Ο Βαγγέλης Δημούδης αφηγείται εμπειρίες από τη ζωή του: Τα γλέντια! Εγώ, πάντα, εκεί στηρίζομαι.

1152

Ο Βαγγέλης Δημούδης αφηγείται εμπειρίες από τη ζωή του: «Τα γλέντια! Εγώ, πάντα, εκεί στηρίζομαι. Εκεί είναι η αυθεντία, εκεί βγαίνει η ψυχή, εκεί θα δημιουργήσεις»

Καλησπέρα σας.

Ε.Δ.

Καλησπέρα.

Α.Τ.

Πώς λέγεστε;

Ε.Δ.

Βαγγέλης Δημούδης λέγομαι.

Α.Τ.

Είναι Τρίτη, 4 Οκτωβρίου 2022. Βρίσκομαι με τον Βαγγέλη Δημούδη στο σπίτι του, στο Βύρωνα. Είμαι η Αριστούλα Τόλη για το Istorima και στο σημείο αυτό ξεκινά η αφήγηση μας. Βαγγέλη, θα μπορούσες να μας πεις λίγα λόγια για τη ζωή σου;

Ε.Δ.

Λοιπόν, ξεκινάμε. Γεννήθηκα το 1954 σε ένα μικρό χωριό κοντά στα σύνορα της Τουρκίας και περισσότερο κοντά στην Τουρκία και λίγο πιο μακριά από τη Βουλγαρία, στην επαρχία Διδυμοτείχου. Καρωτή λέγεται το χωριό μου. Είμαστε μια γενιά μετά τον πόλεμο, όπου πολλά παιδιά ήταν στα χωριά τότε. Είχαμε παρέες, έχω ωραίες αναμνήσεις, εκεί μεγάλωσα. Το Δημοτικό στο χωριό, το Γυμνάσιο στο Διδυμότειχο και έμεινα εκεί μέχρι στα 18 μου χρόνια. Σ’ αυτά τα χρόνια, πολύ συχνά, ακολουθούσα τη μητέρα μου, που ήταν πιο πολύ, ας πούμε, θα έλεγα την λέξη «πανηγυρτζού». Εμείς είμαστε από τα χωριά των Μάρηδων και εκεί, στη γείτονα, έχουμε σχέσεις με κάποια χωριά και σε αυτά τα πανηγύρια, πάντα, με έπαιρνε, από πολύ μικρό η μητέρα μου, κι έτσι είχα και ακούσματα και εικόνες τις οποίες… Τότε, σαν παιδί, παίζαμε. Δεν είχαμε σκοπό ούτε να ασχοληθούμε με αυτό το πράγμα, ούτε κατά νου, ούτε κατά διάνοια, αλλά αυτές όλες οι εικόνες, αυτά τα ακούσματα και η σχέση μου με τους μεγαλύτερους, να βλέπω, να ακούω, γιατί εμείς περισσότερα πράγματα τα μάθαμε με την παρατηρητικότητα και όχι τόσο από βιβλία, από δασκάλους, καθεαυτού δασκάλους δηλαδή. Για εμάς οι μεγαλύτεροι ήταν δάσκαλοί μας, ήταν η οικογένειά μας, ήτανε όλο το χωριό. Όλοι μας προστάτευαν κι εμείς ήμασταν τα μικρά παιδιά που ακολουθούσαμε στα βήματά τους.

Α.Τ.

Τι θυμάσαι από εκείνη την περίοδο, από τα παιδικά χρόνια;

Ε.Δ.

Ήτανε φτωχά τα χρόνια, δύσκολα τα χρόνια, αλλά από την άλλη, όταν είσαι παιδί, δεν δίναμε τόση σημασία στη φτώχεια ή στο αν… Ένα πιάτο φαγητό όλη η οικογένεια προσπαθούσε γι’ αυτό, μικροί-μεγάλοι. Και αυτό, δύσκολα-εύκολα, για άλλους πιο εύκολα, για άλλους πιο δύσκολα, έβγαινε το φαγητό και αυτό ήταν όλο. Αυτή ήταν και η χαρά μας. Ήμασταν πολλά παιδιά. Είχαμε πολύ παιχνίδι, πάρα πολύ παιχνίδι και μέσα από το παιχνίδι, μέσα ακόμα και από το βίαιο παιχνίδι, αυτά που λένε, σήμερα, το bullying, εμείς αυτά τα ξεπερνούσαμε πολύ πιο εύκολα και μεταξύ μας, δηλαδή, τα βρίσκαμε. Ήταν μικρή κοινωνία, ελεγχόμενη. Εάν κάτι παραβιάζαμε ή αν ξεπερνούσαμε τα όρια, έπεφτε τιμωρία, είτε από τον δάσκαλο, είτε από τους γονείς, είτε… Μια ωραία μικρή κοινωνία και έτσι μεγαλώσαμε. Είχα και τα ακούσματα. Η μητέρα μου αγαπούσε πολύ την ψαλτική. Πήγαινε, συνέχεια, στην εκκλησία. Ήξερε να ψάλει, τραγουδούσε, πήγαινε σε όλα τα πανηγύρια, ήξερε τα ήθη και τα έθιμα. Είναι και από σόι τέτοιο, γιατί απ’ το σόι μας βγήκαν κι άλλοι τραγουδισταί και ψάλτες και παπάδες. Αν θέλετε, τους αναφέρω. Από αυτούς γνωστός είναι ο Παπανικίδης ο Παναγιώτης ο οποίος μεγάλωσε στα Αμπελάκια, εκεί γεννήθηκε. Η μητέρα μου είχε δύο αδερφές στα Αμπελάκια μεγαλύτερες και έτσι, σε κάθε πανηγύρι, πηγαίναμε εκεί. Και ο Θανάσης ο Στοΐδης, ο μακαρίτης, κι αυτός ήταν απ’ τη μεγαλύτερη αδερφή της μητέρας μου. Γνωστός κι αυτός και έχει κάνει και δισκογραφία και αργότερα έπαιξε. Πήγε στο εξωτερικό, γύρισε. Τον είχα πάρει αργότερα, που θα αναφερθούμε για τη Δόρα Στράτου. Έπαιζε ούτι και τραγουδούσε. Ο Παπανικίδης είπαμε, ο Βαγγέλης ψάλτης και είμαστε από ένα τέτοιο σόι, δηλαδή απ’ τη μεριά της μητέρας μου. Κι έτσι, αυτά ήταν τα ερείσματα. Έπειτα, στις πλατείες, στα αλώνια, που μαζεύονταν οι νέοι και χόρευαν και τραγουδούσαν, εμείς από κοντά, τα μικρά τα παιδιά. Δεν είχαμε δασκάλους. Τώρα, σήμερα, όλοι αναφερόμαστε στους μεγαλύτερους σαν δασκάλους, αλλά δεν ήταν δάσκαλοι. Ήταν έτσι η ζωή. Αυτό έκαναν, αυτό ξέρανε. Κάθε φορά, είτε ήταν πανηγύρι ή ήταν μια γιορτή ή ήτανε γάμος μαζεύονταν όλοι κι εμείς, από μικρά παιδιά, περισσότερο το είχαμε σαν παιχνίδι, δηλαδή δεν ήταν «Θα πάμε να μάθουμε τώρα χορούς» ή μας αρέσει. Δεν ξέραμε αν μας αρέσει-δεν μας αρέσει. Αργότερα, φάνηκε ότι μας αρέσει, αλλά τότε ήταν παιχνίδι! Πειράζαμε τα κορίτσια, μπαίναμε στο χορό, βγαίναμε εκεί, στην ουρά. Σιγά-σιγά, αυτό. Μετά, μπαίνεις μέσα στο χορό κανονικά. Μετά, εμείς έτυχε, λόγω του Δοϊτσίδη και του Αηδονίδη και περισσότερο, μάλλον, του Δοϊτσίδη, στο χωριό, που είχαμε και συγκρότημα, να μπω και στο συγκρότημα, να χορεύω και ένας λόγος ήταν κι αυτός που κατέβηκα, σε ηλικία 18 χρόνων, μόλις τελείωσα με το Γυμνάσιο και στην Αθήνα. Επειδή χόρευα εγώ στο μικρό το χορευτικό, ο Δοϊτσίδης και η θεία Μόρφω μου λέει: «Βαγγέλη, εσύ χορεύεις καλά! Θα σε πάρουμε στην Δόρα Στράτου!». Εγώ, έτσι, μπήκε μέσα σα σφήνα στο κεφάλι μου και παρόλο που εκεί είχα να κάνω μετά κι άλλα πράγματα, γιατί έπαιζα και ποδόσφαιρο και θέλανε να μείνω εκεί στο Διδυμότειχο, να παίξω, εγώ πήρα την απόφαση και μόνος μου και μια μέρα, έτσι, τέτοιο καιρό, αρχές Οκτωβρίου, το ’72, πήρα μια σχεδόν άδεια βαλίτσα, έβαλα μια κουβερτούλα, για να γεμίσει και κατέβηκα στην Αθήνα. Αυτά, έτσι, εν περιλήψει τα του χωριού μου.

Α.Τ.

Από ποια δεκαετία υπήρχε χορευτικό στο χωριό;

Ε.Δ.

Από τη δεκαετία του ’60, αρχές.

Α.Τ.

Με δάσκαλο ντόπιο;

Ε.Δ.

Όχι, δεν υπήρχε δάσκαλος. Δεν υπήρχαν δασκάλοι ακόμα. Και τότε, δεν υπήρχε δάσκαλος. Μαζευόμαστε και χόρευαν όλοι. «Αυτό το χορό θα τον χορέψουμε». Σαν ρυθμιστής, ας πούμε, το τι θα χορευτεί και αυτά ήταν ο Δοϊτσίδης. Αλλά είχαμε εμείς… Επειδή, τότε, είχαμε το σπίτι του παιδιού, αυτό ήταν ένα σημαντικό για κάποια χώρια, που είχαμε σπίτι παιδιού. Ήταν της Βασιλικής Πρόνοιας βέβαια, αλλά ούτε μας συνέδεε, ούτε μας ενδιέφερε, ούτε μας ένοιαζε και δεν ξέραμε. Ήταν ένα… Τι κάνει, σήμερα, ένας πολιτιστικός σύλλογος και πολύ περισσότερο εκείνη την εποχή. Να φανταστείτε τη δεκαετία του ’50, του ’70, Σπίτι του Παιδιού με δασκάλα, να μας μιλάει, να έχουμε βιβλιοθήκη, να έχουμε πινγκ-πονγκ, να παίζουμε εκείνη την εποχή, να δανειζόμαστε βιβλία, να παίζουμε θεατρικά έργα, να λέμε ποιήματα σε όλες τις εθνικές γιορτές κι αυτά. Ήτανε μεγάλη υπόθεση το Σπίτι του Παιδιού, αγώνες, ταξίδια οι μεγαλύτεροι! Εγώ, το ’71, πρόλαβα με το Σπίτι Παιδιού και έκανα την πρώτη μου και την τελευταία, φυσικά, εκδρομή με το Σπίτι του Παιδιού. Γυρίσαμε όλη την Ελλάδα σε διάφορους αρχαιολογικούς χώρους το ’71 και το ’72, μετά, έφυγα. Λοιπόν, εκεί, γινότανε ό,τι κάνουν σήμερα οι σύλλογοι. Και υπήρχε και εκεί το χορευτικό, που ακόμα στο χωριό… Δηλαδή, δεν έχουνε μείνει πολλά άτομα, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, αλλά ακόμα υπάρχει ας πούμε… Υπάρχουν αυτές οι κοπέλες της ηλικίας μου, οι κοπέλες τότε – τώρα, είναι μεγάλοι πια – που χορεύαμε στο Σπίτι του Παιδιού και μετά στον «Όμιλο Καρυοφύλλη-Δοϊτσίδη», που το πήρε και λίγο, ας πούμε, πιο ζεστά… Να μην πω επαγγελματικά, γιατί ακόμα, τότε, δεν ήταν τα επαγγελματικά, αλλά άρχισαν, πλέον, οι εμφανίσεις. Να πηγαίνουμε στα Ανθεστήρια της Αλεξανδρούπολης, στο Καρναβάλι της Ξάνθης, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και το ’68, όταν ο Καριοφύλλης-Δοϊτσίδης κατέβηκε, με το συγκρότημα το μεγάλο, στην Αθήνα, στο Παναθηναϊκό Στάδιο και έκανε την εμφάνιση, τότε τους είδε η Δόρα Στράτου και σου λέει: «Τι γίνεται εδώ πέρα; Υπάρχει κι αυτό;», γιατί εμάς μας είχαν για Βούλγαρους, έτσι; Ό,τι ακουγόταν κι ακόμα για πολλά χρόνια αυτό συνεχίστηκε, να μας θεωρούν, για τα ακούσματά μας… Να τους θυμίζουν Βουλγαρία, γιατί οι Βούλγαροι τα ένταξαν, πολύ γρήγορα, πιο γρήγορα από εμάς, σε Ακαδημίες, σε τέτοια και μέσω αυτού προωθούσαν τον πολιτισμό τους και έτσι ήξερε ο κόσμος «Αυτά είναι βουλγάρικα». Η Ελλάδα δεν είχε, τότε, τόσο πολύ αναγνωριστεί ακόμα. Στην Ελλάδα δεν είχαν αναγνωριστεί τα Θρακιώτικα. Και έτσι, λοιπόν, αυτή ήταν αφορμή να κατεβαίνει, μετά, κάθε χρόνο, το χορευτικό της Καρωτής στη Δόρα Στράτου, χορεύοντας τους θρακιώτικους, τους δικούς μας χορούς και όλους τους θρακιώτικους και συνάμα και φυσικά και τους άλλους χορούς. Κι έτσι, λοιπόν, εγώ, όταν το άκουσα και το έδεσα στο μυαλό μου, κατέβηκα λίγο πιο νωρίς το χειμώνα, να κάνω λίγο, να βρω και… Γιατί φτωχοπαιδί ήμουνα. Έπρεπε να βρω μια δουλειά, να δουλέψω πρώτα, γιατί για εμάς δεν ήταν η Δόρα Στράτου ότι θα λύσουμε το οικονομικό μας. Εκεί, ήταν η τρέλα μας, αυτό που ξέραμε να χορεύουμε. Στο χωριό αυτό. Από μικρός… Εντωμεταξύ, να αναφέρω εδώ, να κάνω μια παρένθεση. Εγώ, από μικρός, είχα ένα – πώς να στο πω; – μια μανία να «κοροϊδεύω» τους άλλους, τι κάνουνε πάνω στο χορό δηλαδή, πώς χόρευε, ας πούμε, ο τάδε; Πήγαινα το βράδυ στα νυχτέρια, που ήταν μαζεμένες η μητέρα μου με τις γειτόνισσες εκεί και τους έλεγα: «Ο τάδε χορεύει έτσι! Ο τάδε χορεύει, κάνει αυτό. Η τάδε κάνει εκείνο…». Και το έκανα και αυτές γελούσαν. Σαν μικρό παιδί, επειδή γελούσαν, άρα καλό είναι αυτό που κάνω. Γελάνε! Δηλαδή έτσι. Και μου άρεσε να κάνω, να βλέπω και[00:10:00] να μιμούμαι τις κινήσεις και τι έκανε ο καθένας. Αυτό, για πλάκα, έτσι, εκείνα τα χρόνια. Και μετά, επειδή μ’ άρεσε ο χορός, ό,τι χορός έβγαινε, είτε μοντέρνος, είτε αυτά, είτε από κινηματογράφο… Γιατί δεν είχαμε εμείς, μέχρι το εξηντατόσο, ’66, ’67, δεν είχαμε ούτε ρεύμα, ούτε νερό, ούτε τίποτα. Μες στο σκοτάδι. Και ήμασταν μαθημένοι να βλέπουμε, να παρατηρούμε και μέσα από εκεί να φτιάχνουμε το δικό μας κόσμο. Ακόμα και τώρα, πολύ εύκολα, επειδή αυτό εμείς, τότε, με τη νύχτα, βλέπαμε στη νύχτα. Περπατάει κάποιος και έπρεπε να γνωρίσεις πώς από το περπάτημα. Για φαντάσου, τώρα, από το χορό που βλέπω ας πούμε και ξέρω εγώ, άμα δω κάποιον να χορεύει, ξέρω ποιος είναι ο δάσκαλος του, γιατί σήμερα τα παιδιά παίρνουν την κίνηση του δασκάλου, της δασκάλας πάντοτε, τις περισσότερες φορές. Έτσι, καταλαβαίναμε και ξέραμε και θέλω να πω, μετά, κατάλαβα ότι αυτό με βοήθησε στο να μπορώ να κάνω κινήσεις πιο εύκολα από κάποιους άλλους, επειδή είχα μάθει να μιμούμαι, ακριβώς, τις κινήσεις και αυτό το είδε και η Στράτου μετά, όταν κατέβηκα στη Δόρα Στράτου, και όταν έφερνε ανθρώπους μεγαλύτερους, αμέσως: «Βαγγελάκη, δίπλα!», για να το πιάσω γρήγορα, να κάνω αυτά που έκανε ο κάθε φιλοξενούμενος στο χώρο της Δόρας Στράτου. Λοιπόν, κι έτσι, αυτό με βοήθησε, όπως προείπα, και το ’72 πήρα την απόφαση… Γιατί ήμασταν μια φτωχή οικογένεια. Δεν είχαμε δυνατότητες να σπουδάσω. Και λέω: «Θα πάω και θα δω. Να δω. Θα πάω, πρώτα, να πάω να δουλέψω, θα πάω στη Δόρα Στράτου και από εκεί να δούμε αν θα μπορέσω να συνεχίσω ή καμιά Γυμναστική Ακαδημία» γιατί μ’ άρεσε ο αθλητισμός. Έτρεχα, έπαιζα, έπαιζα και ποδόσφαιρο. Αλλά ο χορός ήτανε η πρώτη και μεγάλη τρέλα και το τραγούδι φυσικά. Τραγουδούσα από μικρός στο χωριό, γιατί πολλές φορές εγώ είχα ένα, στην αυλή μου, ένα πάλκο δικό μου! Είχα μια ακακία, η οποία ανέβαινα πάνω και κάθε καλοκαίρι, κάθε βράδυ, τραγουδούσα εκεί πάνω, έτσι, μες στο σκοτάδι, μες στο χωριό. Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Με άκουγαν εκεί πέρα. Την άλλη φορά μου λέγαν: «Βαγγέλη, τραγουδούσες!», όλα αυτά. Παιδί εγώ, μ’ άρεσε που μου λέγανε αυτό. Τ’ άκουσε και η δασκάλα και την άλλη μέρα, μετά, στο σχολείο, ρώτησε, επειδή εγώ… Το χωριό μας, όπως είναι σαν μια λακκούβα, μια ρεματιά μεγάλη, απ’ τη μια μεριά είμαι εγώ, το σχολείο ήταν απ’ την απέναντι πλευρά και όταν τραγουδούσα, άκουσε η δασκάλα απέναντι, απ’ το σχολείο και ρώτησε εκεί, τη γειτονιά. «Ποιος είναι αυτός που τραγουδάει;». «Είναι ο τάδε». Την άλλη μέρα μας έβαλε λοιπόν. «Τι κάνεις εσύ; Γιατί τραγουδάς;». Άντε! Άρχισε να με βάζει, μετά, να τραγουδάω, να χορεύω διάφορους χορούς. Όταν ερχότανε σινεμάς στρατιωτικός τότε, εκείνη την εποχή, με βάζαν στο χωνί και τραγουδούσα. Πώς πάει, πώς τώρα περνάνε οι μικροπωλητές και έχουνε κάτι που πουλάνε και βάζουνε μια κασέτα κι ένα τραγούδι και λένε: «Πουλάμε τέτοιο…»; Μας βάζανε σ’ αυτό το χωνί και για να διαφημίζουνε «Απόψε στο χωριό σας θα παίξει κινηματογράφος» αυτό… Και μετά, τραγουδούσα εγώ, έλεγα κι ένα τραγούδι. Δεν υπήρχαν τότε κασέτες. Αυτές είναι αναμνήσεις, τέλος πάντων, απ’ το χωριό. Κάπως έτσι είναι τα πράγματα. Κατέβηκα μετά, το ’72 και μετά ξεκινάει ένα άλλο κεφάλαιο. Κατέβηκα στη Δόρα Στράτου, όπου εκεί, για 20 χρόνια, ξεκίνησα σαν χορευτής. Μετά, σε λίγα χρόνια, πρωτοχορευτής. Έπαιρνα τα πόδια μου λίγο εκεί, δημιουργήσαμε πολύ ωραίες σχέσεις με τη Δόρα Στράτου, μπλέκαμε πολλά πέρα από τη σχέση εργοδότη και ας πούμε… Εργοδότη… Του αρχηγού τέλος πάντων του χορευτικού. Και περισσότερες σχέσεις… Είναι η κουμπάρα μου, αυτή μας στεφάνωσε. Και λέγαμε και διάφορα για το μέλλον του Θεάτρου και άλλα πράγματα στη συνέχεια. Αλλά στην αρχή, πήγα με φόβο. Δεν ήξερα τι θα συναντήσω εδώ, στο Θέατρο. «Θα πάω – λέω – τι θα χορεύουν;». Μετά, είδα εκεί ότι όλοι, απλά, χορεύανε τα δικά τους. Έτσι, κι εγώ ανοίχτηκα μετά κι άρχισα να τα χορεύω όλα και μ’ άρεσε αυτό το πράγμα και εκεί μπορώ να πω, μετά το χωριό μου, ήταν το δεύτερό μου σπίτι εκεί, στη Δόρα Στράτου. 20 χρόνια έκανα τα πάντα εκεί πέρα. Από το να καθαρίζω, να φτιάχνω τα πάντα, χορευτής, σαν μάστορας να φτιάχνω σκηνικά, να φτιάχνω τέτοια, να δουλεύω, μετά, αργότερα και το πρωί εκεί, μετά δάσκαλος, προγράμματα…

Α.Τ.

Μουσικός;

Ε.Δ.

Ναι, σιγά-σιγά, μετά, και μουσικός. Όχι! Πρώτα, άρχισα να τραγουδάω, γιατί επειδή τραγουδούσα, με άκουγαν, τραγουδούσα. Πολλές φορές, τραγουδούσα σαν γέφυρα που κάνουμε. Πριν από κάθε περιοχή, έχει ένα τραγούδι πάντα. Πολλές φορές, κάποιος τραγουδιστής, ίσως, να μην μπορούσε ή να είχε κάποια δουλειά, για κάποιο χρόνο να έλειπε, για κάποιο λόγο. Οπότε, συμπλήρωνα εγώ, έλεγα εγώ το τραγούδι, ας πούμε και έμπαινα μετά στο χορό. Δεν ήταν για εμένα τίποτα αυτό. Ήτανε ωραία χρόνια, αγνά χρόνια, ωραίες παρέες, ωραίες αναμνήσεις. Ζήσαμε πάρα πολλές ωραίες στιγμές. Φυσικά, μετά από κάποια στιγμή, ήρθαν και τα προβλήματα και δύσκολα χρόνια έτσι λίγο, αλλά, εντάξει. Ο άνθρωπος όλα τα αντέχει, όλα τα προσπερνά, αρκεί να έχεις ανοιχτό μυαλό και να κοιτάζεις μπροστά. Έτσι είναι η ζωή! Παντού υπάρχουν μικροπροβλήματα, μικρολεπτομέρειες, μικρότητες μάλλον, που χαλάνε, πολλές φορές, την ολική και τη γενική εικόνα, αλλά κατά βάθος αυτό τ’ αφήνεις, το προσπερνάς και προχωράς μπροστά.

Α.Τ.

Ζήσατε τη Δόρα Στράτου. Πώς ήταν η ίδια σαν προσωπικότητα;

Ε.Δ.

Η Δόρα Στράτου, έτσι κι αλλιώς, ήταν από μεγάλη οικογένεια. Είχε σπουδάσει κλασική μουσική, θέατρο. Κάποια στιγμή – αυτό το ξέρετε και το έχει αναφέρει πολλές φορές ότι – αρχές της δεκαετίας του ’50, είδε ένα γιουγκοσλάβικο συγκρότημα και από εκεί ορμώμενη είδε… Σου λέει: «Αυτοί κάνουν, παρουσιάζουν δικά τους. Εμείς δεν έχουμε; Τι είμαστε;». Και άρχισε να ψάχνει, να κάνει αυτό, έκανε την πρώτη ομάδα, να κάνει, έτσι, κάποιες εμφανίσεις, για να δείξει και μετά, πρώτα, πήγε στον Πειραιά. Είχε ένα θέατρο. Μετά, ανέβηκε στο Θησείο, κοντά στην Ακρόπολη, που ήθελε να το συνδυάσει με την Ακρόπολη. Σου λέει: «Έρχονται οι ξένοι, βλέπουν την Ακρόπολη, ποιοι ζούνε, ποιοι ζούσανε στην Ακρόπολη; Τι ήταν αυτοί;». Μετά, μπαίνει και η ιδέα να φτιάξει ένα δικό της θέατρο κι έτσι, φυσικά με πολλή προσπάθεια, αλλά με βοήθεια και με το ότι είχε μια προσωπικότητα, βοηθήθηκε, έγινε το θέατρο της Δόρας Στράτου στου Φιλοπάππου, που είναι ένα κόσμημα για την Αττική και για την Αθήνα την ίδια. Αν και τώρα, εγώ πάω και λυπάμαι περισσότερο. Είναι… Δηλαδή, θα έπρεπε αυτό να έχει… Είναι μοναδικό, θα έλεγα, μοναδικό και όμως δεν έχει τη βοήθεια, δεν έχει τους ανθρώπους που θα έπρεπε, να λειτουργήσει σωστά και με περισσότερες δραστηριότητες. Αλλά και εκείνες που γίνονταν τότε, με τον ίδιο ρυθμό, με τους ίδιους ρυθμούς που γινότανε τότε, τέλος πάντων. Η Δόρα Στράτου ήτανε σκληρή καταρχήν και ίσως γι’ αυτό και μπόρεσε και να το κρατήσει, γιατί αν δεν είσαι και σκληρός και αρχίσουν και ο καθένας κάνει ό,τι θέλει κι αυτά, σίγουρα, θα υπάρχει πρόβλημα, γιατί το ξέρουμε. Στην Ελλάδα ζούμε και βλέπουμε τι γίνεται, πολλές φορές τι γίνεται. Ήταν και δικό της δημιούργημα και είχε έναν λόγο. Άλλωστε, και όλοι οι άλλοι που ήτανε δίπλα της, ο Χορν, ή ο Πλάτων ο Μουσαίος και πολλοί άλλοι επώνυμοι και ο Τσαρούχης, και μου διαφεύγουν και άλλοι πολλοί, οι οποίοι βοήθησαν, εν πρώτοις, να δημιουργηθεί το Σωματείο, αλλά ουσιαστικά η Στράτου το διαχειριζόταν όλο αυτό το θέμα. Αλλά μπόρεσε και με τη βοήθεια, βέβαια, τότε, του Κράτους, με το Υπουργείο Πολιτισμού να παίρνει μια επιχορήγηση, να μπορέσει να το κρατήσει για πολλά χρόνια και μάλιστα, τότε, εκείνα τα χρόνια, πρόλαβα κι εγώ, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70, να γεμίζει κάθε βράδυ, να είναι πολύ γεμάτο, δηλαδή να έχουνε πάνω από 1.000-1.200 θέσεις και έμπαιναν μέσα και οι περισσότεροι κάθονταν μπροστά μας, εκεί, δηλαδή μπροστά στην πίστα σταυροπόδι και ερχόταν και ερχόταν… Μόνο οι ξένοι όμως. Οι Έλληνες σπάνια. Δεν ήταν ακόμα η εποχή τότε, που ο Έλληνας πήγαινε να τα δει. Τα έβλεπε. Τότε, ήταν ακόμα «Εμείς τα δικά μας, οι Θρακιώτες τα θρακιώτικα, οι Πόντοι τα ποντιακά, οι Ηπειρώτες τα ηπειρώτικα». Γύρω από την Ομόνοια υπήρχαν τα μαγαζιά αυτά, τα κλαρίνα, που λέμε, πολλά και πήγαινε ο καθένας εκεί. Δεν ήταν ακόμα… Και σε αυτό να συμπληρώσω κιόλας ότι μέχρι τη δεκαετία και του ’70, τα όποια συγκροτήματα υπήρχαν… Υπήρχαν συγκροτήματα επίδειξης, δηλαδή να πάμε να χορέψουμε, να βάλουμε το κάτι παραπάνω, να κάνουμε το κάτι παραπάνω. Δεν ήτανε το θέμα, τότε, να διασώσουμε. Ήταν διασωμένο! Ήταν διατηρημένα στα χωριά, στην επαρχία και σ’ αυτά. Δεν υπήρχε φόβος, ακόμα, να τα χάσουμε. Η γενιά, ακόμα, η δική μου ζούσε στα χωριά και μπορούσε να κρατήσει. Αργότερα, τα πράγματα αυτά όλα αλλάζουν τη δεκαετία του ’80, που [00:20:00]αρχίζει πια και με τη Μεταπολίτευση, αλλά και με τη δημιουργία των πολιτιστικών συλλόγων, να έχουνε δασκάλους, να έχουν αυτά, να μάθουν, να μάθουμε τις ρίζες μας οι νέες γενιές πια, τότε νέα παιδιά πάρα πολλά, να μάθουν τι γίνεται. Και όλα τα σχολεία, πολιτιστικοί σύλλογοι, όλοι εν βρασμώ. Ίσως, ξέφυγα κι απ’ αυτό που με ρώτησες για την Δόρα Στράτου. Επανέρχομαι λοιπόν. Η Δόρα Στράτου ήταν αυτή, ήταν αυστηρή, αλλά απ’ την άλλη είχε, όμως, μέσα σε αυτά τα χρόνια… Είδε τον πλούτο που υπάρχει μέσα στην παράδοση και όλο αυτό θέλησε να τον παρουσιάσει, βέβαια, στο Θέατρο και πολλές φορές κατηγορήθηκε γι’ αυτό, γιατί η Στράτου είχε ένα θέατρο και παρουσίαζε σε ξένους, όχι σε Έλληνες που ήξεραν, και ίσως, για να στηθεί μια παράσταση, κάποιοι χοροί, μπαίνει λίγο… Έτσι κι αλλιώς, το χορό, τώρα, τον έχουμε πάρει από τα από τα χοροστάσια, από το φυσικό τους χώρο, το αλώνι, την πλατεία και τους βάζουμε σε μια πλατεία, σε μια πίστα. Εδώ, έχουν αλλάξει πολλά πράγματα, έτσι κι αλλιώς. Για να στηθεί, πολλές φορές έκανε.

Έπειτα, και οι πρώτες επαφές, σίγουρα, ήταν με κάποια συγκροτήματα, όπως είπα, τότε, που κάνανε λίγο επίδειξη και ήταν λίγο χορογραφίες. Είχαν κι αυτά τα πράγματα. Αυτά, όμως, σιγά-σιγά, ξεδιαλύνονται από μόνα τους. Έτσι, και πολλά ξεδιαλύθηκαν και πολλά τα’ άφησες. Έτσι, περάσανε χρόνια, πέρασε άλλη γενιά. Δεν ξέφευγαν πολύ, δεν κάνανε άλλα βήματα, δεν άλλαζαν. Προσθέτανε καμιά στροφή, κανένα κάθισμα αυτά, τα οποία δεν χαλάνε ουσιαστικά τον χορό. Οι βηματισμοί, τα βασικά βήματα και ο χορός παρέμεινε και γι’ αυτό θα είμαστε ευγνώμονες για πολλά χρόνια, όσοι θα μελετάνε, για πολλά χρόνια αργότερα, τη Δόρα Στράτου. Μόνο που αυτά, τώρα, δεν ξέρω όλες αυτές οι έρευνες που έχει κάνει πού βρίσκονται και τι γίνεται. Δεν ξέρω. Γιατί εγώ, κάποια στιγμή, σχεδόν αποχώρησα, παρά τη θέλησή μου, δηλαδή άλλοι… Μετά τη Στράτου, ήρθανε κάποιοι άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι θέλαν να βάλουν διάφορα, να κάνουν διαφορετικά πράγματα. Δεν ξέρω τι ήθελαν να κάνουν, πάντως εμένα, κατά κάποιο τρόπο, και τη σύζυγό μου μας κάναν στην άκρη και δεν χρησιμοποιώ χειρότερο… Λοιπόν, ήτανε η δημιουργός αυτού του Θεάτρου και του Σωματείου. Δούλεψε πολύ σκληρά. Αυτό είχε μόνο. Δεν είχε κάνει οικογένεια, παρόλο που παντρεύτηκε 3 φορές. Ήταν το παιδί της, η οικογένειά της, το σπίτι της, εκεί, αυτό το πράγμα και έδωσε όλον τον εαυτό της με, ας πούμε, και με όποια κάποια λάθη, αν για κάποιους είναι. Για εμένα δεν είναι. Ήταν ένα μεγάλο έργο, το οποίο… Και ήταν μόνη της σ’ αυτό. Δεν είχε υποστήριξη από κάποιους άλλους, από άλλους ανθρώπους γύρω της, να τη βοηθήσουνε. Όλοι οι άλλοι, εμείς που πήγαμε, ήμασταν απλοί χορευτές και σιγά-σιγά μαθαίναμε κι εμείς, βέβαια, τι γινόταν εκεί πέρα, αλλά το πάλεψε μέχρι τελευταία στιγμή.

Α.Τ.

Σε αυτόν τον χώρο μαζεύτηκαν πάρα πολλοί, πάρα πολλές κοινότητες απ’ όλη την Ελλάδα, πάρα πολλοί καλοί χορευτές, που μετέπειτα έγιναν δάσκαλοι-

Ε.Δ.

Ναι! Πριν από αυτό, έγιναν δάσκαλοι αυτοί οι οποίοι πήγαν μετά – όπως και εγώ – και χορέψαμε, αλλά πριν από εμάς πήγαιναν άνθρωποι, οι πατεράδες μας, πολύ μεγαλύτεροι. Για πάντα, έφερνε 3-4 ζευγάρια, μεγάλους ανθρώπους, από κάθε περιοχή και πάνω σε αυτούς εμείς μαθαίναμε. Δεν υπήρχε δάσκαλος. Όταν πήγα εγώ, δεν ήταν… Δηλαδή, ήταν η Πόπη η Μαυροπούλου, η οποία έκανε τη δασκάλα, αλλά δεν ήταν δασκάλα. Βλέπαμε τα βίντεο, που είχε εκεί, τα 8 χιλιοστά εκείνου του τύπου που είχε τραβήξει σε κάποιες έρευνες που είχε κάνει ή έφερνε, μετά, κάποιους από τις περιοχές αυτές, είτε από τη Μακεδονία, είτε από τα νησιά, είτε από όλη την Ελλάδα, όσοι έρχονταν εκεί πέρα. Έφερνε κάποια ζευγάρια και εμείς, μετά, πλαισιώναμε αυτά τα ζευγάρια σιγά-σιγά, μαθαίναμε από αυτούς. Ό,τι χόρευαν, χορεύαμε κι εμείς, ό,τι έκαναν, κάναμε κι εμείς. Έτσι ήταν και έτσι γινόταν και στα χωριά. Δεν υπήρχαν δάσκαλοι. Έβγαιναν στην πλατεία, χόρευαν και ο ένας μάθαινε από τον άλλο. Και εγώ, μάλιστα, μια φορά, το ’76… Υπηρετούσα τότε, αλλά ήμουν εδώ, στην Αθήνα. Και πήγαμε εκεί, στη «Γαργαρέττα». Είχαμε την αίθουσα που κάναμε πρόβες. Πάμε να κάνουμε πρόβες… Συνήθως, η Στράτου δεν ερχόταν κάθε μέρα, σε όλες τις πρόβες, αλλά ερχόταν τις περισσότερες φορές, ειδικά προς το τέλος. Πάμε, λοιπόν, ένα βράδυ. Εγώ, σαν Θρακιώτης, θα χορεύαμε Θράκη. Πήγα να δείξω θρακιώτικα και αρχίζω το ζωναράδικο. «1, 2, 3, 4, 5, 6». Ακούει η Στράτου! «Στοπ! Τι κάνεις εκεί, μωρέ τρελό;». Λέω: «Τι κάνω, κυρία Στράτου;». «Τι είναι αυτό. Τι μετράς;». Λέω: «Είναι καινούρια παιδιά. Ήρθαν εδώ, λίγο, να τους βοηθήσω, πιο εύκολο να τα πιάσουν». «Και ποιος σου είπε ότι μετράμε;» λέει. «Θα σε δουν και θα το κάνουν! Αν δεν μπορούν να το κάνουν, να μην έρθουν! Να μην το κάνουν! Όσοι μπορούν να το κάνουν, θα το κάνουν, θα σε δουν και θα το κάνουν. Αυτό! Έτσι είναι η παράδοση!». Λοιπόν, θέλω να σου πω δεν υπήρχε. Ο δάσκαλος ήταν αυτός που, περισσότερο, έφτιαχνε το πρόγραμμα, που έβλεπε λίγο πράγματα. Εντάξει! Καμιά φορά, άμα χρειαζόταν, αλλά που έκανε το πρόγραμμα και έβαζε, ας πούμε, «Η Αριστούλα χορεύει καλά αυτό. Θα τη βάλω εκεί. Ο Βαγγέλης χορεύει εκείνο. Θα τον βάλω εκεί». Δηλαδή, κάπως έτσι γινόταν. Η διδασκαλία ήταν από τους παλιότερους, απ’ τους μεγαλύτερους ή από ταινίες που βλέπαμε από κάποιες περιοχές. Και αυτό συνεχίστηκε μέχρι κάποια χρόνια. Πέρασε πάρα πολύς κόσμος από εκεί. Ήταν ένα μεγάλο σχολείο και ακόμα είναι και συνεχίζεται αυτό το πράγμα, αλλά όχι με την αρμόζουσα… Πώς να το πω; Έπρεπε μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την Πολιτεία να δείξουν, να σκύψουν εκεί, γιατί είναι το μοναδικό, όπως είπα, στην Αθήνα. Να έχει τον χώρο του εκεί. Και φυσικά, εννοώ να μην πηγαίνουν μόνο ξένοι. Να πηγαίνουν και Έλληνες, αλλά να παρουσιάζεται πολύ όμορφα, ωραία και να έχει τη βοήθεια, να μπορεί να κρατήσει τους μουσικούς, να κρατήσει τους χορευτές του, αλλά ήρθαν αυτά. Κάπως ήρθαν τα πράγματα διαφορετικά, έτσι όπως το σκεφτόμασταν εμείς οι παλαιότεροι τότε, κάτι που πήγαμε να κάνουμε και θα γινότανε, γιατί τότε έτυχε να είναι η Μελίνα Μερκούρη Υπουργός και θα γινότανε, αλλά δυστυχώς δεν έγινε, για άλλους λόγους, τους οποίους δεν θέλω να αναφερθώ.

Α.Τ.

Ωραία! Στο πλαίσιο… Αυτό που ονομάζουμε σουίτες, κάθε περιοχή που είχε τη δική της, εσείς φτιάξατε κάποια; Επιμεληθήκατε κάποια μετέπειτα;

Ε.Δ.

Εγώ μετέπειτα… Όχι! Εγώ, μετέπειτα, μονάχα παρουσίασα… Επειδή, κάποια στιγμή, όταν έφυγε ο Δοϊτσίδης ψάχναμε να βρούμε άλλον μουσικό, να αντικαταστήσει και φυσικά εγώ, επειδή ήξερα πάνω, πήγα και έφερα, κατέβασα τον Μπουζαμάνη τον Κωσταντίνο από το Ελληνοχώρι, το διπλανό χωριό. Όταν ήρθε ο Μπουζαμάνης, ήρθε εδώ και ήρθε και η γυναίκα του κι αυτά και με τη στολή της, όπως ήτανε, και την είδε η Στράτου και ήταν διαφορετική, γιατί ήταν η προσφυγική, που λέγαμε εμείς, τις λέγαμε αυτές. Οπότε, μου λέει: «Βαγγελάκη, τι είναι αυτό;». Λέω: «Ναι, έχουν αυτοί διαφορετική». Με στέλνει, πάω, ψάχνω στο Ελληνοχώρι, βρίσκω διάφορες, κάποιες φορεσιές. Μετά, φτιάχνει φορεσιές, γιατί η ανδρική δεν διαφέρει. Είναι η ίδια με τη δική μας. Φτιάχνουμε φορεσιές, οπότε έπρεπε να βάλουμε. Και απλά, έκανα τη σουίτα του Ελληνοχωρίου. Πολύ αργότερα, τώρα δηλαδή, μετά, που σταμάτησα και τώρα που ξαναπάω λίγο, για να βοηθήσω, κάνουμε τώρα και τους Ασβεστάδες, που δεν διαφέρουν. Μάρηδες είναι και αυτοί, ίδια η στολή, απλά διαφορετικούς κάποιους χορούς. Αυτά τα είχαμε βρει εκεί. Ήταν άλλοι, πριν από εμάς, που είχανε πάει και συνεχίσαμε εμείς να χορεύουμε αυτά τα πράγματα. Εγώ, εκεί, μονάχα, κάποια στιγμή, πότε έπαιζα… Γιατί, στη διάρκεια αυτή, άρχισα να παίζω και ούτι, οπότε, κάποιες φορές, τραγουδούσα, έπαιζα ούτι στην αρχή, τραγουδούσα και μετά έμπαινα και στο χορό, βέβαια. Κάποια στιγμή, όπως σε όλους τους συλλόγους τώρα γίνεται, εγώ είχα παλιώσει, είχα γίνει δάσκαλος, έκανα κι αυτό το πράγμα εκεί, τα προγράμματα όλα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, που ήταν και δύσκολα γιατί η Στράτου, τα τελευταία χρόνια, ήταν λίγο δύσκολο γι’ αυτήν και για εμάς φυσικά, γιατί είχε πάθει κάποιο εγκεφαλικό. Άρχισε να ξεχνάει λίγα πράγματα και ήταν δύσκολο εμείς να το διαχειριστούμε αυτό, τέλος πάντων, με την απουσία της. Αλλά ό,τι μπορούσαμε, κάναμε και μπορέσαμε να το κρατήσουμε, όσο ήμουν τουλάχιστον εγώ. Μετά, δεν ξέρω. Μετά, άλλαξαν τα πράγματα. Για αρκετά χρόνια δεν πήγαινα καθόλου. Δεν είχα… Και τώρα τελευταία, πηγαίνω έτσι λίγο, γιατί όπως προ είπα, είναι το δεύτερό μου σπίτι και εμένα ο χώρος αυτός είναι σαν ιερός. Όπως ο ιερός βράχος της Ακρόπολης, για εμένα είναι ο ιερός βράχος του Φιλοπάππου και εκεί έζησα πολλά χρόνια. Πηγαίνω και έχω τις αναμνήσεις μου, θυμάμαι αυτά που ζήσ[00:30:00]αμε και με τη Στράτου και με πολλούς από τους συναδέλφους, από τα παιδιά, που τόσα χρόνια χορεύαμε μαζί.

ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΕΔΩ:

https://archive.istorima.org/interviews/EL-23304?fbclid=IwZXh0bgNhZW0CMTEAAR1ZbjJn_aXmybo-8D7X611AESwFE3thWOEJXKlPYjz5tVpE8y14LjDmSC8_aem_GV71ahdntDdMUjgK2AcZ8Q