Ο ιερός Δεκαπενταύγουστος (Αρχιμ. Ειρηναίου Λαφτσή)

1693

Αυτές τις ημέρες ζήσαμε και βιώνουμε ακόμη την τραγωδία της Δυτικής και Ανατολικής Αττικής με την φωτιά που κατέστρεψε ζωές και περιουσίες, κόπους και όνειρα.

Η Εκκλησία με τις δομές της ανταποκρίθηκε άμεσα για να απαλύνει τον πόνο των ανθρώπων και κατά το δασάλευτο. Και έτσι σωζόμαστε από κάθε του βίου δυσχερεία.
«…κεκτημένοι σε, Πανύμνητε, δυσχερείας πάσης, ἐκλυτρούμεθα».

Ας αφήσουμε τις ημέρες αυτές την ψυχή μας να δροσιστεί μέσα στο πέλαγος των δωρημάτων και των ευεργεσιών της Παναγίας μας, ψάλλοντας τις δύο παρακλήσεις της.
Ολόκληρη η ακολουθία των Παρακλήσεων περιγράφει με όμορφες, γλυκές και συναισθηματικές γραμμές την ευσέβεια και την σχέση του χριστιανού προς την Παναγία κυρίως μέσα από έναν χείμαρρο αισθημάτων. Ο πνευματικός αγώνας έχει θλίψεις και περιπέτειες που με τη βοήθεια της Θεομήτορος καταλήγουν σε χαρές, στην γαλήνη και στη σιγουριά του Χριστού. Ο βιοτικός αγώνας έχει και αυτός πολλές δυσκολίες, πόνο,
δοκιμασίες, κινδύνους που με την βοήθεια της Παναγίας αντιμετωπίζονται.

Ιδιαιτέρως την περίοδο του Δεκαπενταυγούστου στην ακολουθία των παρακλήσεων ψάλλονται τα εξαποστειλάρια. Στο πρώτο εξ αυτών ψάλλουμε: «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανῆ τῷ χωρίῳ, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, καὶ σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα». Δηλαδή, Απόστολοι που συναθροιστήκατε εδώ από τα πέρατα της γης, κηδεύσατε το σώμα μου στο χωριό της Γεθσημανής, κι εσύ Υιέ και
Θεέ μου, παράλαβε το πνεύμα μου.

Ο θάνατος της Θεοτόκου είναι η μεγαλύτερη Θεομητορική εορτή και το πνευματικό κέντρο των χριστιανών μέσα στην περίοδο του καλοκαιριού.
Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας, οι δώδεκα Απόστολοι με θαυμαστό τρόπο επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ για να κηδεύσουν στη Γεθσημανή το τίμιο σώμα της Θεομήτορος. Το εξαποστειλάριο διδάσκει προς όλους πως η Παναγία πέθανε όπως κάθε θνητό ον. Δεν αναλήφθηκε στους ουρανούς ζωντανή, όπως κάποιοι διδάσκουν. Είναι ξεκάθαρος στη συνέχεια ο ύμνος. Οι μαθητές κήδευσαν το άψυχο σώμα της Παναγίας στη Δ’ ωδή κανόνος μικράς παρακλήσεως Θεοτόκου.

Γεθσημανή και ο Χριστός παρέλαβε την πάναγνη την ψυχή της στα χέρια Του. Αυτό δηλώνεται και στην εικόνα της Κοιμήσεως μέσα από τη τέχνη της αγιογραφίας.
Όπως είναι φυσικό για την ορθόδοξη Εκκλησία και τη θεολογία της, το σώμα που γέννησε την αιώνια ζωή, τον Θεό ως άνθρωπο δεν θα μπορούσε να υποστεί φθορά μέσα στον τάφο.
Άλλωστε μετά την Ανάσταση του Χριστού ο τάφος γεννά ζωή. Έτσι, λοιπόν, το σώμα της Παναγίας ακολούθησε την πορεία του σώματος του Υιού της το οποίο αναστήθηκε εκ των νεκρών την τρίτη ημέρα χωρίς να έχει υποστεί καμία φθορά. Στη συνέχεια ενώθηκε με την ψυχή του και μεταστάθηκε προς τον Τριαδικό Θεό για να ζήσει αιώνια στην Βασιλεία των ουρανών.

Είναι ο πρώτος και μοναδικός άνθρωπος που βιώνει την αιώνια μακαριότητα. Όλοι οι ανά τους αιώνες άνθρωποι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, οι δίκαιοι, οι προφήτες, οι άγιοι αναμένουν στη μέση κατάσταση που λέγεται Παράδεισος και του οποίου πρώτος στην Καινή
Διαθήκη «κάτοικος» είναι ο ληστής. Όλοι αυτοί προγεύονται της Βασιλείας των ουρανών η οποία θα ανοίξει για όλους μας κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου.
Μόνο η Παναγία είναι στη Βασιλεία των ουρανών. Στην ουσία είναι ο πρώτος τέλειος άνθρωπος που αναστήθηκε και δεν περιμένει την τελική κρίση . Η Θεοτόκος είναι το πρώτο τέλειο και ολοκληρωμένο δημιούργημα της Χάριτος του Θεού, εν Χριστώ. Είναι το πρώτο θεωμένο ανθρώπινο ον.

Γι’ αυτό την τιμάμε ιδιαίτερα. Γι’ αυτό παρακαλούμε την Παναγία με απόλυτη εμπιστοσύνη προς το Άγιο πρόσωπό της, ότι δια της μεσιτείας της για μας θα έρθει η σωτηρία.

Ας παρακαλέσουμε, λοιπόν, τον Χριστό με τα λόγια του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ώστε αυτές τις ημέρες τον Δεκαπενταύγουστο με τις παρακλήσεις να υμνήσουν το πανάγιο όνομά της και να τιμήσουμε το γλυκύτατο πρόσωπό της.
«Άνοιξέ μας, Λόγε του Θεού, το βραδύγλωσσο στόμα. Δώσε μας, καθώς ανοίγουν τα χείλη, λόγια γεμάτα χάρη. Φύσηξε μέσα μας τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που κάνει ρήτορες τους ψαράδες και δίνει στους αγράμματους τη δύναμη να κηρυχτούν τη σοφία που ξεπερνάει τον ανθρώπινο νου, για να μπορέσουμε κι εμείς με τη λειψή φωνή, αμυδρά και να μιλήσουμε για
τα μεγαλεία της πολυαγαπημένης σου μητέρας».