Το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα διαρκώς μεγαλώνει. Ολόκληρες περιοχές κινδυνεύουν με κοινωνική και οικονομική κατάρρευση.
Η αρνητική πορεία του πληθυσμού στην Ελλάδα αποτυπώνεται στο νέο δελτίο του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) με θέμα «Η επιδείνωση του φυσικού ισοζυγίου σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο (2020-22) και οι δυσοίωνες προοπτικές του».
Σύμφωνα με τα στοιχεία το φυσικό ισοζύγιο (γεννήσεις-θάνατοι) στη χώρα μας έχει αλλάξει πρόσημο, μετατρεπόμενο για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας από θετικό σε αρνητικό, ουσιαστικά μετά το 2010.
Η συνεχής αύξηση του πλήθους των ηλικιωμένων έχει προκαλέσει μια αύξηση των θανάτων που ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50, ενώ η συνεχής μείωση του αριθμού των παιδιών που αποκτούν τα ζευγάρια προκάλεσε τη μείωση των γεννήσεων μετά το 1980.
Παταγώδης η αποτυχία των μέτρων
Οι αντίστροφες πορείες θανάτων και γεννήσεων οδήγησαν αναπόφευκτα, από ένα σημείο και μετά, στην υπεροχή των πρώτων έναντι των δευτέρων, μια υπεροχή που μεγαλώνει συνεχώς: 38,5 χιλ. λιγότερες γεννήσεις από θανάτους την τριετία 2011-13 και 111 χιλ. το 2017-2019 (113 θάνατοι /100 γεννήσεις στην πρώτη και 143 στην δεύτερη).
Στην τριετία όμως 2020-22 το έλλειμμα διευρύνθηκε σημαντικά καθώς το φυσικό ισοζύγιο ήταν αρνητικό κατά 169 σχεδόν χιλ. με αποτέλεσμα να αντιστοιχούν168 θάνατοι σε 100 γεννήσεις. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί και ο μακάβριος παράγοντας της πανδημίας του κορονοϊού, κατά την οποία αυξήθηκαν οι θάνατοι, ενώ οι επιπτώσεις στις γεννήσεις ήταν περιορισμένες. Η μείωση τους (-13 χιλ. ανάμεσα στις δυο προαναφερθείσες τριετίες) ήταν λίγο μεγαλύτερη από την αναμενομένη.
Οι δυο συγγραφείς του ενημερωτικού δελτίου, οι καθηγητές Βύρων Κοτζαμάνης και Βασίλης Παππάς, ιδρυτικά μέλη του ΙΔΕΜ, αναφέρουν επίσης, πως αν η αύξηση των θανάτων μετά την επιστροφή τους στις 130 χιλ. το 2023 θα είναι τα επόμενα χρόνια ηπιότερη, οι γεννήσεις ετησίως θα είναι κατά μέσο όρο αρκετά λιγότερες από τις 82 χιλ. που είχαμε το 2020-22 καθώς το πλήθος των γυναικών σε ηλικία απόκτησης παιδιών θα συνεχίσει να μειώνεται ενώ δεν αναμένονται ριζικές αλλαγές και στο ευρύτερο για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση παιδιών, περιβάλλον.
Τα φυσικά ισοζύγια θα παραμείνουν επομένως αρνητικά κυμαινόμενα γύρω από τις -55χιλ, ενώ η αναλογία γεννήσεων προς θανάτους, παρ’ όλες τις όποιες διακυμάνσεις της δεν πρόκειται να μεταβληθεί σημαντικά στο μέλλον.
Σε ποιες περιοχές εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα
Ο δυο ερευνητές αναφέρουν επίσης, ότι διαφοροποιήσεις της αναλογίας αυτής και οι αποκλίσεις της από τον μέσο όρο της τριετίας 2020-22 (1,68 θάνατοι ανά γέννηση σε εθνικό επίπεδο) είναι σημαντικές και διευρύνονται περνώντας από τις Περιφέρειες στις Περιφερειακές Ενότητες, και, στη συνέχεια, στους Δήμους και στις Δημοτικές Ενότητες.
Διαπιστώνουν ειδικότερα, αναλύοντάς τα στοιχεία, ότι σε επίπεδο Περιφερειών το Νότιο Αιγαίο με λίγο περισσότερες γεννήσεις από θανάτους, διαφοροποιείται σημαντικά τη Δυτική Μακεδονία όπου αντιστοιχούν σχεδόν 2,4 θάνατοι/γέννηση.
Οι αποκλίσεις από τον μέσο εθνικό διευρύνονται στις Περιφερειακές Ενότητες καθώς μόνον σε πέντε από αυτές, οι γεννήσεις είναι αρκετά περισσότερες από τους θανάτους και σε τέσσερις, θάνατοι και γεννήσεις δεν διαφέρουν σημαντικά, ενώ, στο άλλο άκρο, σε έντεκα Περιφερειακές Ενότητες αντιστοιχούν 2,5 ή και περισσότεροι θάνατοι ανά γέννηση.
Σε επίπεδο δήμων (325 ενότητες), οι διαφορές ανάμεσα στο Δήμο Θήρας με 2 γεννήσεις ανά ένα θάνατο, και, στο άλλο άκρο, σε 49 δήμους (το 15% του συνόλου) με περισσοτέρους από 4 θανάτους/γέννηση (και 20 από αυτούς με 6 ή και περισσότερους) είναι συνταρακτικές. Σε επίπεδο τέλος, Δημοτικών Ενοτήτων (Δ.Ε) οι αποκλίσεις από τον μέσο εθνικό όρο (1,68) διευρύνονται ακόμη περισσότερο: αν σε 19 από αυτές (το 2,1% του συνόλου) οι γεννήσεις υπερτερούν των θανάτων, σε 27 έχουμε μόνον θανάτους, σε 348 -το 1/3-, 4 ή περισσοτέρους και σε 196 (19% του συνόλου) 6 και περισσοτέρους θανάτους ανά γέννηση.