Φαραντάτος: Διαζύγιο με τη λογική η κυβερνητική θέση στο Σκοπιανό

1388

Καθημερινά και επί πολλές εβδομάδες ήδη, η κυβέρνηση Τσίπρα καταγγέλλει ότι όλοι όσοι διαφωνούν με τους χειρισμούς στο ζήτημα των Σκοπίων δεν ενεργούν βάσει της λογικής αλλά παρασύρονται από συναισθηματισμό, κλιμακούμενο μάλιστα μέχρι εθνικιστικού φανατισμού (άραγε αυτό αφορά και τον συνεταίρο τους κ. Πάνο Καμμένο με τα γνωστά τερτίπια του;).

Συνακόλουθα, επιστρατεύοντας τον πολυπλόκαμο προπαγανδιστικό μηχανισμό που έχει κατασκευάσει -από την αριστεροκρατούμενη Ραδιοφωνία και Τηλεόραση μέχρι την κομματική πρωινή εφημερίδα και τα «ιδιωτικά» ραδιοτηλεοπτικά και έντυπα ΜΜΕ που ελέγχει ασφυκτικά-, η κυβέρνηση καλλιεργεί κλίμα ιδεολογικής και ψυχολογικής τρομοκρατίας και αποπειράται να απονομιμοποιήσει όσους έχουν αντίθετη θέση μέσω κατασυκοφάντησης και δολοφονίας χαρακτήρων. Αναμενόμενο! Θιασώτες του ολοκληρωτισμού είναι οι άνθρωποι, είτε αμετανόητοι είτε ανακυκλωμένοι!

Ενώ δε όσοι εκφράζουν διαφορετική άποψη καταγγέλλονται από τους κυβερνητικούς βουλευτές -αλλά και περιπαίζονται και χλευάζονται από τα ελεγχόμενα «ελεύθερα» ΜΜΕ- ως ανορθολογικοί, φανατικοί, υστερικοί, θρησκόληπτοι έως πατριδοκάπηλοι, η κυβερνητική θέση προβάλλεται, αντιθέτως, ότι συνάδει απολύτως με τη λογική αλλά και  εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον. Πόσο αληθινός είναι, όμως, αυτός ο ισχυρισμός;

Για την οικονομία του χώρου που μας φιλοξενεί ας παραβλέψουμε την πρόδηλη αδυναμία συζήτησης περί «της κυβερνητικής θέσης» επί του ζητήματος των Σκοπίων – αδυναμία  που απορρέει από την κοινή διαπίστωση ότι δεν υφίσταται σήμερα «ενιαία κυβερνητική θέση» επ’ αυτού, στα λόγια έστω, αφού ο επαγγελματίας οπορτουνιστής κ. Καμμένος προσποιείται  ότι δεν θα δεχθεί και δεν θα ψηφίσει σύνθετη ονομασία που θα περιέχει τον όρο «Μακεδονία» (στα ελληνικά βέβαια!). Ας δεχθούμε, λοιπόν, ότι «η κυβερνητική θέση» είναι αυτή η οποία εκφράζεται από τον πρωθυπουργό, τον επί των Εξωτερικών υπουργό του και τους λοιπούς Συριζαίους.

Η Ιστορία προσφέρει πολλά παραδείγματα (προς αποφυγήν) εθνικών ζητημάτων, τα οποία κάποτε έκλεισαν άρον άρον, με τις υπεύθυνες κυβερνήσεις μάλιστα να πανηγυρίζουν για να αποδειχτεί, όχι με μεγάλη καθυστέρηση, ότι οι περιλάλητες (δήθεν οριστικές) «λύσεις» ήταν βραδυφλεγείς ωρολογιακοί μηχανισμοί. Αρκεί να αναφέρουμε τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959 (τις οποίες δικαίως κατήγγειλε τότε ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης!), αλλά και τη μονομερή άρση της εμπόλεμης κατάστασης με την Αλβανία το 1987, χωρίς την εκ των προτέρων συνολική διευθέτηση όλων των διμερών ζητημάτων.

Στην προκειμένη περίπτωση, αν η χώρα μας αποδεχτεί έναν ανισοβαρή, καταφανώς δυσμενή για την ίδια, συμβιβασμό με το κράτος των Σκοπίων (καθώς καμία πραγματική ένδειξη ειλικρινούς αλλαγής στάσης εκ μέρους του τελευταίου υπάρχει, παρά μόνο πολλά «έπεα πτερόεντα» και κάμποσες «κρασοκατανύξεις» Σκοπιανών επισήμων με τον κ. Μπουτάρη!) και, κατ’ ακολουθία, αν το εν λόγω κράτος ενταχθεί στις ευρωατλαντικές δομές (καταρχάς στο ΝΑΤΟ) άνευ προηγούμενης πραγματικής και οριστικής επίλυσης των εκκρεμών ζητημάτων, τότε η πατρίδα μας όχι μόνο όφελος δεν θα έχει αλλά, απεναντίας, θα εξέλθει πολλαπλώς ζημιωμένη από την υπόθεση αυτή. Η κυβέρνηση κάτι θα έπρεπε να έχει ακούσει για το πρόβλημα, το οποίο έχει ανακύψει στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης εξαιτίας της μεταφοράς των συνοριακών διαφορών μεταξύ Κροατίας και Σλοβενίας εντός της Ε.Ε. Κυρίως, όμως, οι κυβερνητικοί ιθύνοντες θα έπρεπε να έχουν καταστεί σοφότεροι -και προσεκτικότεροι στους χειρισμούς τους- από το (παροιμιώδες πλέον παγκοσμίως!) προηγούμενο της μεταφοράς της ελληνοτουρκικής διένεξης στο ΝΑΤΟ.

Οι ασχολούμενοι με τη διπλωματική ιστορία γνωρίζουν ότι, κατά τα κρίσιμα έτη 1946-1947, όταν σχεδιαζόταν η δυτική στρατηγική ανάσχεσης της σοβιετικής απειλής, οι ιθύνοντες του Λευκού Οίκου, του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου χρησιμοποίησαν ευφυώς την περίπτωση της Ελλάδας προκειμένου να εκμαιεύσουν και την προς την Τουρκία υποστήριξη της κοινής γνώμης και κυρίως του Κογκρέσου, καθώς ήθελαν πάση θυσία την ταυτόχρονη ενσωμάτωση αμφοτέρων των κρίσιμων γεωστρατηγικά χωρών στο δυτικό στρατόπεδο (πράγμα που επιτεύχθηκε το 1952!).

Ηταν η εποχή κατά την οποία η μεν Ελλάδα έχαιρε τότε διεθνούς υπόληψης, και δη μεταξύ του δυτικού κόσμου, ιδιαιτέρως δε στην κοινή γνώμη των ΗΠΑ, καθώς έφερε το φωτοστέφανο του «Μεγάλου Μικρού Μαχόμενου Εθνους» («A Grand Little Fighting Nation» όπως την είχε αποκαλέσει περί τα τέλη του 1940 ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Lincoln MacVeagh), η δε Τουρκία τελούσε περίπου υπό καθεστώς δυσμένειας, καθώς είχε διατελέσει επί σειρά ετών «ο επιτήδειος ουδέτερος».

Η υποκινούμενη εκ της Εσπερίας στάση της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας εκείνους τους χρόνους έφτασε μέχρι του σημείου αναγνώρισης από τις ελληνικές αρχές της διαβιούσας στη Θράκη μουσουλμανικής μειονότητας ως «τουρκικής» και της μετονομασίας του μειονοτικού γυμνασίου προς τιμήν του προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας Τζελάλ Μπαγιάρ! Η «εποικοδομητική» αυτή στάση της χώρας μας, όμως, καθώς και η έκτοτε συμμετοχή και των δύο χωρών στη ΝΑΤΟϊκή Συμμαχία δεν επέφερε την εξάλειψη της διμερούς διένεξης.

Αντίθετα, η Αγκυρα εκμεταλλεύτηκε με πονηριά τη συμμαχική δομή ούτως ώστε να επινοεί και να προβάλλει διαρκώς νέα πεδία της αναθεωρητικής πολιτικής της. Το ίδιο πρέπει να αναμένουμε ότι θα πράξουν τόσο τα Σκόπια όσο και η Αλβανία αν προηγουμένως δεν έχουν ρυθμιστεί οριστικά και αμετάκλητα τα εκκρεμή ζητήματα σύμφωνα με τα εθνικά μας συμφέροντα.

Δεν είχαμε την απαίτηση να τα γνωρίζουν αυτά ο κ. Τσίπρας και οι φοβεροί και τρομεροί σύμβουλοί του, όπως ο κ. Καρανίκας. Αλλά ο πολύς καθηγητής κ. Κοτζιάς; Γιατί παρασύρεται σε τέτοια σφαλερή ατραπό στο ζήτημα των Σκοπίων;

Παναγιώτης Φαραντάτος

Αντιστράτηγος ε.α.