Αλεξανδρούπολη: Συνέντευξη της Κικής Τσακαλδήμη για την εμπειρία της στο Έβερεστ, Θα το ξανακάνει;

912
Ανοικτό το ενδεχόμενο, κάποια στιγμή στο μέλλον, να προσπαθήσει να ολοκληρώσει επιτυχώς την ανάβασή της στην υψηλότερη κορυφή του κόσμου, το Έβερεστ, αφήνει η Κική Τσακαλδήμη.

Σε συνέντευξή της στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η 38χρονη ορειβάτης από την Αλεξανδρούπολη, μιλά για τις συνθήκες διαβίωσης στο Έβερεστ κατά τη διάρκεια των δύο μηνών που διήρκησε η αποστολή της, για την τελική προσπάθειά της να ανέβει στα 8.848 μέτρα της «στέγης του κόσμου», για τους ανθρώπους που τη στήριξαν καθ’ όλη την προσπάθεια της, καθώς και για τα μελλοντικά της σχέδια.

Βρέθηκε μόλις 600 μέτρα χαμηλότερα από την κορυφή του Έβερεστ και νιώθει «χαρούμενη και ευγνώμων που καταφέραμε, κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, να επιστρέψουμε στο base camp (βάση κατασκήνωσης) όλοι ασφαλείς. Θέλει πολλή δύναμη να αποδεχτείς και να αντλήσεις χαρά από την όλη πορεία σου, την ώρα που πρέπει να επιστρέψεις, ενώ μπροστά σου βλέπεις πόσο κοντά είσαι από την κορυφή».

Ο προγραμματισμός προέβλεπε να βρεθεί στην κορυφή του Έβερεστ το πρωί στις 23 Μαΐου και, παρά τις ακραίες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή, πήρε την απόφασή μαζί με τον οδηγό της, τον Ινδό Satyabrata Dam, να ξεκινήσουν την ανάβαση.

Όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, το βράδυ της 22ας Μαΐου, όταν και ξεκίνησε την τελική της ανάβαση, στο μυαλό της βρισκόταν μόνο η κορυφή. «Προσπαθούσα να κρατήσω εστιασμένη όλη μου την ενέργεια για την τελική προσπάθεια και φυσικά να είμαι καθημερινά χαρούμενη και να αντλώ ικανοποίηση στο κάθε στάδιο που βρισκόμουν», είπε.

Κατά την τελική της ανάβαση, οι ριπές ανέμου έφταναν τα 100 χλμ/ ώρα, ενώ η θερμοκρασία άγγιζε τους -60 βαθμούς Κελσίου κάτι που έκανε την επίτευξη τού στόχου αδύνατη.

«Ήταν όλα τόσο έντονα και τεταμένα, που ίσως η μόνη σκέψη μου ήταν να την γλιτώσουμε και να καταφέρουμε να γυρίσουμε από την κορυφή χωρίς να χάσουμε τα άκρα μας από κρυοπαγήματα. Ήταν τόσο ακραίες οι καιρικές συνθήκες που πραγματικά ανησύχησα για τη σωματική μου ακεραιότητα. Όμως προσπάθησα να είμαι γενναία και συνέχισα, χωρίς να παραπονεθώ ή να πω κάτι στον οδηγό μου» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Κική Τσακαλδήμη.

Και συμπληρώνει: «Στις 2 το πρωί, είδα τον Satyabrata να στρέφεται πίσω προς το μέρος μου. Το φως του φακού κεφαλής στιγμιαία με τύφλωσε. Σήκωνε τους ώμους του και με το χέρι του έδειξε το δρόμο πίσω μας. Έπρεπε να επιστρέψουμε. Δεν χρειάστηκε να μιλήσουμε. Ξέραμε και οι δύο μέσα μας πως αυτή ήταν η σοφότερη απόφαση. Η τεράστια εμπειρία του οδηγού μού έδινε την δύναμη να πιστέψω πως εντάξει έχουμε καλές πιθανότητες να επιστρέψουμε στην σχετική ασφάλεια της σκηνής μας στο camp4 χωρίς να χάσουμε κάποιο από τα άκρα μας εξαιτίας των κρυοπαγημάτων».

Οι πρώτες σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό της Κικής, όταν πήρε το δρόμο της επιστροφής στο camp4 ήταν όλες οι δύσκολες στιγμές που πέρασε κυρίως τον τελευταίο χρόνο κατά την προετοιμασία της, αλλά και της ανεύρεσης των πόρων για την πραγματοποίηση της αποστολής, όπως δηλώνει όμως «ένοιωσα τόσο τυχερή και που ήμουν γερή και υγιής, αλλά και ευγνώμων που μου επετράπη να φτάσω ως εκεί, στα 8.250 μέτρα».

Η πιο δύσκολη στιγμή σε όλη την αποστολή, όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ήταν πως έπρεπε να αποδεχθεί το γεγονός ότι θα επιστρέψει πίσω, ενώ ήταν ήδη στα 8.250 μέτρα, μια ανάσα από την κορυφή.

Απαντώντας σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ εάν θα προσπαθήσει πάλι κάποια στιγμή να ολοκληρώσει αυτό που «άφησε στη μέση» η 38χρονη ορειβάτης λέει: «δεν θέλω να λέω μεγάλες κουβέντες και ποτέ δεν λέω ποτέ. Όταν κατέβαινα από το Camp3 πέρασαν τέτοιες σκέψεις από το μυαλό μου. Με ρώτησα, θα το ξανακάνεις; Όμως αυτομάτως το σώμα και το μυαλό μου φώναξαν ΟΧΙ! Σήμερα, που το κορμί μου έχει σχεδόν ξεχάσει την κακουχία, αρχίζει να φλερτάρει με την ιδέα, μιας και σωματικά είδα ότι ήμουν πολύ δυνατή και αν δεν με σταματούσε ο καιρός θα μπορούσα να το κάνω. Ήμουν πολύ δυνατή».

Υπογράμμισε επίσης ότι πρόκειται για μια πολύ κοστοβόρα αποστολή και αν «είχα τα χρήματα ίσως προτιμούσα να τα διαθέσω σε νέες περιπέτειες, σε άλλα βουνά, αλλά και πάλι δεν αποκλείω τίποτα. Ο χρόνος θα είναι ο καλύτερος σύμβουλος μου. Ας τον αφήσουμε να κάνει τη δουλειά του».

Πηγή