Γκατσιούδης: «Χάθηκε όλη μου η αθλητική καριέρα από αυτό το αίσχος…»

5309

Ο τραυματισμός του, οι δημοσιογράφοι που τον πείσμωσαν και η σημαία που δεν μπήκε ποτέ στο… Έβερεστ. Ο εορτάζων παγκόσμιος πρωταθλητής του στίβου Κώστας Γκατσιούδης μιλά για την σπουδαία καριέρα του.

Ολόκληρη η συνέντευξη του στο sport retro.gr

Γεννηθείς στις 17 Δεκεμβρίου 1973, ο Κώστας Γκατσιούδης εξελίχθηκε στον κορυφαίο Έλληνα ακοντιστή και αποτέλεσε μέλος μιας σπουδαιότατης γενιάς του εγχώριου κλασικού αθλητισμού των 90s’.

Με 1 παγκόσμιο ρεκόρ Εφήβων, 3 μετάλλια σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα και 2 συμμετοχές σε Ολυμπιακούς Αγώνες, ο πρωταθλητής από το Διδυμότειχο είχε ήδη κάνει αισθητή την παρουσία του στον χώρο.

Ονειρευόταν περισσότερες διακρίσεις με την έλευση των πρώτων –άντα και, βέβαια, παρουσία στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, όμως η μοίρα είχε γράψει διαφορετικά την ιστορία.

Ο τραυματισμός του σε ένα μίτινγκ στη Θεσσαλονίκη το 2002 αποδείχθηκε η αρχή του τέλους, αφού έκτοτε ο Κώστας Γκατσιούδης δεν κατάφερε να επανέλθει σε επιθυμητό επίπεδο και, μοιραία, αποσύρθηκε από τη δράση.

Ο κορυφαίος Έλληνας ακοντιστής παραχώρησε συνέντευξη στο Sport-Retro.gr, οι συντελεστές του οποίου θέλησαν με αυτόν τον τρόπο να του ευχηθούν για τα 44α του γενέθλια και, κατ’ επέκταση, να τον ευχαριστήσουν για όσα προσέφερε (και εξακολουθεί να προσφέρει από άλλο μετερίζι) στον εγχώριο αθλητισμό.

 -Τα περισσότερα παιδάκια ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ και, ιδίως στον Έβρο που γεννηθήκατε, με το βόλεϊ. Εσύ γιατί επέλεξες τον ακοντισμό;

«Είχε γίνει μία επιλογή ταλέντων από τα Δημοτικά σχολεία. Είχα περάσει κι από όλα αυτά τα στάδια του ποδοσφαίρου, του βόλεϊ και του μπάσκετ, αλλά δεν μου άρεσαν ιδιαίτερα. Επέλεξα δηλαδή κάτι που θα βασιζόμουν στις δικές μου δυνάμεις. Στην αρχή ήταν πάρα πολύ δύσκολο, αλλά αν κάποιος ασχολείται με τον κλασικό αθλητισμό δύσκολα ξεφεύγει απ’ αυτόν».

-Δηλαδή πόσο χρονών ήσουν;

«Πήγαινα ΣΤ’ Δημοτικού ή Α’ Γυμνασίου. Προπονητής ήταν ο Αθανάσιος Τσιτσιμάγκας. Βέβαια, είχα αρχίσει με κάποιον άλλον, αλλά ήταν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα και δεν τον θυμάμαι. Με τον Τσιτσιμάγκα ήμουν μέχρι και την περίοδο που έφυγα από το Διδυμότειχο».

-Πώς ήσουν ως έφηβος; Πιστός στον αθλητισμό ή υπήρχαν φορές που ξέφευγες;

«Από τη στιγμή που ήρθαν κάποιες επιτυχίες σε διασυλλογικούς κυρίως αγώνες, ήμουν πολύ σταθερός. Στην εφηβική ηλικία δεν είχα εξάρσεις, ήμουν συνεπής και σοβαρός στις υποχρεώσεις μου. Δεν άφηνα προπονήσεις, έδινα τον καλύτερό μου εαυτό».

-Η πρώτη σπουδαία επιτυχία ήρθε προτού καν κλείσεις τα 20, όταν στις 20 Ιουνίου 1992 κατέρριψες το παγκόσμιο ρεκόρ Εφήβων με επίδοση 80.30μ. Ποιο ήταν το μυστικό της επιτυχίας;

«Το ήθελα πάρα πολύ. Γυμναζόμουν με τρομερή θέληση κάθε μέρα. Είχα, βέβαια, τον προπονητή και τους γονείς μου, οι οποίοι είχαν πέσει από πάνω μου. Βοηθούσαν τα μέγιστα. Η χρονιά ήταν πολύ καλή. Δεν υπήρχε κάποιος τραυματισμός για μεγάλο χρονικό διάστημα και όλα ήρθαν καλά».

-Είχες κάποιο γούρι;

«Όχι, ποτέ. Μόνο τη σοβαρή δουλειά είχα».

-Δύο χρόνια αργότερα αναδείχθηκες πρωταθλητής Νέων με το εντυπωσιακό 83.82μ. στην Οστράβα της Τσεχίας. Έχουν κυλήσει περισσότερες από 2 δεκαετίες, αλλά φανταζόμαστε ότι θα θυμάσαι πολλές από τις ξεχωριστές εκείνες στιγμές.

«Ήταν από τις πρώτες χρονιές διεξαγωγής των Πανευρωπαϊκών Αγώνων της κατηγορίας κάτω των 23 ετών. Υπήρχε αρκετή συμμετοχή, όλες οι χώρες κατέβασαν αθλητές κι αυτό για εμάς ήταν πρωτόγνωρο. Ναι μεν αγωνιζόμασταν στο Παγκόσμιο ή το Πανευρωπαϊκό Εφήβων, αλλά βρεθήκαμε ξαφνικά σε μία διοργάνωση που δεν ξέραμε ακριβώς τι γινόταν, πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση κ.τ.λ. Προσωπικά κι εκεί βρέθηκα σε πολύ καλό επίπεδο. Απόδειξη είναι ότι κατάφερα να κερδίσω το χρυσό μετάλλιο. Φάνηκε δηλαδή από την κατηγορία των 18 μέχρι κι εκεί ότι με σωστή δουλειά και λίγη τύχη θα μπορούσα να φτάσω ψηλά».

-Με ποιους συναθλητές έκανες παρέα εκείνη την εποχή;

«Με όλα τα παιδιά από την Εθνική ομάδα. Ήμασταν πολύ δεμένοι μεταξύ μας. Ούτως ή άλλως στους αγώνες ήμασταν οι ίδιοι και οι ίδιοι. Μέχρι και τώρα δηλαδή είμαστε όλοι φίλοι».

-Το 1996 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα προκρίθηκες στον τελικό και κατέλαβες τη 10η θέση. Είχες μείνει ικανοποιημένος από εκείνο το πλασάρισμα;

«Όχι καθόλου. Γιατί είχα κάνει μια εκπληκτική πρωινή επίδοση κατάταξης με 87.12μ. που ήταν Πανελλήνιο ρεκόρ Ανδρών. Είχα περάσει με την πρώτη βολή στον τελικό. Δεν υπολόγιζα ότι θα κερδίσω το χρυσό μετάλλιο, αλλά πήραν τα μυαλά μου απότομα αέρα λόγω της απειρίας μου σε πολύ μεγάλους αγώνες. Και ανταγωνιστές μου ήταν όλοι αυτοί που συνάντησα από τα 23 μου και μετά, ο Ζελέζνι, ο Μπάκλεϊ, ο Χεχτ… Όλοι αυτοί. Όταν έγινε ο τελικός την επόμενη ημέρα, εγώ είχα ήδη κουραστεί με τα όνειρα και τις φαντασίες που έκανα. Δεν απέδωσα τα μέγιστα. Δεν το άντεξε η ιδιοσυγκρασία μου. Δεν πλασαρίστηκα καλά, δεν έριξα καλά».

-Η πορεία σου ήταν ανοδική, με highlights το χάλκινο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αθήνας το 1997 και το ασημένιο σε εκείνο της Σεβίλλης το 1999. Τι θυμάσαι από αυτές τις δύο ιδιαίτερα σημαντικές επιτυχίες, αρχής γενομένης από τη διοργάνωση του ΟΑΚΑ;

«Μετά τη 10η θέση της Ατλάντα ξεκίνησε μία προσπάθεια από τον ΣΕΓΑΣ, προκειμένου να κατέβω στην Αθήνα για να γυμναστώ σε καλύτερες συνθήκες και χώρους, με τη βοήθεια κάποιων ειδικών προπονητών. Ήθελαν δηλαδή να μου προσφέρουν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Προκλήθηκαν τότε κάποιοι καβγάδες με τον προπονητή μου για το αν έπρεπε να φύγω από το Διδυμότειχο. Τελικά έφυγα το 1996 προς 1997. Η ομοσπονδία είχε ρίξει πολύ μεγάλο βάρος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1997.

Έμενα στους ξενώνες εκείνο τον χρόνο. Πραγματικά ήμουν πάρα πολύ αποφασισμένος να ξεπεράσω τον εαυτό μου. Όλη η χρονιά πήγε πολύ καλά. Άλλαξα προπονητή, ήμουν με τον Αντώνη Παπαδημητρίου, εκείνον δηλαδή που ολοκλήρωσα την αθλητική μου καριέρα. Προσπαθήσαμε πολύ, δουλέψαμε πολύ.

Είχαμε την απίστευτη συνδρομή της ομοσπονδίας, η οποία βρισκόταν όχι μόνο πίσω από μένα, αλλά και από κάθε αθλητή. Ήταν οι χρυσές εποχές που, μεταξύ άλλων, υπήρχε και χρήμα γενικώς στον αθλητισμό. Μέσα στη χώρα μας, παρουσία των Ελλήνων φιλάθλων, είχα μία πολύ μεγάλη επιτυχία σε μία σπουδαία διοργάνωση όπως το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα.

Το 1999 στη Σεβίλλη άρχισα να καταλαβαίνω ότι μπορώ να σταθώ σε όλες τις διοργανώσεις. Είδα ότι τα πράγματα ναι μεν ήταν δύσκολα, αλλά ήταν και εφικτά. Προσπαθούσα πάρα πολύ».

-Αναφέρθηκες στους Έλληνες φιλάθλους. Θεωρείς ότι τότε υπήρχε περισσότερη δίψα του κόσμου για τον κλασικό αθλητισμό;

«Και τώρα υπάρχει δίψα. Ο κλασικός αθλητισμός είναι παγκοσμίως αποδεκτός από τους φιλάθλους. Τότε, βέβαια, ήταν η χρυσή εποχή. Ήρθε το πρώτο μετάλλιο με την Πατουλίδου. Άρχισε σιγά-σιγά ο κλασικός αθλητισμός να ανεβαίνει και να φτάνει σε πολύ υψηλό επίπεδο».

-Ήσασταν ίσως πιο αναγνωρίσιμοι σε σχέση με τους σημερινούς αθλητές.

«Κι εγώ το έχω παρατηρήσει αυτό ειν’ η αλήθεια. Ακόμη κι εμείς που είμαστε μέσα στον κλασικό αθλητισμό -βάζω και τον εαυτό μου- πρέπει να το παρακολουθήσουμε πολύ για να δούμε ποιοι αθλητές ανήκουν στην καινούργια φουρνιά και δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό για να φέρουν μετάλλια στη χώρα μας. Πέρα από 2-3 που βρίσκονται σε πολύ υψηλό επίπεδο, ο κλασικός αθλητισμός δεν είναι τόσο προβεβλημένος όπως, ας πούμε, το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ. Εξάλλου, τότε η Δημόσια Τηλεόραση στήριζε πολύ τον κλασικό αθλητισμό, τώρα μόνο ποδόσφαιρο και μπάσκετ».

-Στις 24 Ιουνίου 2000… έκρυψες το ακόντιο με τη βολή στα 91.69μ. Mόλις 7 άνθρωποι στον κόσμο έχουν καταγράψει πιο μακρινές ρίψεις. Τι παραπάνω έκανες και έφτασε σε αυτό το τρομερό επίτευγμα;

«Τίποτα το ιδιαίτερο, απλώς είχε συνεχιστεί η πολύ καλή μου προσπάθεια. Τότε γίνονταν 3 μίτινγκ στη Φινλανδία, στα οποία είχα πάρει μέρος. Είχα μείνει για περίπου 20 ημέρες μαζί με τον προπονητή μου. Ήταν το τρίτο μίτινγκ της σειράς. Είχε χαλαρώσει το σώμα μου, είχε φύγει ένα σφίξιμο που ένιωθα μετά τις δύσκολες προπονήσεις που κάναμε για να πάμε στους αγώνες και ήταν μια πολύ καλή μέρα.

Κατάφερα επιτέλους να ξεπεράσω τα 90μ. Το κυνηγούσα χρόνια αυτό να σου πω την αλήθεια. Έφτανα πολύ κοντά στα 90μ., αλλά ποτέ δεν τα είχα ξεπεράσει. Ήταν ένα συν για μένα. Τότε το φράγμα των 90μ. φάνταζε εξωπραγματικό. Και τώρα δηλαδή, αλλά τότε ακόμη περισσότερο».

-Η 6η θέση του Σίδνεϊ τι γεύση σου άφησε;

«Πάλι πικρή. Είχα τα μετάλλια στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα, ήμουν κάθε χρονιά ανάμεσα στις 2-3 κορυφαίες επιδόσεις στον κόσμο και, πραγματικά, εκείνη την ημέρα δεν ξέρω τι συνέβη. Δεν υπήρχε θέμα άγχους, είχα μάθει να διαχειρίζομαι τους μεγάλους αγώνες ούτε ήμουν πρωτάρης. Είχα συμμετοχές σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα, είχα πάλι την 1η ή 2η -δεν θυμάμαι- καλύτερη επίδοση στην κόσμο. Απλώς ήταν μια άτονη μέρα για μένα».

-Κατέκτησες και το χάλκινο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Έντμοντον το 2001 παρά τους αφόρητους πόνους στο γόνατο.

«Η αλήθεια είναι ότι μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ δέχθηκα, ας το πω, επίθεση από 1-2 δημοσιογράφους της εποχής – όχι του κλασικού αθλητισμού. Με παρουσίασαν ως αθλητή που, θεωρητικά, σε μεγάλους αγώνες είχα κάμψη. Αναφέρονταν μόνο στους Ολυμπιακούς Αγώνες, παραβλέποντας τα μετάλλια που είχα πάρει στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα. Αυτό με πείσμωσε και, συνάμα, με στεναχώρησε. Οπότε ήρθε η επόμενη χρονιά Παγκοσμίου Πρωταθλήματος άρχισα πολύ δυναμικά την προετοιμασία μου.

Υπήρξε ένα πρόβλημα τραυματισμού στο γόνατο τη δεδομένη στιγμή και, κατ’ επέκταση, η πιθανότητα να μην αγωνιστώ καθόλου στον συγκεκριμένο αγώνα. Παρ’ όλα αυτά κάναμε κανονικά την προετοιμασία μας. Ήταν τόσο μεγάλη η θέληση. Το τυχερό μου ήταν ότι το πόδι άντεξε κάποιες βολές, πρώτη-δεύτερη-τρίτη… Πονούσα, αλλά δεν ήταν κάτι που μπορούσε να μου στερήσει τον αγώνα. Με βοήθησε η ριπτική μου ικανότητα.

Έφερα ένα μετάλλιο που δεν πίστευαν ούτε οι ίδιοι οι γονείς μου ούτε ο προπονητής μου. Εμείς θέλαμε ένα πέρασμα, έτσι το είχαμε στο μυαλό μας. Και ξαφνικά ήρθε ένα μετάλλιο και, μάλιστα, με πολύ υψηλή επίδοση. Εγώ βγήκα 3ος και έκανα 89.95μ., δηλαδή κοντά 90μ.».

-Το όνειρό σου ήταν η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, όμως δυστυχώς αυτό δεν έγινε πραγματικότητα. Θα μας περιγράψεις τι συνέβη από το μοιραίο μίτινγκ της Θεσσαλονίκης το 2002 μέχρι την ημέρα που αποφάσισες να αποσυρθείς από τη δράση;

«Αμέσως μετά, το 2001, υποβλήθηκα σε μία επέμβαση στο γόνατό μου από τον κ. Αργύρη Μήτσου. Με επανάφερε στο τέλειο επίπεδο. Άρχισα την επόμενη χρονιά πάλι πολύ δυναμικά, έφτασα πραγματικά πάρα πολύ υψηλά στην προπόνησή μου, τόσο που μπορώ να πω ότι για τα επόμενα χρόνια θα έβαζα σημαία στο… Έβερεστ και θα ήμουν πρωταγωνιστής σε όλες τις διοργανώσεις.

Δυστυχώς, επιλέξαμε να πάμε σε ένα μίτινγκ του ΣΕΓΑΣ στην Καλαμαριά με τον προπονητή μου. Δήθεν είχαν γίνει έργα ανάπλασης στο στάδιο. Ο διάδρομος ήταν τελείως στραβός. Σε μία προσπάθειά μου πάτησα σε λακκούβα – σε κενό δηλαδή. Έχασα την ισορροπία μου και τραυματίστηκα μια για πάντα. Δεν πρόλαβα να αντιδράσω καθόλου, έφυγα πολύ άτσαλα και χάθηκε όλη μου η αθλητική καριέρα από αυτό το αίσχος.

Η βλακεία μου ήταν ότι δεν έκανα μήνυση προς κάθε υπεύθυνο για την κατασκευή του σταδίου. Αυτή ήταν η μοναδική μου βλακεία. Χτύπησα στον ώμο πολύ δυνατά. Ήταν τόσο άσχημο το πέσιμο… Έκανα, βέβαια, την επέμβαση, προσπάθησα, αλλά δεν ήταν το ίδιο με πριν. Χάθηκε όλη η αθλητική μου καριέρα λόγω της κακοτεχνίας του σταδίου, στο οποίο δήθεν γίνονταν καινούργια έργα. Τίποτα. Μηδέν».

-Ο Κώστας Γκατσιούδης της τελευταίας δεκαετίας με τι ασχολείται;

«Έγιναν κάποιες επεμβάσεις στο χέρι μου, μήπως και καταφέρω να επανέλθω, αλλά δυστυχώς… Με βοήθησε πολύ και η ομοσπονδία πάνω σ’ αυτό, όμως δεν μπορούσε να συμβεί κάτι άλλο και έτσι πήρα την απόφαση να σταματήσω. Δεν γινόταν διαφορετικά. Το πάλεψα 3-4 χρόνια και τέλος.

Στη συνέχεια έγινα προπονητής για 1-2 χρόνια, ωστόσο εκεί δεν υπήρχε η ανάλογη στήριξη και, εν μέρει, έληξε άδοξα κι αυτή η ιστορία. Τώρα ξεκίνησε μία νέα προσπάθεια. Πηγαίνω στον Εθνικό Γ.Σ. Αλεξανδρούπολης και γυρνάμε με μία ομάδα γυμναστών για να βρούμε ταλέντα του κλασικού αθλητισμού. Αυτή είναι η τωρινή μου ενασχόληση με τον αθλητισμό.

Έχω επιστρέψει μόνιμα στο Διδυμότειχο, απλώς κατεβαίνω μια φορά την εβδομάδα στην Αλεξανδρούπολη και ψάχνουμε παιδάκια στα Δημοτικά σχολεία με έμφυτο ταλέντο, προκειμένου να τα προσεγγίσουμε και να τα ‘σπρώξουμε’ προς τον κλασικό αθλητισμό».

-Αποσυρθήκατε στην πιο ώριμη -αγωνιστικά- ηλικία, όμως σας ευχόμαστε να βγάλετε νέους «Γκατσιούδηδες».

«Θέλω να βρίσκομαι μέσα στον χώρο. Βρήκαμε ήδη κάποια παιδάκια που έχουν ταλέντο και μακάρι να συνεχιστεί αυτό. Να είστε καλά».

Πηγή