωσης / διοίκησης των σωματείων, ενώσεων και ομοσπονδιών σύμφωνα με τους κανόνες της καλής διακυβέρνησης, που θα μπορούσε να είναι προς μία από τις δύο κατευθύνσεις: α) καθιέρωση αμοιβής για την συμμετοχή στην διοίκηση αθλητικών φορέων και περιορισμός της εθελοντικής συμμετοχής σε συγκεκριμένους τομείς ή β) διάκριση των οργάνων διοίκησης σε αυτά που ως έμμισθοι και ειδικοί θα χειρίζονται τα καθημερινά ζητήματα και την εκτέλεση των αποφάσεων των οργάνων (διευθυντικά στελέχη) και σε εκείνα που χωρίς να χρειάζεται η καθημερινή αυτοπρόσωπη παρουσία τους συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων ως μέλη της διοίκησης και ελέγχουν τα διευθυντικά στελέχη κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Το (β) μπορεί να γίνει και με το ισχύον καθεστώς, που χρήζει όμως βελτιώσεων. Παράλληλα, η διοίκηση των αθλητικών φορέων πρέπει να γίνεται μέσα σε ένα πλαίσιο διάφανων και εύκολων στην εφαρμογή διαδικασιών, ώστε να διασφαλίζεται τόσο η τυπική, όσο η και ουσιαστική νομιμότητα στην λήψη και την υλοποίηση αποφάσεων. Τέλος, απαραίτητο στοιχείο εκμοντερνισμού της διοίκησης είναι η καθιέρωση συνεχούς αμφίδρομης επικοινωνίας μεταξύ των φορέων του κάθε αθλήματος και συντονισμού της δράσης των λοιπών φορέων από την ομοσπονδία. Τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας διευκολύνουν το σχετικό έργο, χρειάζεται, όμως, αλλαγή νοοτροπίας που δυστυχώς φαίνεται πως μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω μίας θεσμικής ρύθμισης.
  2. Η ισχύουσα αθλητική νομοθεσία προβλέπει υποχρέωση εκπαίδευσης μόνο για τους προπονητές (άρθρο 31, ν. 2725). Όμως, είναι ηλίου φαεινότερο πως η ανάπτυξη της τεχνολογίας και των επιστημών ωθεί και τον αθλητισμό σε νέα επίπεδα, οπότε και η διοίκηση των αθλητικών φορέων πρέπει να ανατίθεται σε πρόσωπα με αυξημένα τυπικά προσόντα. Τα πρόσωπα αυτά αμέσως μετά την εκλογή τους στο διοικητικό συμβούλιο θα υποχρεώνονται να παρακολουθούν συγκεκριμένη επιμορφωτική διαδικασία σχετική με την οργάνωση και την διοίκηση αθλητικών φορέων, υπό την εποπτεία του κράτους. Σε ένα μεταβατικό στάδιο η επιμόρφωση αυτή μπορεί να καταστεί υποχρεωτική για τα υπηρετούντα μέλη των διοικητικών συμβουλίων και των στελεχών (έμμισθων και μη) των φορέων αυτών. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της διαδικασίας μπορεί να είναι είτε η ΓΓΑ, είτε η ΕΟΕ, είτε από κοινού και οι δύο.
  3. Το ζήτημα των ορίων στην κρατική παρέμβαση δεν αφορά μόνο στο ποδόσφαιρο, αλλά σε όλα τα αθλήματα. Αναμφίβολα, η κρατική παρέμβαση πρέπει να περιορίζεται σε θέματα δημοσίου συμφέροντος και όχι σε θέματα που αφορούν στο κάθε άθλημα, τα οποία λειτουργούν στο πλαίσιο που καθορίζουν οι διεθνείς φορείς αυτού. Είναι, όμως, βέβαιο πως αν υλοποιηθούν οι προηγούμενες προτάσεις η κρατική παρέμβαση θα περιοριστεί στα απολύτως απαραίτητα όρια, ακόμα και αν αυτά δεν προβλεφθούν ρητά σε μελλοντικά νομοθετήματα.

 

Συμπέρασμα

Από όλα τα παραπάνω καθίσταται φανερή η ανάγκη της δημιουργίας ενός νέου θεσμικού πλαισίου τουλάχιστον για τον ερασιτεχνικό αθλητισμό, που θα τον βοηθήσουν να συμβαδίσει με την ζώσα πραγματικότητα.