Ντοπιολαλιά: Βατσνιά, Γιαλαδάρς, Γκατζιόλι, …(Β κι Γ)

1483

Ντοπιολαλιά: Βατσνιά, Γιαλαδάρς, Γκατζιόλι , …(Β κι Γ)

Η ντοπιολαλιά  μας,η  Καραμπναριώτικη Μαρέικη  διάλεκτος!

Γράφει ο Θεόφιλος Γουδουσάκης

Την αφορμή πήρα από μια σχετική συζήτηση που έκανα με τον αγαπητό και εξαίρετο φίλο μου Καραφύλλη Γκροζούδη  του  Πολυχρόνη.

Σκεφτήκαμε ότι ένα ερμηνευτικό λεξικό της ντοπιολαλιάς μας στη καθομιλουμένη πανέμορφη και πανελλήνια γλώσσα μας θα βοηθούσε τα μέγιστα στους νέους συγχωριανούς μας που ζουν και μεγαλώνουν μακριά από το χωριό μας τα Βρυσικά, να διαβάζουν και να κατανοούν καλλίτερα, πολλά από τα άρθρα που αναρτώνται στην ιστοσελίδα και εμπεριέχουν μέσα λέξεις Βρυσικιώτικες άγνωστες σ΄ αυτούς. Το τόλμησα .

Αντί επεξηγηματικού προλόγου παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου Πολύκαρπος και Θεοφάνης στα χρόνια του ζωναράδικου”

Στο χωριό, όπως και στα γύρω χωριά τα παραερυθροποτάμια, μιλούσαν με μια τραχιά προφορά. Έκοβαν από τις λέξεις το τελευταίο φωνήεν, τις μίκραιναν. Άκουγες λέξεις Ελληνικές αλλά με φαγωμένα τα περισσότερα φωνήεντα, άφηναν στις μεγάλες λέξεις ένα, δύο φωνήεντα να συμπλέκονται με πέντε και έξι σύμφωνα. Υπήρχαν στη γλώσσα τους και λέξεις άγνωστες για τους ξένους που φτιάχτηκαν από τους ίδιους και μέσα από τις ανάγκες της δύσκολης ζωής τους. Υπήρχαν και πολλές λέξεις Τούρκικες αλλά και Βουλγάρικες λόγω της συχνής επαφής με τους γείτονες τους Τούρκους και Βούλγαρους. Επίσης σε πολλές λέξεις είχαν αντικαταστήσει το «όμικρον» και το «έψιλον» με τα «ου» και «γιώτα» αντίστοιχα.”

Β

Βαζγκέϊτσα=το μετάνιωσα

Βατσνιά=βατομουριά

Βάτσνα=βατόμουρα

Βεράνς=αδύναμος

Βούλιαρ΄=ψηλό αγριόχορτο στον κάμπο

 

Γ

Γιαβάσκους=ελαφρύς (συνήθως αναφέρεται στον ελαφρύ καπνό)

Γάβρο=δέντρο με εύκαμπτο κορμό {με το γάβρο έπλεκαν τους φράκτες}

γιαζίκ=κρίμα

γιακστίζου=μπορώ  να το κάνω

Γιαλαδάρς=βοσκός αγελάδων

Γιαλάκι=πέτρινη ποτίστρα ζώων:

γιαλαμάς=σπυρί στα χείλη

Γιαμάτσι=απότομη πλαγιά υψώματος

Γιάνκα=πλάγια

Γιάνκα= ανάρρωσα

Γιαουκλής=αρραβωνιαστικός

Γιαουκλίδινα=αρραβωνιαστικιά

γιαράς=μεγάλο σπυρί ή πληγή που έκλεισε

Γιάρι=μικρός γκρεμός

Γιαρντούμ=αλληλοβοήθεια σε γεωργικές εργασίες

Γιατ΄κα=ξύλινο μεγάλο παγούρι

Γίκους=η στοίβα των παπλωμάτων και κουβερτών

Γίκνα=χρωστική αλοιφή (βαθύ καφέ) για βάψιμο των χεριών της νύφης (έθιμο γάμου)

γίμαλα=κλαδιά πράσινα παράσιτα  στους κορμούς δέντρων, συνήθως στις γκορτσιές

Γιμινιά=δερμάτινα παντοφλέ χοντροπάπουτσα

Γινιά=σόι,συγγένεια

Γιρλέχτσι=έκατσε καλά,ταίριασε στο μέρος

Γιουμουρλούκι= χοντρό επανωφόρι, ίσως και κάπα

Γιούρτι=λαχανόκηπος στην αυλή

Γιωρς=Γιώργος

Γκαβός=τυφλός

Γκάγκα=το ράμφος των πουλιών

Γκαγκαμέκα=μύτη μολυβιού ή και ξύλινο σουβλί

Γκαγκλί=μισή βοϊδάμαξα

γκαλέτσια=ξύλινα προχειροπάπουτσα, παντόφλες

Γκαργκάνα=μεγάλο πριόνι για κοπή δέντρων

Γκαστανίτσα=κάμπια

Γκατζιόλι=γαϊδούρι

Γκατζιολάγκαθο=γαϊδουράγκαθο

Γκεζλεμέδες=πιτάκια με τυρί στο τηγάνι

Γκιβρέδκα=ξεροψημένα,ψιλο καμμένα

Γκιμπέρτσι=πέθανε, περιφρονητικά ψόφησε

Γκιμπουλτζές=τοπωνύμιο περιοχής

Γκιμπρίτια=σπίρτα

Γκιντζές=το τριφύλλι

Γκιούσς=στήθος

Γκιρέζ=ανταγωνισμός

Γκιρένι=πηγάδι

Γκιρινιά=ρεματιά

Γκιρντάνι=κρεμαστό με φλουριά γύρω από τον λαιμό

Γκιρντίζουμι=κοκορεύομαι , φουσκώνω τα στήθη μου

Γκίρτσι=γύρισε ανάποδα, στράβωσε

Γκιτζινούδια= τα νεογέννητα γουρουνάκια ή και λαγουδάκια

Γκλαμπάτσα=ασθένεια προβάτων

Γκλόγκανα=καρπός αγριοτριανταφυλλιάς

Γκλουτζάρια=ποδάρια

Γκουγκουχτούρα=δεκαοχτούρα

Γκουζγκούνι=μύλος,στομάχι πουλερικών

Γκουλιαμάκι=ανδρικό σπέρμα

Γκουλιόμπαρος=γυμνός

Γκουγκόλια=όρχεις

Γκουλσιανούδια=νεοσσοί

Γκουμπές=μικρός αποθηκευτικός χώρος στον υπαίθριο φούρνο

Γκουντούτρσι=επιμένει ενοχλητικά:

Γκουρλωμάτς=κόσκινο με μεγάλες τρύπες

Γκουρτσιά=άγριο οπωροφόρο δέντρο

Γκόρτσα=ο καρπός της γκουρτσιάς

Γκουντίνης=Κων/νος

Γκουντούρτσις=επέμενες πολύ

Γκουντούλια=τροχοί

Γκουντούλσι=κατρακύλησε

Γκούσια=στα πουλιά σακουλάκι στο λαιμό (εσωτερικά) για αποθήκευση σπόρων και τροφών

Γκουστερίτσα-Γκούστερος=σαύρα

Γνι=υνί

Γνιατουμένους=θυμωμένος

Γιάντιις=επιβεβαίωση στοιχήματος

Γόλιλε=επιφώνημα πόνου

Γρουνάρς=χοιροβοσκό