Πως γιορτάζετε το έθιμο του Μπέη στους Ασβεστάδες

2183

Κείμενο – φωτογραφίες του Λαογράφου Πασχάλη Λιγούδη

Αναδημοσίευση από : elthraki.gr 

Ένα Αποκριάτικο έθιμο της Θράκης με βαθιές ρίζες, που ξεκινούν από το 1565, με τον Μητροπολίτη Διδυμοτείχου Σωφρόνιο Β’ – Ο Κιοπέκ Μπέης, η Μπέινα, το μωρό, οι Σωματοφύλακες, ο Σεΐζης, η γκαστρωμένη χωριανή κ.λπ. κ.λπ.

Τα τοπικά μας έθιμα είναι γεμάτα από μνήμες οικογενειακές, κοινωνικές και εθνικές, μνήμες που οδηγούν κατευθείαν στις ρίζες μας.

Μελετώντας τη λειτουργικότητα των λαογραφικών μας εθίμων βρίσκουμε τον τρόπο πρόσβασης απ’ το παρόν στο κοντινό και μακρινό χθες. Βρίσκουμε τα κοινά σημεία που μας δένουν ως Θρακιώτες και νιώθουμε τη σιγουριά της ριζωμένης ύπαρξής μας.

Παράλληλα ανακαλύπτουμε αυτά που κρύβονται πίσω από τα παραδοσιακά δρώμενα, αυτά που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι πρόγονοί μας μέσα στην απλότητά τους έκρυβαν το μεγαλείο της ανθρωπιάς και του πατριωτισμού.

Ένα από τα αποκριάτικα έθιμα που διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι αυτό του «ΜΠΕΗ» ή «ΚΙΟΠΕΚ ΜΠΕΗ».

Είναι ένα από τα σημαντικότερα θρακιώτικα έθιμα της Αποκριάς. Ξεκίνησε σαν γονιμικό δρώμενο που κάλυπτε όμως εθνικές ανάγκες, για να φθάσει ως τις μέρες μας και να αναδειχθεί σε αποκριάτικη εκδήλωση  που  συναντούμε να τελείται τώρα τις αποκριές σε πολλά χωριά  του Βορείου Έβρου, με διάφορες παραλλαγές.

Εμείς θα πάμε στους Ασβεστάδες, ένα χωριό με έντονη παρουσία της τοπικής Παράδοσης  και ιδιαίτερη προσήλωση στη σωστή διατήρηση των τοπικών μας εθίμων.

Θα παρακολουθήσουμε το έθιμο του Μπέη, που τα παλαιότερα χρόνια πραγματοποιούνταν στους Ασβεστάδες, ανελλιπώς, τη Δευτέρα της Τυρινής Αποκριάς.

Η προετοιμασία ήταν πολυήμερη, η συμμετοχή των κατοίκων των Ασβεστάδων καθολική και ο ενθουσιασμός για την πραγματοποίησή του πηγαίος και ειλικρινής.

Για την ιστορία του εθίμου θα πούμε ότι καθιερώθηκε για να εξυπηρετήσει εθνικές ανάγκες.

Η έναρξή του τοποθετείται γύρω στα 1565, όταν μετά από πάρα πολλά χρόνια χηρείας της Μητρόπολης Διδυμοτείχου, τοποθετείται Μητροπολίτης ο Σωφρόνιος Β΄,.

Την ίδια εποχή  ήταν σε μεγάλη έξαρση ο εξισλαμισμός των χριστιανικών πληθυσμών της Θράκης και ιδιαίτερα αυτών των πληθυσμών που βρίσκονταν στα καμποχώρια του Ερυθροποτάμου και του Άρδα.

O Σωφρόνιος αντέδρασε άμεσα και μαζί με τους συνεργάτες του, μεταξύ των άλλων μέτρων που πήραν, σκάρωσαν και αυτό το έθιμο. Έτσι κατάφεραν να ξεγελάσουν τον κατακτητή και να σώσουν την κατάσταση.

Με πρόταση του Σωφρόνιου και την άδεια του κατακτητή λοιπόν ορίστηκε να γίνεται αυτό το έθιμο τη Δευτέρα της Τυρινής, δηλαδή μια βδομάδα πριν την Καθαρά Δευτέρα.

Ο Μπέης και η συνοδεία του επισκέπτονταν όλα τα σπίτια των συγχωριανών και έβρισκαν την ευκαιρία να εμψυχώνουν τους σκλαβωμένους Έλληνες – χριστιανούς, να τους ζωντανεύουν την ελπίδα.

Με τη γκαστρωμένη χωριανή στη συντροφιά του Μπέη  π. χ.  ο κόσμος έβρισκε την ευκαιρία να φωνάξει αυτό που έκρυβε μέσα του: «Άϊντι κι καλή λεφτεριά!!!» εννοώντας παράλληλα με το ξεγέννημα της γκαστρωμένης και τη λευτεριά του γένους.

Νωρίς το πρωί της Δευτέρας της Τυρινής συγκεντρώνονται οι μασκαρεμένοι τσοχανταραίοι στην αφετηρία, που είναι το σπίτι του Μπέη και χορεύουν στην αυλή συνοδεία γκάϊντας, ζουρνά ή τραγουδώντας : «Κάηκι κουμπάρημ του καλπάκς…….Άρα μάρα κι ζαμάρα κι τ’’ παπά την καλαμάρα…..  «Μπέη – Μπέη πουρδαλά κι από πίσω χισταρά…» . «Αχιλώνα – καρκαλώνα….»

Αφού συγκεντρωθούν όλοι οι συμμετέχοντες, βγαίνει από το σπίτι του ο άρχοντας Μπέης, ντυμένος κατάλληλα και τον ανεβάζουν σε ένα στολισμένο δίτροχο αμάξι ( το γκαγκλί), που το σέρνουν τα παλικάρια, οι σωματοφύλακές του. Είναι ένας καλόκαρδος και αυστηρός άρχοντας, εφευρετικός στις αποφάσεις του, ετοιμόλογος, που σατιρίζει τους πάντες και τα πάντα με ένα δικό του καυστικό και λευτερόστομο τρόπο.

Η πολύβουη συντροφιά του Μπέη αποτελείται από φιγούρες που τώρα θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε σαν έναν ιδιόμορφο θίασο που ασχολείται με την κοινωνική σάτιρα.

Ένας άντρας ντυμένος γυναικεία είναι  η γυναίκα του Μπέη, η μπέϊνα με το μωρό στην αγκαλιά  και ακολουθεί ένας ολόκληρος θίασος μασκαρεμένων με τους σωματοφύλακες του, το Σείζη τον υπασπιστή του, τη γκαστρωμένη χωριανή, τον Κατή το δικαστή, τον κομπογιανίτη γιατρό,  το γύφτο, τον αστυνόμο, την τσιγγάνα, τον εισπράκτορα, το γραμματέα, τον αρκουδιάρη με την αρκούδα του κ.λ.π.

Όλο αυτό το επιτελείο, με τη συνοδεία της γκάϊντας, ακολουθεί το Μπέη σε όλα τα σπίτια του χωριού. Ο Μπέης εύχεται καλή σοδειά σκορπώντας σπόρους γύρω του, μοιράζοντας απλόχερα ευχές αλλά και καταδικαστικές αποφάσεις.

Οι σπιτονοικοκυρές προσφέρουν διάφορα κεράσματα, πουκάμισα και πετσέτες στο Μπέη και τη συνοδεία του.  Όταν βρεθούν στο σπίτι κάποιου που είναι μασκαρεμένος στη συνοδεία του Μπέη, τότε γίνεται το πάντρεμα, το στεφάνωμα αυτού με τη Μπέϊνα και πέφτει πολύ γέλιο. Αν «τραυματιστεί» κάποιος από το «ξύλο» της Μπέϊνας τότε τρέχει ο νοσοκόμος με μια μεγάλη σύριγγα να τον γιατρέψει…

Οι σωματοφύλακες επιθεωρούν τις αποθήκες και τα γεωργικά εργαλεία του σπιτιού και αν δεν τα βρουν εντάξει τιμωρούν το νοικοκύρη με καλίβωμα και πρόστιμο.

Με πρόστιμο επίσης και ….. ξύλο τιμωρούν και όποιον τολμήσει να πειράξει το μωρό της Μπέϊνας, η προσπαθήσει να κλέψει τη γυναίκα του Μπέη.

Από το σπίτι του Μπέη φεύγουν όλοι μαζί και κατευθύνονται στην πλατεία. Εκεί ο Μπέης εκφωνεί έναν πανηγυρικό και έντονα σατυρικό λόγο, με ευχές και πολλά υπονοούμενα…………….

Μετά τον πανηγυρικό γίνεται το προσκλητήριο από τον αρχιστράτηγο. Τα ονόματα που εκφωνούνται είναι φανταστικά παρατσούκλια που προκαλούν πολύ γέλιο. Μετά ακολουθεί η υπόσχεση για την κατάληψη του στόχου.

Στη συνέχεια ο Μπέης με όλη τη συνοδεία του κατευθύνεται στο σπίτι του Προέδρου του χωριού, μετά πηγαίνει στο σπίτι του παπά και ακολουθούν οι επισκέψεις σε όλες τις γειτονιές και τα σπίτια του χωριού.

Στο τέλος η πομπή καταλήγει σε ένα ανοιχτό χώρο όπου γίνεται αναπαράσταση οργώματος και σποράς, και παλαίστρα με την αρκούδα.

Η αναπαράσταση της σποράς από τον Μπέη ολοκληρώνεται μετά από πολλά εμπόδια, διότι κάποιοι από την συντροφιά του προσπαθούν να τον ρίξουν κάτω για το καλό όπως λένε,  ενώ η Μπέϊνα πετάει το παιδί της ψηλά για να μεγαλώνουν έτσι τα σπαρτά.

Η διαδικασία του εθίμου, ως δρώμενο, τελειώνει εδώ για να ακολουθήσει ο μεγάλος χορός στην πλατεία του χωριού, στο μεσοχώρι, όπου συμμετέχουν όλοι, μικροί και μεγάλοι.

Κατά τη διάρκεια των χορών με συνοδεία φλογέρας, γκάϊντας και τραγουδιών, γίνεται και η προετοιμασία για τη διαδοχή του Μπέη.  Η ανακήρυξη του Μπέη της επόμενης χρονιάς θα γίνει με διαφανείς και αδιάβλητες διαδικασίες. Η δημόσια κλήρωση είναι το πιο δίκαιο σύστημα!!

Έτσι τοποθετούν μέσα σε ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί ένα νόμισμα και σε όποιον πέσει το κομμάτι του ψωμιού που θα έχει το νόμισμα θα είναι ο Μπέης της επόμενης χρονιάς.

Στη συνέχεια οι γυναίκες του χωριού χορεύοντας με συνοδεία του γκαϊντατζή θα πάνε στα σπίτια της παλιάς και της καινούργιας μπέϊνας, θα τις πουν το νέο και όλες μαζί θα έρθουν , πάλι χορεύοντας, στην πλατεία για να συνεχίσουν το χορό και το αποκριάτικο γλέντι.

Για το έθιμο του Μπέη ο αρχαιολόγος και λαογράφος Κωνσταντίνος Ρωμαίος λέει τα εξής: «Τα έθιμα αυτά έχουν καταπληκτική μακροβιότητα, απαντούν σαν ιστορική αρχαιότητα και φτάνουν παραλλαγμένα κάπως και κρυμμένα από την κοινή αντίληψη ως τη δική μας εποχή»

Ο αείμνηστος δημοτιανός δάσκαλος και λαογράφος Πασχάλης Κοντός, χαρακτηρίζει το έθιμο του Μπέη συνωμοτικό, αρνούμενος την ειδωλολατρικότητά του, σε ένα Διδυμότειχο με χιλιόχρονο φανατικό βυζαντινισμό.

«Το έθιμο, λέει, φαίνεται ξεκάθαρα ότι σκαρώθηκε για κάποιο σοβαρό λόγο εθνικής σκοπιμότητας. Με αυτή την άποψη συμφωνεί και η λειτουργικότητα του εθίμου. Το  μεγαλείο στην περίπτωση κρύβεται στη συνωμοτική του τελειότητα.

Αυτοί που πήραν μέρος στο σκάρωμα του εθίμου, γνώριζαν καλά τη Μυθολογία μας, τα χούϊα του κατακτητή και είχαν επίγνωση της τραγικότητας των περιστάσεων για τη δεινή θέση της Ρωμιοσύνης.».

Οι πρόγονοί μας λοιπόν, άνθρωποι απλοϊκοί και αγράμματοι, ανύποπτοι γι’ αυτό που έκαναν, κληρονόμησαν το έθιμο αυτό από τους παππούδες τους και το διατήρησαν μέχρι τις μέρες μας.

Η παρακαταθήκη αυτή επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά τη δύναμη και την προσφορά της λαϊκής μας Παράδοσης στην υπόθεση της εθνικής μας αυτογνωσίας και αυτοσυντήρησης  στις δύσκολες μέρες της ιστορικής μας πορείας.