Αφιέρωμα: Παραδοσιακός Οικισμός Μεταξάδων (μέρος Α΄)

1752

«Στο Τουκμάκι, στ’ς ΄Μεταξάδες , Γιάννης δήμαρχος

άιντε Βασιλκούδα μ’, Γιάννης δήμαρχος.»

Ελένη Ραντζούδη,
Δασολόγος – Περιβαλλοντολόγος

Εικόνα 1: Πανοραμική άποψη του οικισμού (GoogleEarth -16.9.2016).

Το «χωρίον Μεταξάδες» του δημώδους θρακικού άσματος αποτελεί έναν αγροτικό ημιορεινό οικισμό του Βορείου Έβρου που αποτέλεσε για πολλές δεκαετίες του 19ου και του 20ου αιώνα κεφαλοχώρι της ευρύτερης περιοχής. Η αρχική εγκατάσταση του οικισμού στην συγκεκριμένη τοποθεσία έγινε το έτος 1285, όταν προέκυψε η ανάγκη μετακίνησης των κατοίκων, εξαιτίας μιας φονικής επιδημίας χολέρας που έπληξε το προηγούμενο χωριό με το όνομα «Δογάντζια». Το αρχικό παραδοσιακό όνομα του οικισμού που εγκαταστάθηκε στην καινούργια τοποθεσία ήταν «Τοκμάκι». Κατά μια άποψη, το όνομα αυτό προέρχεται από το σφυρί των λιθοξόων, μαστόρων της πέτρας που αφθονεί στην περιοχή.Αργότερα επικράτησε το όνομα «Μεταξάδες» προερχόμενο, επίσης, από την ενασχόληση των κατοίκων του οικισμού με την σηροτροφία και την παραγωγή μεταξιού. Τελικά, το κεφαλοχώρι εξελίχθηκε σε πρωτεύουσα του Καποδιστριακού Δήμου Μεταξάδων μέχρι το έτος 2010. Ακολούθως, συμπεριελήφθη στον νέο Καλλικρατικό Δήμο Διδυμοτείχου, που συστήθηκε με το νόμο 3852/2010, με έδρα το Διδυμότειχο.

Η τοποθεσία του οικισμού βρίσκεται στην ανατολική απόληξη της οροσειράς της Ροδόπης, σε μικρή απόσταση από τα σημερινά σύνορα της Ελλάδας με την Βουλγαρία και πολύ κοντά στην κοίτη, του παραποτάμου του Έβρου, Ερυθροπόταμου. Το Διδυμότειχο, η έδρα του Καλλικρατικού Δήμου στον οποίο εντάσσεται πλέον και η κωμόπολη των Μεταξάδων, βρίσκεται σε απόσταση 28 χλμ. προς τα δυτικά, και αποτελεί το εγγύτερο αστικό κέντρο. Η θέση του οικισμού προσφέρει σημαντική προστασία από επιδρομείς και κατακτητές, καθώς δίνει την δυνατότητα παρατήρησης της πεδιάδας που απλώνεται στις υπώριες. Σημαντικά ερείσματα για τους Έλληνες Χριστιανούς κατοίκους, κατά τους ταραγμένους βυζαντινούς και νεότερους χρόνους της ιστορίας της Θράκης. Ερείσματα, που μαζί με το φυσικο πλούτο της ευρύτερης περιοχής, αποδείχθηκαν καθοριστικά για την επιβίωση του οικισμού, ο οποίος διένυσε μια μακραίωνη ιστορία και ανέπτυξε μία μοναδική για την περιοχή αρχιτεκτονική φυσιογνωμία που αποτελεί σήμερα μια σημαντική παρακαταθήκη και κληρονομία όλης της Θράκης.

Οι Μεταξάδες βρίσκονται μακριά από το κεντρικό οδικό δίκτυο του νομού Έβρου. Συγκεκριμένα, σε απόσταση περίπου 25-30 χλμ. από το βασικό οδικό άξονα Αλεξανδρούπολης – Ορεστιάδας, γεγονός που ενισχύει την απομόνωση και την εγκατάλειψη της περιοχής. Η σύνδεση με την υπόλοιπη χώρα γίνεται μόνο μέσω του Διδυμοτείχου με λεωφορεία υπεραστικών γραμμών. Οι υπηρεσίες που παρέχονται είναι λίγες και περιορίζονται κυρίως σε καταστήματα, με είδη πρώτης ανάγκης.

Η κοινότητα και ο μετέπειτα Δήμος Μεταξάδων υπήρξαν οι αρχικοί ιδιοκτήτες ενός τμήματος του Δασικού Συμπλέγματος Μεταξάδων με την ονομασία «Κοινοτικό Δάσος Μεταξάδων», έκτασης 15.260 στρεμμάτων. Το δάσος αυτό περιήλθε στην δικαιοδοσία του νέου Καλλικρατικού Δήμου Διδυμοτείχου και πλέον μιλούμε για την διαχείριση του «Δημοτικού Δάσους Μεταξάδων». Στη περιοχή των Μεταξάδων δραστηριοποιείται δασικός συνεταιρισμός που αναλαμβάνει τις δασικές εργασίες στο εν λόγω δημοτικό δάσος αλλά και στα δασικά συμπλέγματα της ευρύτερης περιοχής. Επίσης, στο «Δημοτικό Δάσος Μεταξάδων» βρίσκεται η θέση «Ύψωμα», όπου έλαβε χώρα στις 15 με 18 Μαΐου 1949 η τελευταία μάχη του ελληνικού μεταπολεμικού εμφυλίου, αλλά και ο χώρος δασικής αναψυχής του Αγ. Κωνσταντίνου.

Εικόνα 2 : Άποψη των Μεταξάδων από τον κάμπο.

Το κλίμα των Μεταξάδων είναι ηπειρωτικό με θερμά καλοκαίρια και ψυχρούς χειμώνες. Η μέση ελάχιστη θερμοκρασία είναι 3,4°C, η μέση μέγιστη 25,9°C και η μέση ετήσια 14,8°C. Αναλυτικά, οι μέσες θερμοκρασίες κατά μήνα έχουν ως εξής:

Η μέγιστη ηλιοφάνεια που καταγράφεται στο επίπεδο του νομού φθάνει τους καλοκαιρινούς μήνες το 70%-85%, οπότε πρόκειται για την εποχή με το μεγαλύτερο όφελος ακτινοβολίας. Ενώ, η ελάχιστη καταγράφεται τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες, οπότε και κυμαίνεται από 30% έως 60%. Στην γειτνιάζουσα περιοχή του Σουφλίου, ο συνολικός αριθμός ημερών με βροχή είναι 95,9 και οι παγετοί παρατηρούνται από τα μέσα Νοεμβρίου μέχρι τέλος Μαρτίου. Ο συνολικός αριθμός ημερών με χιονόπτωση είναι 12,4. Οι επικρατούντες άνεμοι είναι βόρειας διευθύνσεως και ο αριθμός των ημερών που ο άνεμος ξεπερνά τα 6 Μποφόρ είναι 21,8, ενώ ο αριθμός των ημερών που ξεπερνά τα 8 Μποφόρ είναι 2,2.

Η περιοχή που τοποθετείται ο οικισμός είναι ημιορεινή και χαρακτηρίζεται από ομαλό ανάγλυφο, με χαμηλή λοφώδη διαμόρφωση (Εικόνα 2). Στη βόρεια έκταση κυριαρχούν οι καλλιεργούμενες ζώνες, ενώ στα νότια του οικισμού Μεταξάδων, εμφανίζονται φυλλοβόλα δάση και βοσκότοποι. Στα δυτικά (συνοριακή γραμμή) και στα βόρεια ρέει ο Ερυθροπόταμος (Εικόνα 3). Τα ρέματα της περιοχής είναι μικρού βάθους και καταλήγουν στον Ερυθροπόταμο ή σε μικρότερους παραπόταμούς του. Συνολικά οι υδάτινες μάζες καλύπτουν το 3% της περιοχής. Το υψόμετρο του οικισμού είναι μικρό και το μέγιστο ύψος είναι 306 μέτρα, ενώ το ελάχιστο στα 80 μέτρα. Το έδαφος που κυριαρχεί στην περιοχή είναι αμμοαργιλώδες. Οι πετρογραφικές διαπλάσεις της περιοχής είναι σχηματισμοί της τριτογενούς και τεταρτογενούς περιόδου. Η ευρύτερη περιοχή του οικισμού δεν έχει παρουσιάσει ιδιαίτερο σεισμικό κίνδυνο στην σύγχρονη ιστορία της.

Εικόνα 3 : Ο Ερυθροπόταμος καθώς ρέει βόρεια των Μεταξάδων.

Την περιοχή διασχίζει ο Ερυθροπόταμος, ο οποίος αποτελεί έναν από τους κυριότερους παραποτάμους του ποταμού Έβρου. Συγκεκριμένα ο Ερυθροπόταμος πηγάζει από τα υψώματα της οροσειράς Ροδόπη, διασχίζει τον νομό Έβρου με κατεύθυνση βορειοανατολικά και βόρεια του Μικρού Δερείου, οπότε και διαμορφώνει τη διασυνοριακή γραμμή Ελλάδας – Βουλγαρίας και στο ύψος των Μεταξάδων, αλλάζοντας κατεύθυνση προς τα ανατολικά εισέρχεται στην Ελλάδα και για 33 Km διασχίζει την επαρχία Διδυμοτείχου μέχρι την εκβολή του στον ποταμό Έβρο (Εικόνα 3). Η κοιλάδα του Ερυθροποτάμου, εμφανίζει σημαντικές ποσότητες υπόγειων νερών που προσφέρουν υδατική επάρκεια στον οικισμό και τις γύρω γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Τα συνηθέστερα ψάρια που απαντούν στον Ερυθροπόταμο και στα ρέματα που συμβάλλουν σε αυτόν είναι: Τυλινάρι ή Κεφάλι (Leucascus cephalus macedonicus), Γυφτόψαρο (Gobio gobio bulgaricus), Κυπρίνος ή Σαζάνι (Cyprinuscarpio), Γουλιανός (Silurus glanis), Χέλι (Anguilla Anguilla) κ.ά.  Η μικρή ποικιλία ειδών οφείλεται στη στήρευση του ποταμού τους καλοκαιρινούς μήνες.

Στην περιοχή Μεταξάδων εμφανίζεται η υποζώνη Quercion confertae με κυρίαρχα είδη δέντρων διάφορα είδη Δρυός (Quercusspp.), ενώ σε υποβαθμισμένες ή άγονες θέσεις εμφανίζονται αείφυλλα πλατύφυλλα με κυρίαρχη την εμφάνιση του Φυλικιού (Phillyrea latifolia).Οι καλλιέργειες στην περιοχή καταλαμβάνουν το βόρειο τμήμα της, κατά μήκος της εύφορης κοιλάδας που δημιουργεί ο Ερυθροπόταμος. Οι περισσότερες από αυτές τις εκτάσεις είναι αρδευόμενες με την βοήθεια γεωτρήσεων. Μέσα στις δασικές εκτάσεις εμφανίζονται μικρές καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οι οποίες δεν αρδεύονται. Σε ένα μεγάλο ποσοστό της περιοχής (περίπου 10%) εμφανίζονται χέρσες εκτάσεις, οι οποίες έχουν προέλθει από υποβάθμιση παλαιοτέρων δασών και χρησιμοποιούνται κυρίως για την κτηνοτροφία.

Εικόνα 4 : Δασικό αυτοφυές είδος της περιοχής – Γκορτσιά (Pirusamygdaliformis).

Κατά μήκος της κοίτης του Ερυθροποτάμου, στο τμήμα δυτικά των Μεταξάδων στη συνοριακή γραμμή, εμφανίζονται παραποτάμια δάση μικρού πλάτους, αποτελούμενα από διάφορα είδη Ιτιάς (Salix spp.) και Σκλήθρα (Alnus glutinosa). Μετά από την είσοδο του ποταμού στην Ελλάδα, βόρεια από τους Μεταξάδες, όλη η παραποτάμια βλάστηση έχει καταστραφεί μετά από τον εγκιβωτισμό του ποταμού σε αναχώματα και εμφανίζονται μεμονωμένες Λεύκες (Populus spp.) και Ιτιές (Salix spp.) στα πρανή του ποταμού.

Η συνήθης χλωρίδα της περιοχής αποτελείται από τα παρακάτω είδη: Μαύρη πεύκη (Pinus nigra) (από τεχνητή εισαγωγή), Οξύκεδρος άρκευθος (Juniperus oxycedrus), Αγριόκεδρος (Juniperus communis), Λευκή λεύκη (Populus alba), Μαύρη λεύκη (Populus nigra), Λευκή ιτιά (Salix alba), Κολλώδης κλήθρα (Alnus glutinosa), Ανατολικός γαύρος (Carpinus orientalis), Αγριοφουντουκιά (Corylus colurna), Πλατύφυλλη δρυς (Quercus frainetto), Απόδισκη δρυς (Quercus dalechampii), Ευθύφλοια δρυς (Quercus cerris), Χνοώδης δρυς (Quercus pubescens),  Φτελιά (Ulmus spp.), Γκορτσιά (Pirus amygdaliformis) (Εικόνα 4), Λευκάμπελη κλεματίς (Clematis vitalba), Πλατάνι (Platanus orientalis), Θαμνώδης βάτος (Rubus fruticosus),  Κυνοροδή ροδή (Rosa canina.), Πεδινό σφενδάμι (Acer campestre),  Μονσπεσουλανό σφενδάμι (Acermonspessulanum), Ταταρικό σφενδάμι (Acer tataricum), Φυλίκι (Phillyrea latifolia), Φράξος (Fraxinus ornus) κ.ά.

Εικόνα 5 : Σπάνιο είδος πτηνού – Μαυροπελαργός (Ciconia nigra). 

Οι καλλιεργούμενες ζώνες γύρω από τους Μεταξάδες, χρησιμοποιούνται από πολλά μεταναστευτικά είδη πουλιών, κυρίως στρουθιόμορφων, αλλά λόγω της μείωσης των φυτοφρακτών, ελάχιστα είδη πλέον φωλεοποιούν. Οι γύρω δασικές εκτάσεις, χρησιμοποιούνται από πολλά είδη αρπακτικών για αναζήτηση τροφής, αλλά επίσης δεν προσφέρονται για φωλεοποίηση. Επιπλέον, την άνοιξη και το φθινόπωρο εμφανίζονται διάφορα είδη ερωδιών και πελαργών (Εικόνα 5), που αγαπούν τις όχθες του Ερυθροπόταμου και των παραποτάμων του και τις χρησιμοποιούν ως ενδιαιτήματα, ιδιαίτερα όταν η στάθμη του ποταμού χαμηλώνει.

Εικόνα 6: Ενδημικό είδος πανίδας της περιοχής – Λαγόγυρος.

Τα Θηλαστικά που απαντούν στην περιοχή είναι: Λαγός (Lepuseuropeaus), Λύκος (Canis lupus), Αλεπού (Vulpes vulpes), Νυφίτσα (Mustela nivalis), Πετροκούναβο (Martes foina), Ασβός (Meles meles), Βίδρα (Lutra lutra), Σκατζόχοιρος (Erinaceus concolor), Ασπάλακας (Talpa stankovic), Χωραφομυγαλίδα (Crocidura leucodon), Λαγόγυρος (Spermophilus citellus) (Εικόνα 6), Σκίουρος (Sciurus vulgaris), Δενδρομυωξός (Dryomys nitedula), Κρικοποντικός (Apodemus flavicollis), Σταχτοποντικός (Mus abbotti), Μαυροποντικός (Rattus rattus) κ.ά.

Η ευρύτερη περιοχή του οικισμού των Μεταξάδων διαθέτει ποικιλία φυσικών πόρων, όπως αγροτικές εκτάσεις που εκτείνονται βορειοανατολικά του οικισμού, πλούσια και μόνιμη παροχή υπόγειων και επιφανειακών υδάτων, εκτεταμένα δρυοδάση που για αιώνες προσέφεραν πολύτιμη ξυλεία για την επιβίωση των ορεσίβιων κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Το σημαντικότερο υλικό της περιοχής που επηρέασε την αρχιτεκτονική των κτισμάτων και το σύνολο του παραδοσιακού οικισμού είναι η πέτρα που εξορύσσεται από το τοπικό λατομείο, το οποίο προσφέρει πολύ καλής ποιότητας υλικό για οικοδομική χρήση (Εικόνα 7). Η πέτρα αυτή έχει το χαρακτηριστικό ότι είναι ελαφριά και μαλακή, ιδανική για λάξεμα και διαμόρφωση (πωρόλιθος) χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα, ώστε να χρησιμοποιηθεί σαν δομικό υλικό.

Εικόνα 7: Αγροτικές εκτάσεις και το ορυχείο πέτρας του οικισμού των Μεταξάδων.

Η κύρια απασχόληση των κατοίκων του οικισμού είναι στη γεωργία (Εικόνα 8), ενώ ένας μικρός αριθμός ασχολείται με την εκμετάλλευση των δασών και λίγοι πια με την κτηνοτροφία, που παρουσιάζει τις τελευταίες δεκαετίες μια φθίνουσα πορεία. Υπήρξαν ιστορικοί περίοδοι, που ο οικισμός ευημερούσε και αναπτύχθηκαν σημαντικές τέχνες, απαραίτητες για την επιβίωση του, όπως η τέχνη της εξόρυξης, της κατεργασία και του λαξεύματος της πέτρας, η τέχνη της κατασκευής των πέτρινων σπιτιών, η τέχνη της καλλιέργειας του μεταξιού απ’ όπου προέρχεται και το όνομα του οικισμού, της ραπτικής των πολύπλοκων ενδυμασιών των κατοίκων καθώς και η τέχνη της αγγειοπλαστικής με την οποία έφτιαχναν τα λαγήνια και τις στάμνες για το νοικοκυριό και για τις εργασίες τους.

Συνέχεια…

dasarxeio.com